Είναι εύκολο να δημιουργήσεις μια εσφαλμένη εικόνα για το τι εστί Λάρι Γκαγκόζιαν. Ας πούμε κατ’ αρχάς ότι είναι έμπορος τέχνης και όχι γκαλερίστας, όπως διευκρινίζει ο ίδιος κάθε φορά που ακούγεται η λέξη gallerist δίπλα στο όνομά του, λες και τον συνδέει με κάτι πιο υψηλό από την ουσία του επαγγέλματος που είναι όχι μόνο να δείχνει «τους σπουδαίους καλλιτέχνες της εποχής μας», αλλά – ας μην ξεχνιόμαστε – να εμπορεύεται την τέχνη τους. Κατά δεύτερον, μολονότι επιστρατεύει πολύ κόσμο από τα 300 άτομα που εργάζονται για αυτόν ανά την υφήλιο προκειμένου να καταστεί επιτέλους εφικτή μια συνομιλία μαζί του, όταν του μιλάς είναι ανοιχτός, φιλικός, δοτικός, άμεσος και απόλυτα ειλικρινής, λες και βρίσκεται στο στοιχείο του με τις συνεντεύξεις. Αλήθεια, τι έχει να φοβηθεί στα 75 του χρόνια αυτός ο αυτοδημιούργητος, αρμενικής καταγωγής τιτάνας της τέχνης, ο οποίος κατάλαβε από νωρίς ότι δεν διέθετε «το DNA για εργασία γραφείου» αλλά ότι «το είχε» με τις πωλήσεις αφότου μιμήθηκε το παράδειγμα ενός τύπου που είχε δει να πουλάει αφίσες σε ένα πάρκινγκ; Θα περίμενε κανείς τίποτα και κανέναν, όπως όλοι όσοι βρίσκονται στην κορυφή του παιχνιδιού τους εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Από όταν άνοιγε η πρώτη γκαλερί στο Λος Αντζελες το 1980 έως την πιο πρόσφατη μετακόμιση του γραφείου, ουσιαστικά, της οδού Μέρλιν, το οποίο γίνεται πλέον ένας μεγαλοπρεπής εκθεσιακός χώρος στην οδό Αναπήρων Πολέμου στο Κολωνάκι. Δεν είναι τυχαίο ότι εγκαινιάζεται με μια έκθεση του σπουδαίου αμερικανού εικαστικού Μπράις Μάρντεν – αμφότεροι είναι εξάλλου λάτρεις της Ελλάδας -, στην οποία τον κύριο λόγο έχουν έργα του σε ελληνικό μάρμαρο.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος