Μερικές φορές δεν είναι άσχημα να είσαι ο τελευταίος επιζών της γενιάς σου. Αν έχεις την ενέργεια, την υγεία και τα κότσια του Σταν Λι, γιατί όχι; Ο επί δεκαετίες ηγέτης της Marvel, που έφυγε στα 95 του στις 12 Νοεμβρίου, έδινε το «παρών» σε συνέδρια κόμικ, έκανε cameo εμφανίσεις σε πλήθος ταινιών (121, σύμφωνα με τη σινεφίλ πλατφόρμα imdb), έγραφε βιβλία και ψηφιακά graphic novels έως το τέλος της μακράς ζωής του. Εκπρόσωπος της «χρυσής εποχής» του αμερικανικού κόμικ, πιο χαρισματικός από τον δημιουργό του Superman, Τζέρι Σίγκελ, λιγότερο ταλαντούχος από τον «βασιλιά» Τζακ Κέρμπι, με τον οποίο από κοινού επινόησαν τους Avengers, τους X-Men, τους Fantastic Four, τον Hulk, τον Iron Man, τον Thor, τον Black Panther και άλλους τιμωρούς του κακού, ο Λι ταυτίστηκε με την ιστορία του μέσου από την τετραχρωμία σε κακοτυπωμένο χαρτί έως την κινηματογραφική απογείωση της Marvel Studios που έχει φέρει 18 δισ. δολάρια στα ταμεία της την τελευταία δεκαετία. Εξ ου και δέχεται τιμές που όσοι έφυγαν πριν από αυτόν – οι Μπομπ Κέιν και Μπιλ Φίνγκερ του Batman, ο Γκάρντνερ Φοξ του Flash, ο Γουίλ Αϊσνερ του Spirit – δεν θα είχαν φανταστεί καν έξω από τον χώρο του κόμικ.
Ωστόσο, εκτός από σύμβολο της διαδρομής του μέσου, ο Σταν Λι υπήρξε αναμφίβολα και εκσυγχρονιστής του. Οταν το 1962 ο Spider-Man, κατά κόσμον Πίτερ Πάρκερ, εμφανίστηκε στις σελίδες του περιοδικού «Amazing Fantasy», το υπερηρωικό κόμικ ήταν ακόμη πεδίο κυριαρχίας υπερανθρώπων, ημίθεων και μυθολογικών μορφών. Εκεί εισχώρησε με τους ιστούς του ένας συνεσταλμένος νεαρός φοιτητής με μόνο οικογενειακό στήριγμα μια θεία που δύσκολα τα έφερνε βόλτα, εφηβικά ερωτικά ζητήματα και προβληματική επαγγελματική ζωή. Ρατσισμός, ναρκωτικά, εγκληματικότητα, σεξουαλικές σχέσεις, οικονομικές δυσχέρειες, το Βιετνάμ, ο Ψυχρός Πόλεμος, όλα φιλτράρονταν μέσα από τις καθημερινές εμπειρίες του Ανθρώπου-Αράχνη στο φόντο των σεκάνς όπου μαχόταν εξωφρενικά ντυμένους κακούς με ηχηρά ονόματα όπως Δόκτωρ Οκτάπους και Πράσινος Καλικάντζαρος.
Ενας τυπικός χαρακτήρας της Marvel όφειλε να υπερβεί τους περιορισμούς του ίδιου του εαυτού του προτού δράσει αλτρουιστικά. Ο Iron Man ήταν καρδιοπαθής, ο Daredevil τυφλός. Συχνά ο ήρωας διακρινόταν για τα ελαττώματα, όχι για τα προτερήματά του, όπως ο καλόκαρδος αλλά οξύθυμος Μπεν Γκριμ (γνωστός και ως The Thing) των Fantastic Four με σήμα κατατεθέν την ιαχή «Ωρα για ξύλο!». Διχασμένες προσωπικότητες, με τις υποχρεώσεις της πραγματικής και της μυστικής τους ταυτότητας να συγκρούονται (τι γίνεται όταν ο αρχιεχθρός σου σού επιτίθεται τη στιγμή που πας να φιλήσεις το κορίτσι των ονείρων σου;), λειτουργούσαν ως ανατρεπτικό σχόλιο της έννοιας του σούπερ ήρωα. Επανειλημμένα, μάλιστα, οι υπερασπιστές των απλών ανθρώπων δεν τύγχαναν καλής υποδοχής: το κοινό δεν εμπιστευόταν τους μεταλλαγμένους X-Men, η fictional εφημερίδα «Daily Bugle» παρουσίαζε τον Spider-Man ως δημόσια απειλή. Ο φόβος της διαφορετικότητας είναι οπωσδήποτε μια πιο ρεαλιστική απεικόνιση από εκείνη ενός κοσμαγάπητου εξωγήινου με κόκκινη ζώνη και κόκκινη μπέρτα.
Οι αταίριαστοι χαρακτήρες της Marvel υπήρξαν προσανατολισμένοι προς ένα μεγαλύτερο ηλικιακά κοινό, έτοιμο να ξεφύγει από το σύνηθες παραμυθικό σύμπαν. Γι’ αυτό και η εισπρακτική επιτυχία ήταν άμεση: εντός της δεκαετίας του ’60 η εταιρεία πλησίασε σε πωλήσεις και σύντομα ξεπέρασε την DC, στην οποία ανήκαν οι ιερές (και παχιές) αγελάδες που άκουγαν στα ονόματα Σούπερμαν και Μπάτμαν. Ενδεικτική της απήχησης μια έρευνα του περιοδικού «Esquire» από το 1965 όπου ο Spider-Man θεωρούνταν από τους σπουδαστές της εποχής εξίσου επαναστατική φιγούρα με τον Μπομπ Ντίλαν και τον Τσε Γκεβάρα. Στην πραγματικότητα, βέβαια, η προσέγγιση ήταν μάλλον συντηρητική: στο φυλετικό ζήτημα, για παράδειγμα, οι μετριοπαθείς ενδύονταν τον μανδύα του δίκαιου, οι ριζοσπάστες στιγματίζονταν με το σημάδι του έξαλλου – και συχνά του ψευδεπίγραφου. Κι αυτό, πάντως, δεν ήταν αναπάντεχο, αν σκεφτεί κανείς ότι μόλις δέκα χρόνια πριν, το 1954, ολόκληρο το οικοδόμημα της κουλτούρας του αμερικανικού κόμικ δεχόταν τα πυρά της εκστρατείας του ψυχολόγου δρος Φρέντρικ Γουέρθαμ ως μέσου που διέφθειρε τη νεολαία οδηγώντας άμεσα από τις σελίδες στην παρανομία. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο ηθικός πανικός που προξένησε το βιβλίο του με τίτλο «Seduction of the Innocent» («Η αποπλάνηση των αθώων») είχε πια κοπάσει, αφήνοντας όμως πίσω του ως κληρονομιά μια ρυθμιστική αρχή, την περίφημη Comics Code Authority, η οποία εξασφάλιζε τουλάχιστον τη διάθεση των μεγάλων εταιρειών προς αυτολογοκρισία.
Στις ιστορίες της Marvel των 60s και των 70s οι Ρόι Τόμας, Τζέρι Κόνγουεϊ, Λεν Γουέιν, Στιβ Ενγκλχαρτ και το υπόλοιπο ικανότατο καστ των συγγραφέων που είχε συγκεντρώσει ο Σταν Λι (άλλη μια επιτυχία που θα πρέπει να του πιστωθεί) συνόδευσε τη στυλιζαρισμένη βία με την αποδοχή της πολυπολιτισμικότητας, τον παραδοσιακό βερμπαλισμό με την εκλεπτυσμένη παρουσίαση της πολιτικής και ηθικής διαφθοράς, την απενοχοποιημένη διασκέδαση με τον συνειδητό προβληματισμό. Δεν έγιναν πιο πλούσιοι από αυτό, παρά το γεγονός ότι η δουλειά τους πουλούσε εκατομμύρια αντίτυπα: το καθεστώς σύμφωνα με το οποίο οι δημιουργοί θα είχαν τα δικαιώματα του έργου τους και ποσοστά επί των κερδών κατακτήθηκε δεκαετίες αργότερα. Ως και ο ίδιος ο Σταν Λι, εκδότης, αλλά ποτέ ιδιοκτήτης της Marvel, απέκτησε μια σεβαστότατη περιουσία 50-80 εκατομμυρίων δολαρίων, τη μεγαλύτερη πιθανότατα από κάθε άλλον πρωτοπόρο του αμερικανικού κόμικ, δεν επωφελήθηκε όμως από τα δισεκατομμύρια των τελευταίων ετών και προς το τέλος της ζωής του δήλωνε: «Επρεπε να ήμουν πιο άπληστος». Αλλά όταν έχεις να δημιουργήσεις εκ του μηδενός 350 χαρακτήρες, αντικειμενικά ο χρόνος σου δεν μπορεί να είναι χρήμα…