Αυτή θα ήταν άλλη μία είδηση, ένα μικροσυμβάν του αστυνομικού δελτίου ανάξιο λόγου και προβολής από τα μέσα εθνικής εμβέλειας. Ενας νεαρός Ρομά πέφτει νεκρός από τα πυρά αστυνομικών μέσα στο οικογενειακό αγρόκτημα. Εκεί βρέθηκε όταν καταζητήθηκε επειδή ύστερα από άδεια εξόδου δεν επέστρεψε στη φυλακή (όπου εξέτιε ποινή για κλοπές δίχως χρήση βίας), ένα γεγονός που θεωρήθηκε τόσο βαρύνουσας σημασίας ώστε να επιστρατευτεί μια επίλεκτη και βαριά οπλισμένη αστυνομική μονάδα για να συνετίσει τον παραβατικό άνδρα. Κανείς δεν τιμωρήθηκε για τον θάνατό του, καθώς θεωρήθηκε ότι οι εκπρόσωποι των Αρχών βρίσκονταν σε νόμιμη άμυνα. Θα μπορούσε να έχει συμβεί και στην Ελλάδα, για την ακρίβεια παρόμοια συμβάντα έχουν καταγραφεί και εδώ, με πιο πρόσφατη σχετική περίπτωση εκείνη του 16χρονου Κώστα Φραγκούλη στη Θεσσαλονίκη, αλλά και αλλού στον κόσμο όπου άτομα από εθνοφυλετικές μειονότητες έχουν χάσει τη ζωή τους από χέρι αστυνομικού εν ώρα καταδίωξης ή σύλληψης (βλέπε την περίπτωση Μάικλ Μπράουν στο Φέργκιουσον το 2014, που είχε ως αποτέλεσμα να γεννηθεί το κίνημα Black Lives Matter). Εν προκειμένω το περιστατικό αστυνομικής αυθαιρεσίας συνέβη στη Γαλλία. Αυτό που καθιστά την περίπτωση του νεαρού θύματος ορατή είναι ο Ντιντιέ Φασέν. Ενας γιατρός, κοινωνιολόγος και ανθρωπολόγος, καθηγητής κοινωνικών επιστημών στο Institute for Advanced Study στο Princeton όπως και στην τακτική έδρα «Ηθικά προβλήματα και πολιτικά διακυβεύματα» του Collège de France αλλά και διευθυντής σπουδών στο EHESS (École des hautes études en sciences sociales), ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο για να αποκαταστήσει την αλήθεια γύρω από το όσα συνέβησαν εκείνη την ημέρα, ανταποκρινόµενος στο αίτηµα της αδελφής του νεκρού «ταξιδιώτη», όπως αυτοαποκαλούνται οι Ροµά στη Γαλλία. Στο «Θάνατος ενός ταξιδιώτη. Μια επανεξέταση» (εκδ. Πόλις, μτφρ. Μανώλης Πιμπλής) ο Φασέν προσπαθεί να αποκαταστήσει την αλήθεια και βρίσκει μια νέα λέξη για να τη χαρακτηρίσει, καθώς δεν υπάρχει κάποιος σχετικός όρος. Είναι η εθνογραφική αλήθεια την οποία αναζητεί ανοίγοντας το μαύρο κουτί της λειτουργίας του κράτους και ειδικότερα του κατασταλτικού του μηχανισμού, δηλαδή της Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης, και φέρνει στο φως όσα οι δικαστές εξαφάνισαν μέσα από την ανασύσταση των μαρτυριών της υπόθεσης.
Οπως θα πει ο Φασέν στο BHΜΑgazino: «Μετά τη δολοφονία του Αντζελο από τους δύο υπαξιωματικούς της ειδικής Ομάδας Επέμβασης της Εθνικής Χωροφυλακής (GIGN), η οποία ιδρύθηκε για να αντιμετωπίζει τρομοκρατικές επιθέσεις και καταστάσεις ομηρείας, η υπόθεση απορρίφθηκε και οι δράστες αθωώθηκαν καθώς η ανακρίτρια θεώρησε ότι όταν πυροβόλησαν ήταν σε νόμιμη άμυνα. Ο εισαγγελέας αποκάλεσε την απόφασή του «δικανική αλήθεια». Πήρε την απόφαση λαμβάνοντας υπόψη την εκδοχή των υπαξιωματικών για το περιστατικό αλλά παραμέλησε ή απαξίωσε την εκδοχή της οικογένειας του Αντζελο. Αλλωστε, αγνόησε και μάλιστα τροποποίησε τα αποτελέσματα των ιατροδικαστικών εξετάσεων, ιδίως της αυτοψίας και της βαλλιστικής εξέτασης. Επειδή το επιχείρημα της νόμιμης άμυνας φαινόταν αρκετά απίθανο – πέντε άριστα εκπαιδευμένοι υπαξιωματικοί προστατευμένοι με αλεξίσφαιρα μπουφάν και κράνη, οι οποίοι έφεραν αυτόματα όπλα και χειροβομβίδες αντιμετώπιζαν έναν άοπλο άνδρα ο οποίος υποτίθεται ότι είχε ένα μικρό μαχαίρι στο χέρι του – αποφάσισα να κάνω μια αντίστροφη έρευνα. Σε αντίθεση με τον δικαστή, έδωσα την ίδια βαρύτητα σε όλες τις μαρτυρίες και εξέτασα όλα τα ιατροδικαστικά στοιχεία για να φτάσω τελικά σε μια εντελώς διαφορετική ερμηνεία. Οι αστυνομικοί είχαν πανικοβληθεί και πυροβόλησαν οκτώ φορές δίχως να βρίσκονται σε κίνδυνο καθώς ο Αντζελο, κρυμμένος σε ένα σκοτεινό υπόστεγο, είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά. Αυτή η ερμηνεία υπονοούσε ότι όχι μόνο είχαν πει ψέματα οι αστυνομικοί αλλά και ότι οι ανώτεροί τους είχαν συγκαλύψει τα γεγονότα και οι δικαστές τα είχαν αλλοιώσει. Με τον όρο εθνογραφική αλήθεια εννοούσα ότι είχα διεξαγάγει μια ενδελεχή έρευνα χωρίς να συνδέομαι με κέντρα εξουσίας, έχοντας λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία – ακολουθώντας δηλαδή τον αντίθετο δρόμο από εκείνον που είχε οδηγήσει στην κατασκευή της δικανικής αλήθειας». Για να έρθει κοντά στην αλήθεια αλλά και για να τη φέρει σε επαφή με ένα ευρύτερο κοινό, ο Φασέν ως άλλος ντετέκτιβ προέβη στην ανασύσταση των διαφόρων μαρτυριών έτσι ώστε να εναλλάσσονται όλες οι φωνές – θυμάτων, δραστών, αστυνομικών και άλλων πρωταγωνιστών, για να αποδομήσει και να ανακατασκευάσει τα γεγονότα δίχως να προδικάζει την αλήθεια κάθε αφήγησης, δημιουργώντας τελικά ένα υβρίδιο που βρίσκεται ανάμεσα στη δημοσιογραφία, τη νομική επιστήμη, τη λογοτεχνία και την ιστορία. Ας πούμε ένα δοκίμιο στο σύνολό του ή «έναν ασυνήθιστο τρόπο παρουσίασης μιας εργασίας κοινωνικών επιστημών» όπως θα εξηγήσει. «Η πεζή υπόθεση του θανάτου του Αντζελο, που προεκτείνεται στον αγώνα της αδελφής του για δικαιοσύνη και αλήθεια, αποκτά, από αυτή την άποψη, αν όχι καθολική, τουλάχιστον αρχετυπική σημασία» όπως σημειώνει στο βιβλίο του.
Οι δύο υπαξιωματικοί που σκότωσαν τον Αντζελο δεν τιμωρήθηκαν ούτε όταν ασκήθηκε έφεση στην υπόθεση και άρα αθωώθηκαν οριστικά. Ομως η οικογένεια προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. «Εάν αυτοί οι δικαστές θεωρήσουν ότι δεν υπήρχε νόμιμη υπεράσπιση θα μπορούσαν να καταδικάσουν το γαλλικό κράτος για την ακατάλληλη χρήση αστυνομικής δύναμης και το συνένοχο ως προς αυτή σύστημα δικαιοσύνης. Επιπλέον, θα μπορούσαν να υποχρεώσουν το γαλλικό κράτος να δώσει αποζημίωση στην οικογένεια» θα εξηγήσει ο Φασέν. Η υπόθεση βρίσκεται ακόμη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, «αλλά ένα πρώτο κρίσιμο βήμα έχει γίνει» όπως θα πει. «Οι δικαστές δέχθηκαν να εξετάσουν την υπόθεση, κάτι που κάνουν μόνο για έναν περιορισμένο αριθμό υποθέσεων. Το πράττουν όταν θεωρούν ότι υπάρχει ένα σοβαρό διακύβευμα ευρύτερης σημασίας, εν προκειμένω όσον αφορά τη δυσλειτουργία της γαλλικής Αστυνομίας και του δικαστικού συστήματος. Τα κεφάλαια του βιβλίου μου που αντιστοιχούν στην επανεξέταση της υπόθεσης έχουν συμπεριληφθεί στον φάκελο που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο».
Οικουμενική «ομερτά»
Οπως αντιλαμβάνεται κανείς, ένα μεγάλο και πολύ δύσκολο στοίχημα είναι να σπάσει αυτή η «ομερτά» που μοιάζει τελικά να βρίσκεται στο DNA της ευρύτερης «οικογένειας» που δημιουργεί μια κυβέρνηση με τα όργανα της τάξης της. «Σίγουρα θα είναι δύσκολο. Υπάρχει μια συστημική συγκάλυψη από την Αστυνομία όταν οι αστυνομικοί της σκοτώνουν κάποιο άτομο. Η Δικαιοσύνη δέχεται την εκδοχή της Αστυνομίας και απαλλάσσει τους δράστες. Η κυβέρνηση προστατεύει την Αστυνομία και αρνείται να παραδεχθεί τη βία που ασκεί. Είναι απαραίτητη η παρουσία θαρραλέων ανδρών και γυναικών σε θέσεις εξουσίας για να υπερασπιστούν τη δημοκρατία και την αλήθεια. Αλλά στη Γαλλία υπάρχει εδώ και χρόνια μια συμπαιγνία μεταξύ κυβερνήσεων και Αστυνομίας».
Παράλληλα, υπάρχει και ο βαθιά ριζωμένος ρατσισμός για τους «ταξιδιώτες» οι οποίοι «έχουν στιγματιστεί, αποκλειστεί και εκδιωχθεί για αιώνες, ιδίως στην Ανατολική Ευρώπη. Τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί από αυτούς έχουν έρθει στη Δυτική Ευρώπη, με την ελπίδα να βρουν ένα πιο ανεκτικό περιβάλλον. Αυτό όμως δεν έχει συμβεί. Ακόμα και όταν βρίσκονται στη Γαλλία για αρκετές γενιές και έχουν εγκατασταθεί δίχως να μετακινούνται, όπως είναι η περίπτωση της οικογένειας του Αντζελο που ζει σε ένα αγρόκτημα, συνεχίζουν να υφίστανται εξοστρακισμό και κακομεταχείριση. Υπάρχει ένα φαύλος κύκλος σε αυτόν τον δομικό ρατσισμό. Απορρίπτονται λόγω του αντισυμβατικού τρόπου ζωής τους και αυτή η απόρριψη εντείνει την περιθωριότητά τους» καταλήγει ο Φασέν.
Ευρώπη και ξενοφοβία
Ο Φασέν έχει εργαστεί ως γιατρός και ανθρωπολόγος σε πολλές χώρες, όπως μεταξύ άλλων η Ινδία, η Τυνησία, η Σενεγάλη, με αντικείμενο τις κοινωνικές ανισότητες στην υγεία αλλά και γενικότερα, ενώ πιο πρόσφατα ασχολήθηκε με την ανθρωπολογία του κράτους αναλύοντας την Αστυνομία και τη Δικαιοσύνη. Η τρέχουσα έρευνά του αφορά τις «εξορίες», καθώς όπως θα πει κάνει επιτόπια έρευνα και εργασία στις Αλπεις, στα σύνορα μεταξύ Ιταλίας και Γαλλίας. «Βλέπω πώς αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι που εκτοπίζονται για να ξεφύγουν από τις διώξεις στο Αφγανιστάν ή στο Ιράν, που έρχονται από τη βόρεια ή υποσαχάρια Αφρική. Πολλοί από αυτούς μου μιλούν για τις κακουχίες και τη βία που έχουν υποστεί στην Ελλάδα, η οποία έχει γίνει, μαζί με την Κροατία, ένα από τα πιο εχθρικά περιβάλλοντα για τους εξόριστους. Και συνειδητοποιώ πως η Ευρωπαϊκή Ενωση προετοιμάζει ακόμη πιο σκληρά προγράμματα και πως ένας αυξανόμενος αριθμός χωρών της καθοδηγείται από εθνικιστικές κυβερνήσεις που εφαρμόζουν ξενοφοβικές πολιτικές: Ουγγαρία, Πολωνία, Ιταλία, Αυστρία, Δανία, Σουηδία, για να αναφέρω μόνο μερικές από αυτές, ακόμη και η Γαλλία. Το ερώτημα είναι το εξής: πώς να κάνουμε τους ανθρώπους λιγότερο επιρρεπείς στις λαϊκίστικες ιδέες, σε θέση να συνειδητοποιούν ότι το να βλέπεις ως εχθρό συγκεκριμένους πληθυσμούς είναι ένας τρόπος για να συγκαλυφθεί η αύξηση των ανισοτήτων και η καταστροφή των κοινωνικών δεσμών που είναι το αποτέλεσμα της εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Οπως μπορείτε να μαντέψετε, δεν είμαι πολύ αισιόδοξος για το εγγύς μέλλον. Ωστόσο, η υπόθεση της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης παραμένει ένας ύψιστος σκοπός για τον οποίο πρέπει να αγωνιστούμε».