Κάτι λιγότερο από ένας μήνας απομένει μέχρι να ολοκληρωθεί η πιο σύντομη προεκλογική εκστρατεία των τελευταίων δεκαετιών στις ΗΠΑ, καθώς οι αμερικανοί πολίτες θα κληθούν την Τρίτη 5 Νοεμβρίου να εκλέξουν τον ή την 47ο/η πρόεδρο της χώρας.

Ανατρεπτικά ντιμπέιτ, διαμάχες στις οποίες λαμβάνουν μέρος αστέρες της βιομηχανίας του θεάματος καθώς και μερικοί από τους πιο πλούσιους ανθρώπους του πλανήτη (μερικές φορές αυτά τα δύο ταυτίζονται), απόπειρες δολοφονίας κατά του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου, σκάνδαλα, καταστροφικoί τυφώνες, και όλα αυτά ενώ η ανθρωπότητα παρακολουθεί δύο ολέθριους πολέμους (σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή) να μαίνονται – αμφότεροι ξεκίνησαν στην τετραετία Μπάιντεν –, χωρίς να διαφαίνεται κάποια ελπίδα για κατάπαυση του πυρός. Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το πλαίσιο της ιστορικής αναμέτρησης μεταξύ του 78χρονου Ντόναλντ Τραμπ και της 59χρονης Κάμαλα Χάρις.

Οι δύο υποψήφιοι είναι σχεδόν ισοδύναμοι στις δημοσκοπήσεις (το BBC δίνει ένα μικρό προβάδισμα της τάξεως του 3% στην Κάμαλα Χάρις – 39% έναντι 36% που δίνεται στον Τραμπ). Οι πολίτες γνωρίζουν πολύ καλά τη φιλοσοφία και τις πολιτικές απόψεις αμφοτέρων των υποψηφίων σε μια σειρά από θέματα, καθώς έχουν υπάρξει βασικοί πυλώνες των δύο τελευταίων κυβερνήσεων, με τον Ντόναλντ Τραμπ να έχει υπηρετήσει ως πρόεδρος από το 2017 ως τον Ιανουάριο του 2021 και την εν ενεργεία αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις να έχει αναλάβει από τον Ιανουάριο του 2021, υποστηρίζοντας απολύτως τις πολιτικές αποφάσεις του σημερινού προέδρου, Τζο Μπάιντεν.

Τουλάχιστον αυτά είναι τα συμπεράσματα που εξάγουμε παρακολουθώντας εξ αποστάσεως τα πολιτικά γεγονότα να εκτυλίσσονται. Πώς όμως τα βιώνουν από πρώτο χέρι οι πολίτες στις ΗΠΑ; Αισθάνονται την ίδια πόλωση που στην αμερικανική κοινωνία ξεκίνησε από την πρώτη εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ το φθινόπωρο του 2016; Ποιοι είναι οι παράγοντες που βαραίνουν περισσότερο στη δική τους συνείδηση ώστε να στηρίξουν κάποιον από τους δύο διεκδικητές του Οβάλ Γραφείου; Μιλήσαμε με Ελληνες που μένουν στις ΗΠΑ και μας δίνουν τη δική τους οπτική γωνία.

Κοινωνικά ζητήματα έναντι οικονομίας

Τα λεγόμενα «κοινωνικά ζητήματα» πάντοτε διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην πρόθεση ψήφου των Αμερικανών, οι περισσότεροι όμως υποστηρίζουν ότι στην κάλπη το λεγόμενο «bottom line» – δηλαδή η οικονομία – καθορίζει την τελική ψήφο (διαχρονικό άλλωστε το σύνθημα «It’s the economy, stupid!»). Τουλάχιστον αυτό υποστήριξε ο Δημήτρης Ρομποτής, δημοσιογράφος και εκδότης τα τελευταία 19 χρόνια του περιοδικού «ΝΕΟ», με έδρα τη Νέα Υόρκη, όταν ρωτήθηκε ποιο είναι το σημαντικότερο ζήτημα για τους Αμερικανούς: «Η τσέπη των πολιτών, όπως και στην Ελλάδα. Ολα τα άλλα έπονται.

Η ζωή έχει γίνει εξαιρετικά δύσκολη για τους φτωχούς και τους μικρομεσαίους. Η πληρωμή του ενοικίου κάθε μήνα ή της δόσης για το στεγαστικό δάνειο είναι μια οδυνηρή πρόκληση. Αφήστε το σουπερμάρκετ, που μοιάζει πλέον κοσμηματοπωλείο. Επίσης η δημόσια ασφάλεια. Τα πράγματα, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις, είναι λίαν προβληματικά. Τα υπόλοιπα είναι δευτερεύοντα και τριτεύοντα. Ο κόσμος δεν μπορεί να ζήσει και είμαι σίγουρος ότι εσείς στην Ελλάδα μπορείτε να αντιληφθείτε τι σημαίνει αυτό. Καλές οι ιδέες, οι θρησκείες, οι φιλοσοφίες, οι θεωρίες, οι ιδεολογίες, αλλά ο μέσος πολίτης ενδιαφέρεται πρωτίστως για το πώς θα τα βγάλει πέρα».

Σε λίγο διαφορετικό μήκος κύματος, η δρ Εύα Ζαρκαδούλα, ερευνήτρια στο Εθνικό Εργαστήριο του Οουκ Ριτζ (ORNL) στο Τενεσί, με αντικείμενο την Υπολογιστική Επιστήμη Υλικών, που έχει άμεση σχέση με τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας. Για την ίδια, παρόλο που αναγνωρίζει ότι η οικονομία και η ακρίβεια είναι ένας καθοριστικός παράγοντας για όλους, έχουν μεγάλη σημασία τα κοινωνικά ζητήματα:

«Προσωπικά, με ενδιαφέρουν θέματα, μέσα σε όλα τα άλλα, που έχουν να κάνουν με τη διαφορετικότητα, τη συμπερίληψη και την ισότητα. Να καταλαβαίνουμε τους άλλους ανθρώπους και να είμαστε δίκαιοι.

Οταν ήταν ο Τραμπ πρόεδρος, υπήρξε εντολή να απαγορευτεί το diversity training και τότε ήμουν, όπως και τώρα, αναμεμειγμένη με το «employee resource group» που αφορούσε τις γυναίκες (εθελοντικές ομάδες υπό την ηγεσία των εργαζομένων, στόχος των οποίων είναι να προωθήσουν έναν εργασιακό χώρο αποδοχής και ενθάρρυνσης της διαφορετικότητας), οπότε δεν μου άρεσε αυτό. Ενα άλλο σημείο που με είχε προβληματίσει ήταν η ανατροπή της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, γνωστής ως «Roe v. Wade», για τις αμβλώσεις.

Προερχόμενη από μια οικογένεια μεσαίας τάξης, υποστηρίζω τη μεσαία τάξη, την εύκολη πρόσβαση στην περίθαλψη και την παιδεία, καθώς και τη φορολόγηση των πλούσιων. Αυτά που πιστεύω ταιριάζουν πιο πολύ με όσα πρεσβεύει η Χάρις και ξέρω ότι υποστηρίζει τις αποφάσεις των γυναικών για την ιατρική τους φροντίδα, αλλά και είναι υπέρμαχος των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας».

Η δρ Ζαρκαδούλα έχει και έναν επιπλέον λόγο να γέρνει προς την κυβέρνηση Μπάιντεν, καθώς όπως λέει: «Επειδή είμαστε κρατικός οργανισμός, η χρηματοδότηση των προγραμμάτων έρευνας θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των εκλογών και η κάθε κυβέρνηση έχει τη δική της ατζέντα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε κάνει πιο πολλές επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε σχέση με εκείνη του Τραμπ. Βέβαια τα προγράμματα που «τρέχουν» τώρα θα συνεχίσουν για κάποιο διάστημα ό,τι  κι αν γίνει, αλλά σίγουρα θα αλλάξουν το budget και οι εγκρίσεις».

Αυτό είναι κάτι που θεωρεί λάθος από την πλευρά του ο Ντίνος Σιαμάς, πρώην καθηγητής Ιστορίας με πτυχία στην Ψυχολογία και τις Πολιτικές Επιστήμες, ο οποίος έχει διδάξει και Οικονομία και τώρα δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στη Νέα Υόρκη σε διάφορους τομείς: «Αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι την οικονομία την κινεί η ενέργεια, το πετρέλαιο. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ακύρωσε τις περισσότερες νέες και υπάρχουσες ομοσπονδιακές μισθώσεις γης για εξερεύνηση πετρελαίου και αυτό είχε σχεδόν άμεση επίδραση στις τιμές του μαύρου χρυσού, καθώς οι αγορές ανταποκρίνονται στις εκάστοτε πολιτικές. Αντίθετα, επένδυσε σε ανανεώσιμες πηγές, όπως είναι οι ανεμογεννήτριες – ένα θέμα που απασχολεί πολύ και την Ελλάδα, με αρνητικές συνέπειες για το φυσικό τοπίο.

Οι ακυρώσεις των µισθώσεων ανέβασαν τις τιμές και έτσι το ακριβότερο πετρέλαιο συμπαρέσυρε και τα υπόλοιπα αγαθά. Ανέβηκε ο πληθωρισμός. Οσο ήταν πρόεδρος ο Τραμπ, για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία μας εξάγαμε περισσότερο πετρέλαιο από όσο εισάγαμε και άρα ήμασταν «ενεργειακά ανεξάρτητοι» και ο πληθωρισμός έφτασε μέχρι και το 1,4% (μέσος όρος 1,9%), με τον Μπάιντεν κάποια στιγμή άγγιξε και το 9,1% (μέσος όρος 5,2%).

Βέβαια έπαιξαν ρόλο και οι πόλεμοι και εδώ να τονίσω ότι στη διάρκεια της θητείας του Τραμπ δεν ξεκίνησε ούτε ένας πόλεμος, αντίθετα, μέσα σε πολλά άλλα, είχε συμβάλει στη δημιουργία σχέσεων ειρήνης ανάμεσα στο Ισραήλ και τέσσερα αραβικά κράτη με τα λεγόμενα «Abraham Accords». Παράλληλα, είχε περιορίσει και το Ιράν, αλλά και την Κίνα. Υποστήριξε την επιβολή φορολόγησης των εισαγόμενων προϊόντων στις ΗΠΑ και άλλα πολλά».

Ο κ. Σιαμάς αναφέρεται και στα κοινωνικά ζητήματα και ειδικά σε εκείνα που αφορούν τα τρανς άτομα. Υποστηρίζει το δικαίωμά τους να αυτοπροσδιορίζονται όπως θέλουν, αλλά ότι αυτό αφορά μια πολύ μικρή μειονότητα των πολιτών, ενώ η λεγόμενη «προοδευτική ελίτ» το έχει αναγάγει σε μείζον ζήτημα: «Εχω πτυχίο Ψυχολογίας και έχω μελετήσει το «gender dysphoria». Θεωρώ ότι είναι αδύνατον για έναν άνδρα να ξέρει ακριβώς πώς είναι να είσαι γυναίκα βιολογικά, με όλες τις σωματικές ιδιαιτερότητες, όπως και οι γυναίκες δεν ξέρουν πώς είναι να είσαι άνδρας, αλλά δεν με πειράζει καθόλου να προσφωνώ τον καθένα όπως θέλει.

Και θα το κάνω. Δεν σημαίνει ότι συμφωνώ. Το ίδιο νομίζω ότι αισθάνεται και η πλειονότητα των ανθρώπων. Oπωσδήποτε είμαι κατά της μετάβασης φύλου σε ανήλικους. Το πρόβλημα προκύπτει με την υπερβολή και την επιβολή μιας ρητορικής στο κοινωνικό σύνολο. Οκτώ χρόνια πριν, αν έψαχνες στο Google, περίπου 700.000 άνθρωποι στις ΗΠΑ ένιωθαν δυσφορία φύλου και 200.000 είχαν προχωρήσει σε επέμβαση.

Τώρα ο πρώτος αριθμός έχει φτάσει περίπου τα 1,5 εκατομμύρια. Ολοι αυτοί οι αριθµοί αντιπροσωπεύουν ένα ποσοστό του πληθυσµού µικρότερο του 1%. Αρα η αριστερή ελίτ θέλει να κανονικοποιήσει κάτι που είναι πραγματικά εξαιρετικά σπάνιο. Οσο για τις αμβλώσεις, είμαι υπέρ τού να αποφασίζουν οι γυναίκες, παρόλο που προσωπικά θεωρώ ότι είναι λάθος. Οι Δημοκρατικοί είχαν πολλές ευκαιρίες να θεσπίσουν εθνικό νόμο που να νομιμοποιεί τις αμβλώσεις και δεν το έκαναν γιατί δεν τους συμφέρει να φύγει το ζήτημα από την ατζέντα, καθώς μετά δεν θα έχουν κανένα κοινωνικό θέμα που να τους δίνει ψήφους».

Η Χάρις ως αντιπρόεδρος

Για μια κακή θητεία της Κάμαλα Χάρις κάνουν λόγο ο Ντίνος Σιαμάς και ο Δημήτρης Ρομποτής, με τον πρώτο να υποστηρίζει πως «ήταν η λιγότερο δημοφιλής αντιπρόεδρος στην Ιστορία από τότε που άρχισαν να διενεργούνται δημοσκοπήσεις και η δημοτικότητά της ανέβηκε με την υποψηφιότητα», ενώ ο δεύτερος την αποκαλεί «εντελώς άχρωμη και άοσμη, παρόλο που οι φυσικές αδυναμίες του Μπάιντεν τής άφηναν μεγάλο περιθώριο να βγει μπροστά».

Κατά τα άλλα, τη θεωρεί πολύ αξιόλογη και ικανή, αλλά όχι για πρόεδρο: «Δεν ήξερε πώς να κινηθεί και αμφιβάλλω αν ξέρει τώρα. Στην ερώτησή σας αν μπορεί να κερδίσει, η απάντηση είναι ναι, κατηγορηματικώς. Εδωσε νέα πνοή στην τελειωμένη υποψηφιότητα των Δημοκρατικών και ήδη κινητοποιεί μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού, γυναίκες, Αφροαμερικανούς κ.λπ. Το θέμα όμως είναι αν θα μπορέσει να τους κατεβάσει στην κάλπη, γιατί πολλοί φωνάζουν, αλλά περισσότεροι δεν ψηφίζουν».

Η δρ Ζαρκαδούλα, από την άλλη, δεν τη θεωρεί «απούσα» αντιπρόεδρο: «Νομίζω ότι ο ρόλος του αντιπροέδρου είναι να υποστηρίζει τον πρόεδρο και δεν μπορεί να έχει την ίδια έκθεση. Φρόντιζαν διαφορετικά πράγματα και θεωρώ ότι ήταν σπουδαίο που είχαμε μια μαύρη γυναίκα σε αυτό το πόστο, όπως και θέλω να ζήσω ως ιστορικό γεγονός το να γίνει πρόεδρος μια «diverse» γυναίκα, μορφωμένη, που ξέρει τους νόμους, που είναι χρόνια στην πολιτική σκηνή, κόρη μεταναστών και black Indian-American. Δεν θα την υποστήριζα όμως αν δεν ήταν παράλληλα και ικανή για τη θέση.

Οσο για τον Μπάιντεν, παρά το ομολογουμένως κακό ντιμπέιτ, δεν πιστεύω ότι αυτό ακυρώνει όλη του την πορεία ως πολιτικού και όσα έχει κάνει. Και ο Τραμπ έχει την ίδια ηλικία με τον Μπάιντεν και έχει και όλες τις περιπέτειες με τον νόμο. Κανείς δεν ασχολείται με αυτό. Τουλάχιστον προς το παρόν».

Οι Ελληνοαμερικανοί ψηφίζουν Τραμπ;

O Δημήτρης Ρομποτής θεωρεί άκυρη την ερώτηση: «Ποια ελληνοαμερικανική κοινότητα; Η ελληνόφωνη, η αγγλόφωνη, αυτή από μεικτούς γάμους; Για χρόνια χτυπιέμαι ότι δεν υπάρχει ΜΙΑ ελληνοαμερικανική κοινότητα, αλλά πολλές!

Πρόκειται για εντελώς ανομοιογενή σώματα που δεν πρέπει να στριμώχνονται κάτω από μία ταμπέλα. Κάποια στιγμή και το ελληνικό κράτος θα πρέπει να αντιληφθεί ότι η πραγματικότητα έχει προ πολλού αντικαταστήσει το όποιο όνειρο.

Στην ερώτησή σας, τώρα, οι Ελληνοαμερικανοί και οι «Αμερικανοέλληνες», όσοι έχουν τον χρόνο και τη διάθεση να ασχοληθούν με τα κοινά, καλύπτουν σχετικά ισομερώς το δικομματικό φάσμα. Αντιμετωπίζουν πολλά από τα προβλήματα και τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι υπόλοιποι Αμερικανοί. Και αναλόγως επιλέγουν ποιον θα ψηφίσουν. Είναι μύθος ότι οι περισσότεροι είναι με τον Τραμπ, όπως και παλαιότερα που έλεγαν ότι οι περισσότεροι είναι με τους Δημοκρατικούς. Ποιος, δηλαδή, τους μέτρησε;».

Ο κ. Σιαμάς, από την άλλη, που για αρκετά χρόνια ήταν εγγεγραμμένος Δημοκρατικός – κατάλοιπο από την υποψηφιότητα του Μάικλ Δουκάκη – και ψήφισε το 2008 τον Μπαράκ Ομπάμα, εκτιμά ότι οι Ελληνες, ως λαός, μοιραζόμαστε κάποια κοινά χαρακτηριστικά με τον πρώην πλανητάρχη που μας κάνουν να τον βλέπουμε με συμπάθεια: «Η ελληνική νοοτροπία είναι να τα λες τα πράγματα με όσο το δυνατόν ειλικρινή και ωμό τρόπο. Οταν έρχομαι στην Ελλάδα, βλέπω ανθρώπους να μαλώνουν στον δρόμο, στο σουπερμάρκετ, στις τράπεζες, στο ταχυδρομείο. Κάτι που δεν βλέπω εδώ. Ετσι είναι και ο Τραμπ· λίγο τραχύς, αλλά πρέπει να βλέπεις πέρα από αυτό, δηλαδή το έργο του».

Οι δύο πόλεμοι ως παράγοντας

Αναφερθήκαμε προηγουμένως στην άποψη του κ. Σιαμά για το πώς οι πόλεμοι σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή επηρεάζουν την πολιτική κατάσταση και την ψήφο των Αμερικανών. Η δρ Ζαρκαδούλα σχολιάζει επί του θέματος: «Κανένας υποψήφιος δεν θα κάνει κάτι διαφορετικό. Η δική μου αίσθηση είναι ότι ο κόσμος δεν ασχολείται και αρκείται σε μεροληπτικά μέσα για την ενημέρωσή του.

Οι υποψήφιοι θα μπορούσαν να προτείνουν καλύτερες λύσεις και να έχουν καλύτερη στάση. Ο πόλεμος με την Ουκρανία είναι σαν να μην υπάρχει, ακόμη και πριν από τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Είχε πάει στο περιθώριο. Και τώρα στη Μέση Ανατολή είναι σαν να ξεκινάει η ιστορία από την επίθεση της Χαμάς, η οποία φυσικά και είναι τρομοκρατική, αλλά αντιμετωπίζουμε το θέμα σαν να ξεκίνησε πέρυσι στις 7 Οκτωβρίου και να μην υπήρχε παρελθόν. Είναι μια πολύ επιφανειακή αντιμετώπιση. Με απογοήτευσαν αυτά που είπε και στο ντιμπέιτ και στο Εθνικό Δημοκρατικό Συνέδριο η Χάρις. Ειδικά στο δεύτερο. Είναι πολύ στενόχωρο και δεν δίνει καμία ελπίδα για επίλυση. Επίσης, έχουν ακριβύνει τα πάντα, ο πληθωρισμός ανεβαίνει χρόνο με τον χρόνο».

Απογοητευμένος είναι και ο κ. Ρομποτής με το θέμα: «Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή, αλλά και στην Ουκρανία, αποδεικνύει με τραγικό τρόπο την έλλειψη αμερικανικής ηγεσίας στον κόσμο. Δεν μας παίρνουν πλέον σοβαρά και αυτό έχει ήδη διαφανεί σε πάμπολλες περιπτώσεις.

Η αμερικανική κυβέρνηση δεν φαίνεται να είναι σε θέση να «μαζέψει» ούτε φίλους ούτε εχθρούς. Και αν εκλεγεί η Κάμαλα, εφόσον ουσιαστικά αποτελεί συνέχεια της παρούσας κατάστασης, θα της πάρει πολύ χρόνο να αναστρέψει αυτή την πορεία, αν μπορεί και αν θέλει. Χώρια που θα σκέπτεται την επανεκλογή της. Ο Τραμπ δεν έχει τέτοια προβλήματα. Είναι βετεράνος επιχειρηματίας, ψάχνει αποτελέσματα και μάλιστα άμεσα, θέλει λύσεις και όχι θεωρίες. Αυτό που χρειάζονται οι ΗΠΑ και ο κόσμος δηλαδή».

Τα προγνωστικά

O κ. Σιαμάς θεωρεί ότι αν διεξαχθεί μια δίκαιη εκλογική διαδικασία θα κερδίσει ο Ντόναλντ Τραμπ στις επικείμενες εκλογές: «Είναι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας, υπέρμαχος της «κοινής λογικής», σε αντίθεση με τους Δημοκρατικούς που έχουν φτάσει σε ακρότητες τα τελευταία οκτώ χρόνια. Εκανε όλα όσα υποσχέθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του, εκτός από το τείχος, το οποίο ξεκίνησε αλλά δεν ολοκλήρωσε, κάτι που υποστηρίζω, γιατί πρέπει να υπάρχουν διακριτά σύνορα ανάμεσα στις χώρες. Οι γονείς μου αναγκάστηκαν να περιμένουν πέντε χρόνια ο καθένας για να έρθουν νομίμως στις ΗΠΑ, δεν είναι δίκαιο για εκείνους να μην κάνουν όλοι το ίδιο».

«Εχω την αίσθηση ότι από τη στιγμή που η Χάρις αντικατέστησε τον Μπάιντεν, τα αποτελέσματα δεν ήταν τόσο βέβαια όσο μερικοί τα θεωρούσαν πριν», μας δίνει τη δική της άποψη η δρ Ζαρκαδούλα και συνεχίζει: «Αν και στο ερευνητικό κέντρο δεν µιλάµε για πολιτική, η αίσθηση από το προσωπικό µου περιβάλλον είναι ότι υπάρχει κάποια ελπίδα ότι θα βγει η Χάρις. Οι διαμάχες είναι ακόμη έντονες και μάλιστα οι καλλιτέχνες που υποστηρίζουν υποψηφίους είναι στο μάτι του κυκλώνα. Δεν ξέρω αν είδατε που κάποιος αγόρασε την κιθάρα της Τέιλορ Σουίφτ σε μια δημοπρασία για 4.000 δολάρια μόνο και μόνο για να τη σπάσει. Είναι και ο μισογυνισμός ένας παράγοντας βέβαια, καθώς μια επιτυχημένη γυναίκα που ζει τη ζωή της όπως θέλει και λέει αυτά που πιστεύει προκαλεί αντιδράσεις. Αν και το Τενεσί είναι παραδοσιακά Ρεπουμπλικανική Πολιτεία, οπότε δεν ελπίζω ότι κάτι θα αλλάξει εδώ, έχω πίστη για την υπόλοιπη χώρα».

Σε μια ανάλυση για το γιατί είναι καλύτερο να κερδίσει ο Τραμπ προβαίνει ο κ. Ρομποτής, λέγοντας: «Οι Δημοκρατικοί έχουν γίνει σαν το ΠαΣοΚ της δεκαετίας του ’80 και των αρχών του ’90. Πρόκειται για καθεστώς, για ένα κατεστημένο που βασίζεται εν πολλοίς σε μετρίους, ημιμαθείς ανθρώπους, ιδεολογικά ορμώμενους, υποτίθεται, άσχετα που δεν έχουν ιδέα περί οποιασδήποτε ιδεολογίας.

Εχουν διαβρώσει πλήρως τον κρατικό μηχανισμό, με αποτέλεσμα να μη δουλεύει τίποτα! Επί προεδρίας Μπάιντεν η αποσύνθεση επιταχύνθηκε. Ενώ ο πρόεδρος είναι ένας πολύ ικανός άνθρωπος και βαθύς γνώστης της πολιτικής, η ηλικία και η κατάσταση της υγείας του αποτέλεσε τροχοπέδη. Ο Τραμπ στην πρώτη τετραετία κατάφερε να ταράξει κάπως τα λιμνάζοντα νερά και είναι αυτός ο κυριότερος λόγος που αντιμετωπίζεται με τόσο μίσος από αυτό το σινάφι. Λένε και ξαναλένε για τους «ημιάγριους» σκληροπυρηνικούς οπαδούς του, αλλά δύο – που τουλάχιστον ξέρουμε – απόπειρες δολοφονίας έγιναν εναντίον του και δεν κουνήθηκε φύλλο από τους «άγριους» οπαδούς του. Δεν είναι λοιπόν όλα άσπρο-μαύρο».

Και κλείνει με μια αναφορά για τα ελληνικά ζητήματα: «Η Ελλάδα δεν πρέπει να ανησυχεί, όποιος και να εκλεγεί, γιατί δεν έχει συντεταγμένη εξωτερική πολιτική, διαρκώς κινείται αντιδραστικά και αυτοσχεδιάζει κάκιστα! Και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός να γινόταν πρόεδρος των ΗΠΑ, πάλι θα ήταν κακός για την Ελλάδα, γιατί η χώρα δεν ξέρει τι θέλει.

Να υπενθυμίσω, πάντως, ότι παραδοσιακά οι Δημοκρατικοί ηγέτες έχουν δώσει στην Ελλάδα όμορφα λόγια, πολλές φωτογραφίες, αλλά δεν έκαναν τίποτα ουσιαστικό. Θυμάστε τι έγινε με τα Ιμια; Ο Τραμπ, από την άλλη, έβαλε την Τουρκία στο πακέτο περιοριστικών μέτρων CAATSA και απείλησε τον Ερντογάν ότι θα του κατέστρεφε την οικονομία αν δεν απελευθέρωνε τον πάστορα Μπράνσον. Κατά τα άλλα, είναι φίλοι και αλληλοθαυμάζονται, για τους απλοϊκούς «αναλυτές»».