Στις φωτογραφίες συνήθως είναι ο τρίτος, εκείνος που χρειάζεται να σκεφτεί κάποιος για λίγο προτού τον αναγνωρίσει. Δίπλα στον Τζον και στον Ρόμπερτ Κένεντι, ενίοτε ανάμεσά τους, βρίσκεται συχνά-πυκνά ο Τεντ, ο νεότερος γόνος της γενιάς που εδραίωσε την οικογένεια ως κατ’ εξοχήν πολιτική δυναστεία της Αμερικής. Γεννημένος το 1932, 15 χρόνια έπειτα από τον JFK, επτά χρόνια μικρότερος του RFK, ακολουθούσε τους αδελφούς του από απόσταση για να σηκώσει αυτός το λάβαρο μετά τη δολοφονία τους. Η δική του πολιτική συγκρότηση άργησε σχετικά, αποτέλεσμα μιας μακράς εφηβείας ή ίσως μιας εγγενούς επιπολαιότητας που τον χαρακτήριζε ακόμη και στα ώριμα χρόνια του. Τον διέκρινε όμως η ίδια χαρισματική προσωπικότητα των Κένεντι, για πολλούς σαγηνευτική, για ορισμένους απωθητική. Είναι αυτή, μαζί με τη μνήμη μιας άλλης εποχής, πιο αισιόδοξης και πιο γόνιμης, που τον κάνει να επανέρχεται τώρα στην επικαιρότητα. Δύο βιογραφίες που κυκλοφόρησαν στα τέλη του 2022 («Ted Kennedy: A Life» του Τζον Α. Φάρελ, εκδ. Penguin· «Against the Wind: Edward Kennedy and the Rise of Conservatism, 1976-2009» του Νιλ Γκάμπλερ, εκδ. Crown) θυμίζουν τη διαδρομή και τις τραγωδίες που σημάδεψαν τη ζωή του.
«Cadillac Eddie»
Τελευταίος των εννέα τέκνων του Τζόζεφ και της Ρόουζ Κένεντι, ο Εντουαρντ Μουρ («Τεντ» για τους φίλους) βρισκόταν τόσο χαμηλά στην οικογενειακή ιεραρχία ώστε να αποφύγει το βάρος των προσδοκιών που σήκωναν οι μεγαλύτεροι. Οι φιλοδοξίες του πατριάρχη ήθελαν πρόεδρο τον Τζοζεφ τον Νεότερο και, όταν εκείνος σκοτώθηκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτές μετακυλίστηκαν στον Τζον. Ο Ρόμπερτ ήταν το alter ego του μεγαλύτερου αδελφού του. Τον Τεντ μπορούσαν να τον παραχαϊδέψουν και στη συνέχεια να τον «παρκάρουν» ως οικότροφο σε διάφορα σχολεία, όπως και συνέβη. «Θερμός, παιχνιδιάρης, αγαπούσε τα σκυλιά, τα τραγούδια και τις σκανταλιές» σημειώνει ο Τζον Φάρελ. Ηταν έξυπνος, αλλά κανείς δεν περίμενε από αυτόν να γίνει διανοούμενος: ο Τζον, αστειευόμενος, έλεγε ότι ήταν ένας «χαρούμενος αγράμματος». Παρά το γεγονός, όμως, ότι εθεωρείτο ο κωμικός της παρέας, αυτό δεν σήμαινε ότι δεν αισθανόταν την πίεση που εκπορευόταν από τον πατέρα και κάτω. «Το μειονέκτημά μου ήταν ότι πάντοτε συγκρινόμουν με αδελφούς που διακρίνονταν για τις κατά πολύ υπέρτερες ικανότητές τους» σχολίαζε ο ίδιος αργότερα. Για να τους συναγωνιστεί χρειαζόταν εντατική προετοιμασία και ασταμάτητη προσπάθεια. Ως προς το καθημερινό παιχνίδι, τις πανεπιστημιακές επιδόσεις, την επαγγελματική αποκατάσταση, το περιβάλλον των Κένεντι ήταν δαρβίνειο. Μαζί με τους ακατάλυτους δεσμούς μεταξύ τους παρήγαγε έναν σαγηνευτικό συνδυασμό. Η Τζάκλιν Κένεντι θα το περιέγραφε εύστοχα λέγοντας «αυτοί ήταν σαν ανθρακούχο νερό, οι άλλες οικογένειες ήταν άγευστες».
Ενίοτε, ωστόσο, η ανάγκη να αρθεί στο ύψος των τριών αδελφών του οδηγούσε τον Τεντ σε απερίσκεπτες επιλογές. Τέταρτος κατά σειρά Κένεντι που θα φοιτούσε στο Χάρβαρντ, το 1950, δεν κέρδισε το προνόμιο με βάση τις ακαδημαϊκές του προοπτικές αλλά εξαιτίας της πατρικής επιρροής. Κάθε τάξη είχε διάφορους τέτοιους γόνους, γνωστούς στο πανεπιστήμιο ως «οι τζέντλεμεν» ή «οι επί πληρωμή φιλοξενούμενοι». Ο Τεντ αρχικά βάλθηκε να διακριθεί στο αμερικανικό ποδόσφαιρο. Για να διατηρήσει όμως τη θέση του στην ομάδα χρειαζόταν ικανοποιητικούς βαθμούς στα υπόλοιπα μαθήματα. Προς το τέλος του πρώτου έτους άρχισε να τον προβληματίζει το ζήτημα των Iσπανικών. Αντί να επικεντρωθεί στη μελέτη, βρήκε μια καλύτερη λύση: θα τον αντικαθιστούσε στην εξέταση ο γλωσσομαθής φίλος του, Γουίλιαμ Φρέιτ. Ο αντικαταστάτης, όμως, πιάστηκε και ο νεαρός Κένεντι τέθηκε εκτός Χάρβαρντ για δύο χρόνια. Εξαλλος, ο Τζόζεφ είπε στον γιο του προφητικά: «Κάποιοι τα κάνουν θάλασσα στη ζωή τους χωρίς επιπτώσεις. Εσύ δεν είσαι από αυτούς». Εξιλεώθηκε με τη στρατιωτική του θητεία υπηρετώντας στις αμερικανικές δυνάμεις στην Ευρώπη. Δεν απέκτησε εκεί την επιθυμητή πειθαρχία. Μετά την επιστροφή του διακρινόταν για την ταχύτητα με την οποία οδηγούσε τα αυτοκίνητα και άλλαζε τις συντρόφους – έγινε γνωστός με το προσωνύμιο «Κάντιλακ Εντι». Αποφοιτώντας από το Χάρβαρντ το 1956 οι βαθμοί δεν έφταναν το απαιτούμενο όριο για να γίνει δεκτός στην υψηλού κύρους Nομική Σχολή του. Αρκέστηκε σε εκείνη του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια, όπου πάντως είχε φοιτήσει και ο Ρόμπερτ. Περισσότερο και από τις γνώσεις ήταν η ώρα των επαγγελματικών επιλογών. Ο Τζον ήταν γερουσιαστής και το όνομά του ακουγόταν ήδη για την αντιπροεδρία, ο Μπομπ είχε αναλάβει τον οργανωτικό ρόλο των εκστρατειών του. Ταυτόχρονα με την 20χρονη Τζόαν Μπένετ ο Τεντ γοητεύθηκε από την πολιτική. Θα παντρευόταν την πρώτη το 1958, με τη δεύτερη θα δενόταν από την εκλογή του ως γερουσιαστή το 1962 έως τον θάνατό του.
Τρεις θάνατοι και μία καταδικασμένη υποψηφιότητα
Η Γερουσία εκείνης της εποχής κατά τον Τζον Φάρελ αποτελείτο από «ηλικιωμένους πότες μπέρμπον που διέσχιζαν την αίθουσα με βήμα ερπετού και απευθύνονταν ο ένας στον άλλον με μελίρρυτες διαχύσεις». Για έναν τριαντάχρονο οι συμμαχίες, οι αντιπαραθέσεις, οι μηχανορραφίες και οι συμβιβασμοί που θα συνάπτονταν σε αυτό το στατικό περιβάλλον πιθανότατα δεν εξέφραζαν την ιδανική όψη της πολιτικής. Ο Τεντ Κένεντι ίσως να μη σχεδίαζε το μέλλον του με αυτή την προοπτική, τρεις τραγωδίες όμως τον ανάγκασαν να την αποδεχθεί. Στις 22 Νοεμβρίου 1963, με το τηλεφωνικό δίκτυο της Ουάσιγκτον να έχει καταρρεύσει λόγω βλάβης, βρέθηκε να χτυπάει απεγνωσμένα πόρτες αναζητώντας μια συσκευή που να λειτουργεί για να μάθει λεπτομέρειες για τους πυροβολισμούς που λεγόταν ότι είχε δεχθεί ο πρόεδρος στο Ντάλας. Και στις 6 Ιουνίου 1968, μετά τη δολοφονία του υποψηφίου για το χρίσμα των Δημοκρατικών Ρόμπερτ Κένεντι στο ξενοδοχείο Ambassador στο Λος Αντζελες, βρέθηκε ξαφνικά να ηγείται εκείνος της οικογένειας. Εχοντας γίνει σχεδόν αχώριστος με τον μεγαλύτερο αδελφό του κατά την πενταετία μετά τον θάνατο του Τζον, ο Τεντ κατέρρευσε ψυχολογικά. Εξ ου και δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα των Δημοκρατικών να μπει στο ψηφοδέλτιο ως αντιπρόεδρος. Εκ των υστέρων, αν αποδεχόταν να είναι ο συνυποψήφιος του Χιούμπερτ Χάμφρεϊ, ίσως η εκλογή του Ρίτσαρντ Νίξον στην προεδρία να είχε αποφευχθεί. Και κατά πάσα πιθανότητα θα είχε αποφευχθεί και το γεγονός που στιγμάτισε τον ίδιο ηθικά έναν χρόνο αργότερα.
«Μετά τον θάνατο του Μπόμπι προσπαθούσα να αφήσω το σκοτάδι πίσω μου. (…) Οδηγούσα γρήγορα. (…) Και έσπρωχνα τις αντοχές μου για αλκοόλ στα όρια» παραδεχόταν αργότερα. Γυναίκες όπως η Χέλγκα Γουάγκνερ, καλλιτέχνις, αθλήτρια, πιλότος ελικοπτέρων, περνούσαν από τη ζωή του αδιάκοπα. Στις 18 Ιουλίου 1969 έξι νεαρές κοπέλες από την ομάδα των πολιτικών συμβούλων του Ρόμπερτ Κένεντι βρέθηκαν στο νησί Μάρθας Βίνγιαρντ της Μασαχουσέτης, προσκεκλημένες του πρώην επιτελάρχη του Μπομπ και εξαδέλφου του Τεντ, Τζόζεφ Γκάργκαν, για ένα Σαββατοκύριακο αναψυχής και ανάμνησης. Αργά το βράδυ της 18ης Ιουλίου, μία από αυτές, η Μέρι Τζο Κοπέτσνι, και ο Κένεντι έφυγαν από την παραλία του μικρότερου νησιού Τσαπακουίντικ, όπου διασκέδαζαν, για να προλάβουν το τελευταίο φέρι μποτ που θα τους περνούσε στο Μάρθας Βίνγιαρντ. Εχοντας πιει δύο ή τρία ποτά, ο Τεντ Κένεντι έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου, το οποίο ξέφυγε από την πορεία του πάνω σε μια γέφυρα χωρίς προστατευτικά και έπεσε στο νερό. Εκείνος κατόρθωσε να βγει από το αμάξι, εκείνη όχι. Ούτε ο ίδιος ούτε κανείς άλλος μπόρεσαν ποτέ να εξηγήσουν ικανοποιητικά το γιατί ειδοποίησε με καθυστέρηση τον Γκάργκαν και τον κοινό φίλο τους Λούις Μάρκαμ που βούτηξαν μόνοι τους στα σκοτεινά νερά προσπαθώντας να σώσουν τη Μέρι Τζο ή γιατί προσήλθε στο τοπικό αστυνομικό τμήμα προκειμένου να δηλώσει το ατύχημα έπειτα από εννέα ώρες. Γνώριζε ότι ήταν μεθυσμένος και περίμενε να μειωθεί το επίπεδο του αλκοόλ στο αίμα του προτού εμφανιστεί; Βρισκόταν σε σύγχυση εξαιτίας της διάσεισης που είχε υποστεί; Είχε πανικοβληθεί διαβλέποντας την καταστροφή της σταδιοδρομίας του; Σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις είπε στους Γκάργκαν και Μάρκαμ ότι θα ισχυριζόταν πως οδηγούσε η Μέρι Τζο προτού τελικά πει την αλήθεια ενώπιον των αστυνομικών. Στις 25 Ιουλίου το δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του ατυχήματος καταδικάζοντάς τον στην ελαφρύτερη προβλεπόμενη ποινή, δύο μήνες φυλάκισης με αναστολή. Η δίκη κράτησε μόλις εννέα λεπτά.
Η προφητεία του Τζόζεφ Κένεντι εκπληρώθηκε: ο Τεντ δεν θα γλίτωνε χωρίς επιπτώσεις. Για πολλούς η στάση του θεωρήθηκε υποκριτική, εκείνη ενός πλουσιόπαιδου που επιχείρησε να αποφύγει τις ευθύνες του. Για άλλους σήμανε το τέλος της ηθικής ανωτερότητας του φιλελευθερισμού: «Mας πήρε όλους μαζί του πέφτοντας από εκείνη τη γέφυρα» παρατηρούσε ο Γουόλτερ Μοντέιλ, υποψήφιος για την προεδρία το 1984, «γιατί εκείνος ήταν ο αστέρας μας». Για τον ίδιο το κόστος ήταν δυσβάσταχτο, τόσο προσωπικά όσο και οικογενειακά. Το νέο επηρέασε την ήδη επιβαρυμένη υγεία του πατέρα του, ο οποίος πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 1969, ενώ επιδείνωσε την κατάσταση της συζύγου του, Τζόαν, που πάλευε με τον αλκοολισμό. Ο ίδιος δεν θα κατέβαλλε τους προσωπικούς του δαίμονες παρά το 1992, όταν έχοντας χωρίσει πια με την Μπένετ και βιώνοντας παρατεταμένα αλκοολικά επεισόδια, θα παντρευόταν τη δικηγόρο, ακτιβίστρια και διπλωμάτη Βικτόρια Ρέτζι. Σιωπηρά, το δεύτερο μισό της ζωής του θα ήταν μια απόπειρα να αναστηλώσει το κύρος του και να εξιλεωθεί για τον θάνατο της Μέρι Τζο Κοπέτσνι.
Ο Νιλ Γκάμπλερ υποστηρίζει στο «Against the Wind», δεύτερο μέρος της δίτομης βιογραφίας του, ότι ο δρόμος για την εξιλέωση ήταν η πορεία του «κόντρα στον άνεμο» του ανερχόμενου συντηρητισμού. Ο Ρίτσαρντ Νίξον φοβόταν τόσο μια ενδεχόμενη αναζωπύρωση της αύρας των Κένεντι ώστε αναζητούσε επίμονα νέα σκάνδαλα, κυρίως δικά του, αλλά και άλλων κορυφαίων Δημοκρατικών, οδηγώντας τους «υδραυλικούς» στην επιχείρηση τοποθέτησης κοριών στο κτίριο Γουότεργκεϊτ το 1972 – και τελικά στη δική του πτώση. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Τεντ προώθησε πλήθος νομοθετικών πρωτοβουλιών για τη μείωση των τιμών των αεροπορικών εισιτηρίων, τη μετανάστευση, τα πολιτικά δικαιώματα, την ψήφο των μειονοτήτων, τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, τον έλεγχο του πολιτικού χρήματος, την κυβερνητική διαφάνεια, τον κατώτατο μισθό, το ασφαλιστικό σύστημα, την παιδεία, την υγεία. Η αναμενόμενη υποψηφιότητα για την προεδρία ήρθε αργά, το 1980, σε μια στιγμή που το πολιτικό εκκρεμές στρεφόταν δεξιά. Μην μπορώντας να ξεπεράσει τον πρόεδρο Κάρτερ για το χρίσμα των Δημοκρατικών, ο Κένεντι αρκέστηκε στη σκιώδη ηγεσία του κόμματος. Ο «λέων της Γερουσίας» ήταν πραγματιστής αλλά και φλογερός ρήτορας, ταυτόχρονα: «Το επιχείρημα αναπτύσσεται, το πρόσωπο κοκκινίζει, η φωνή δυναμώνει και φτάνει σε ένα κρεσέντο που θυμίζει εκκλησιαστικό κήρυγμα, ασχέτως του πόσο ταπεινό είναι το ζήτημα», κατά την περιγραφή του Μπαράκ Ομπάμα. «Εχει χώρο στο τρένο σου για έναν γέρο;» τον ρώτησε εκείνος τον Ιανουάριο του 2008, όταν η στήριξή του θα αποδεικνυόταν κομβική στη νίκη του επί της Χίλαρι Κλίντον για το χρίσμα των Δημοκρατικών. Ακόμη και όταν διαγνώστηκε με καρκίνο του εγκεφάλου το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς δεν αποσύρθηκε από την προεκλογική εκστρατεία. Και πριν από τον θάνατό του σε ηλικία 77 ετών στις 25 Αυγούστου 2009, ο τελευταίος της παλιάς φρουράς των Κένεντι πρόλαβε να δει να μπαίνει στην τελική ευθεία ένα όραμα δεκαετιών, το νομοσχέδιο για την επέκταση της ασφαλιστικής κάλυψης των Αμερικανών: όπως συνήθιζε συχνά να λέει, «το όνειρο συνεχίζεται».