Μια μεσημβρινή εφημερίδα στην Αδελαΐδα. Μια δεύτερη στο Περθ. Αλλες στο Σίδνεϊ και τον επαρχιακό Τύπο της Αυστραλίας. Η «Sun» στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η «New York Post» στις ΗΠΑ. Οι «Times» στο Λονδίνο. Το Fox. Η 20th Century Fox. O HarperCollins. H «Wall Street Journal». Το «New York Magazine» και η «Village Voice» στο παρελθόν.

Ανατρέχοντας και μόνο κανείς στο πλήθος των κατά καιρούς κατακτήσεων του Ρούπερτ Μέρντοκ είναι αρκετό για να προκαλέσει ίλιγγο. Σε μια σταδιοδρομία σχεδόν εβδομήντα ετών, καμία συμφωνία δεν ήταν αρκετά μικρή γι’ αυτόν, καμία εξαγορά αδιάφορη, καμία συγχώνευση, μεταπώληση, ευκαιρία τόσο ανάξια λόγου ώστε να την αγνοήσει.

Μεγιστάνας που μετέτρεψε τη δύναμη του Τύπου σε επιρροή, συμβάλλοντας όσο λίγοι στην αλλαγή των πολιτικών ηθών στην εποχή μας, συμβουλάτορας ηγετών και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, ο Μέρντοκ λάτρεψε και απόλαυσε την εξουσία – την ευθεία και την υπόγεια άσκησή της. Στη δύση του βίου του, όμως, σε ηλικία 94 ετών, ταλανίζεται από το βασανιστικότερο πρόβλημα κάθε μεγάλου ηγεμόνα: αυτό της διαδοχής.

Για έναν άνθρωπο με πέντε (τέσσερις πρώην και μία «εν ενεργεία») συζύγους, έξι παιδιά και την ασίγαστη δίψα να τους χειραγωγεί όλους, το παράξενο δεν είναι ότι η απόδοση του χρίσματος χρόνιζε, έχοντας λάβει χαρακτηριστικά σαιξπηρικού δράματος. Το παράξενο είναι που ο ίδιος πίστεψε ότι θα μπορούσε να κόψει τον γόρδιο δεσμό οργανώνοντας τον Σεπτέμβριο του 2024 ένα δικαστικό πραξικόπημα και καταλύοντας το δεσμευτικό καταπίστευμα το οποίο ορίζει τις ισορροπίες μεταξύ των κληρονόμων του προς αποκλειστικό όφελος του εκλεκτού υιού, Λάχλαν Μέρντοκ.


Ο Μέρντοκ με τον Λάχλαν (αριστερά) και τον Τζέιμς (δεξιά) τον Ιούλιο του 2012, προτού οι σχέσεις των αδελφών διαρραγούν. Photo Jim Urquhart-Reuters

Καταπίστευμα για δυνατούς λύτες

Ο Ρούπερτ Μέρντοκ είναι ένας αντιφατικός χαρακτήρας. Το πόσο αντιφατικός το δείχνει ο Μάικλ Γουλφ, δημοσιογράφος της «USA Today», του «Vanity Fair», του «GQ» και βιογράφος του. «Η σημαντικότερη κληρονομιά του», γράφει στο βιβλίο του με τίτλο «The Fall: The End of Fox News and the Murdoch Dynasty» (εκδ. Henry Holt and Co., 2023), «είναι μία επιχείρηση, το Fox News, με την οποία είχε ελάχιστη επαφή και πολύ συχνά την απεχθανόταν, και ένας πρόεδρος, ο Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο θεωρούσε «γ… ηλίθιο», αλλά στην εκλογή του το δικό του δίκτυο είχε παίξει κομβικό ρόλο. […] Σεμνότυφος ο ίδιος, ακέραιος Πρεσβυτεριανός, τίναξε στον αέρα τον βρετανικό εκδοτικό κόσμο με τις γυμνόστηθες κοπέλες στη σελίδα 3 της «Sun» μετατρέποντάς τη στη μεγαλύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ηταν ένας αφοσιωμένος άνθρωπος των εφημερίδων, ο τελευταίος ίσως στη Γη, ερωτευμένος με τις αίθουσες σύνταξης και τα πιεστήρια, του οποίου η πραγματική περιουσία προήλθε από την τηλεόραση που δεν παρακολουθούσε και τις ταινίες που δεν έβλεπε, γυρισμένες από το Χόλιγουντ που ο ίδιος περιφρονούσε (και εκείνο του ανταπέδιδε την περιφρόνηση). […] Ηταν ένας από τους ανθρώπους που όρισαν το σύγχρονο μοντέλο της αδίστακτης επιχειρηματικότητας και της βασιλείας της αποτελεσματικότητας, αλλά το μεγαλύτερό του όνειρο ήταν να κληροδοτήσει την εταιρεία στα παιδιά του, ανεξαρτήτως του πόσο απροετοίμαστα, ανάξια ή δύστροπα ήταν εκείνα».

Ο Γουλφ αρέσκεται να περιγράφει τα υποκείμενα της έρευνάς του με μελανά χρώματα, όμως εδώ ίσως να μην υπερβάλλει. Από την εξάδα των γόνων Μέρντοκ, η 67χρονη Προύντενς δεν έτρεφε ποτέ επιχειρηματικές φιλοδοξίες. Η 57χρονη Λιζ λογιζόταν στα νιάτα της ως καλλιτεχνικός τύπος. Ο 54χρονος δυσλεκτικός Λάχλαν ήταν εξαρχής το golden boy, εκείνος με τις περισσότερες πιθανότητες να λάβει το δαχτυλίδι του πατρός. Ο 53χρονος εγκεφαλικός Τζέιμς θεωρούνταν ο επαναστάτης της οικογένειας.

Η 24χρονη Γκρέις και η 22χρονη Κλόι, κόρες από τον τρίτο γάμο του Ρούπερτ με τη Γουέντι Ντενγκ, ήρθαν στον κόσμο πολύ αργά για να επηρεάσουν την ισορροπία δυνάμεων. Γιατί η συνθήκη που καθορίζει τη ζωή όλων συνήφθη το 1999, όταν ο Μέρντοκ αποφάσισε να χωρίσει από τη μητέρα των Λιζ, Λάχλαν και Τζέιμς, Αννα Τορβ. Παντρεμένη μαζί του από το 1967, η Αννα δικαιούνταν να διεκδικήσει έως και τη μισή περιουσία που εκείνος είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια του κοινού τους βίου.

Αποφάσισε να αρκεστεί σε 100 εκατομμύρια δολάρια με αντάλλαγμα την αλλαγή του οικογενειακού καταπιστεύματος: ο Μέρντοκ θα διατηρούσε τις τέσσερις ψήφους του παραχωρώντας από μία στα τέσσερα (τότε) παιδιά του· με τον θάνατό του οι δικές του θα εξέλιπαν· οι κληρονόμοι θα είχαν ίσα δικαιώματα στη διαχείριση των πατρικών επιχειρήσεων· το 2030 η ρύθμιση θα εξέπνεε και όλοι θα ήταν ελεύθεροι να διαθέσουν το μερίδιό τους χωρίς περιορισμούς. Στη θεωρία η διευθέτηση θα ενίσχυε τη συνεργασία όλων. Στην πράξη την υπονόμευσε. Γιατί ο πατέρας στο μεταξύ επέλεξε τον διάδοχό του με βάση όχι τις διοικητικές ικανότητες αλλά την πολιτική στάση.

Στο Οβάλ Γραφείο τον περασμένο Φεβρουάριο. Photo AP Photo-Evan Vucci

Ρούπερτ – Λάχλαν εναντίον όλων

«Αυτές οι επιχειρήσεις είναι η υστεροφημία μου. […] Είναι ο προστάτης του συντηρητικού λόγου στον αγγλόφωνο κόσμο. […] Χρειάζονται έναν αδιαφιλονίκητο ηγέτη και ο Λάχλαν είναι αυτός ο ηγέτης». Οταν ο Μέρντοκ δήλωνε τα παραπάνω στην Προύντενς τον Δεκέμβριο του 2023, σύμφωνα με όσα έγραφαν οι Τζόναθαν Μάλερ και Τζιμ Ράτενμπεργκ στους «New York Times» τον περασμένο Φεβρουάριο, ο ίδιος είχε πια αποχωρήσει από τη θέση του προέδρου της NewsCorp και της Fox Corporation. Πατρικές μηχανορραφίες, επαγγελματικά αδιέξοδα, χρόνια καχυποψία είχαν οδηγήσει τη Λιζ και τον Τζέιμς εκτός εταιρείας.

Οι δυο τους και η Προύντενς ταυτίζονταν πολιτικά με τους προοδευτικούς. Ο Λάχλαν συντασσόταν ενθουσιωδώς με την τραμπική Δεξιά. Με βάση το σκεπτικό που ανέπτυξε στην Προύντενς, ο Ρούπερτ ήθελε να παραδώσει τα κλειδιά της βασιλείας στον συντηρητικό αδελφό. Αρχικά, με ειρηνικό τρόπο. Το 2020 ο Λάχλαν είχε προσφερθεί να εξαγοράσει τα μερίδια των τριών αδερφιών του, τον πρόδωσε όμως η φιλαργυρία του: προσέφερε μόλις το 60% της τιμής της αγοράς και εισέπραξε την άρνησή τους.

Ως αποτέλεσμα, το 2022 κατέφυγε σε ένα στρατήγημα προκειμένου να προωθήσει την πυρηνική επιλογή: σύμφωνα με όσα γράφει ο Μακ Κέι Κόπινς με πηγή τον Τζέιμς Μέρντοκ στο τεύχος Απριλίου του «The Atlantic», κατόπιν συνεννόησης με τον Λάχλαν η διευθύντρια του καταπιστεύματος πληροφόρησε τον συγγραφέα μιας ανεπίσημης βιογραφίας του για την υποτιθέμενη ειλημμένη απόφαση των τριών άλλων να τον εκδιώξουν την επαύριον του θανάτου του πατέρα του.

Με αυτή την πρόφαση ο Λάχλαν έπεισε τον Ρούπερτ να προσεταιριστούν τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ, Γουίλιαμ Μπαρ, προκειμένου να τροποποιήσουν δικαστικά το καταπίστευμα έτσι ώστε ο «Προβληματικός», όπως χαρακτήριζαν στα έγγραφα τον Τζέιμς, να αποπεμφθεί και οι ψήφοι των Προύντενς και Λιζ να εξουδετερωθούν. Το σχέδιο πήρε το κωδικό όνομα «Οικογενειακή αρμονία».

Οι πληροφορίες των Μάλερ και Ράτενμπεργκ είναι ότι πράγματι η άλλη πλευρά είχε ήδη θορυβηθεί. Οχι όμως από τη ζωή, αλλά από την τέχνη. Τον Απρίλιο του 2023 η Λιζ είχε παρακολουθήσει το επεισόδιο της σειράς «Succession», όπου ο Λόγκαν Ρόι, πατριάρχης μιας δυσλειτουργικής δυναστείας που σιωπηρά όλοι γνώριζαν ότι αποτελεί καλυμμένη εκδοχή των Μέρντοκ, πεθαίνει ξαφνικά. Εως τότε «η Λιζ θεωρούσε τον εαυτό της ως ανάλογη της Ελβετίας, προσπαθώντας να μην παίρνει το μέρος κανενός από τους δύο αδελφούς της».

Το απόλυτο χάος που οι δημιουργοί της σειράς παρουσίασαν ως συνέπεια του θανάτου του Ρόι τη σόκαρε σε σημείο να θέσει στην Προύντενς και τον Τζέιμς μια σειρά από ερωτήματα για το μέλλον της δικής τους αυτοκρατορίας, αν ο πατέρας τους έφευγε αιφνίδια από τον μάταιο τούτο κόσμο. Τον Σεπτέμβριο του 2023 η τριάδα συναντήθηκε σε μια ιδιωτική αίθουσα στο περίφημο ξενοδοχείο Claridge’s του Λονδίνου για να συζητήσει το ζήτημα, χωρίς ωστόσο, σύμφωνα με εκείνους, να προκύψει οποιαδήποτε απόφαση. Δύο μήνες αργότερα, όταν ο Ρούπερτ αποκάλυψε στην Προύντενς τις προθέσεις του, η απάντησή της ήταν ωμή: «Δεν μπορείς να μας φέρεσαι σαν να είμαστε υπάλληλοί σου». «Μας αποκληρώνεις» ήταν η αντίδραση της Λιζ. «Ο Τζέιμς δεν σώζεται» της απάντησε ο Μέρντοκ.

«Σε πιέζει να πάρεις το μέρος του και θα υποκύψεις» πρόσθεσε. «Με περνάς για καμια γ… ηλίθια;» του είπε αυτή. Μια συνάντηση όλων των εκπροσώπων του καταπιστεύματος εξετράπη σε αντεγκλήσεις: «Νομίζεις ότι θα πετύχεις τη συναίνεση με ένα πιστόλι στον κρόταφό μας; Αν αυτή είναι «αρμονία», μάλλον ζούμε στη Βόρεια Κορέα» δήλωσε η Λιζ στον Μέρντοκ. Η πλήρης κατάρρευση της εμπιστοσύνης φαίνεται από το γεγονός ότι φρόντισε εν αγνοία των υπολοίπων να καταγράψει ηχητικά τα λεγόμενα.

Με την τέταρτη σύζυγο, Τζέρι Χολ, το 2016. Photo Stefan Wermuth-Reuters

Kεκλεισμένων των θυρών

Ως την ακροαματική διαδικασία, που έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του 2024, σε δικαστήριο του Ρίνο της Νεβάδα, τίποτα δεν είχε γίνει δημόσια γνωστό, μια και χάρη στην αυστηρή πολιτειακή νομοθεσία το όνομα του καταπιστεύματος είχε κρατηθεί σφραγισμένο. Η δίκη θα διεξαγόταν κεκλεισμένων των θυρών τόσο για το κοινό όσο και για τον Τύπο. Οι Μέρντοκ έφτασαν σε δύο χωριστές παρατάξεις, με μισή ώρα διαφορά μεταξύ τους, με σκοπό να μην ανταλλάξουν καν βλέμμα εκτός της αίθουσας. Εντός της αίθουσας το κλίμα ήταν τεταμένο, όπως και στις αντιπαραθέσεις που είχαν προηγηθεί. (Στη μεγάλη συνέντευξή του στον Μακ Κέι Κόπινς, που δημοσιεύεται στο τεύχος Απριλίου του «The Atlantic», ο Τζέιμς Μέρντοκ θυμόταν μια χαρακτηριστική σκηνή από την ανεπίσημη διαβούλευση που είχε προηγηθεί μεταξύ των δύο πλευρών τον Μάρτιο του 2024: ενώ ο δικηγόρος του Ρούπερτ τον πίεζε με επιτιμητικά ερωτήματα, εκείνος έβλεπε τον πατέρα του να στέλνει μηνύματα στο κινητό – «έστελνε τις ερωτήσεις στον δικηγόρο· πόσο γ… διεστραμμένο είναι αυτό;».)

Ωστόσο, η δίκη δεν είχε λεκτικά πυροτεχνήματα. Τα αποσπάσματα των πρακτικών που παρουσίασαν οι «New York Times» αποκαλύπτουν πρόσωπα τα οποία με έντεχνο τρόπο επιχειρούν να εκμεταλλευθούν και την παραμικρή απόχρωση των όρων προκειμένου να ενισχύσουν τη θέση τους. Σε αυτό το λεκτικό μπρα ντε φερ η πλευρά των Προύντενς, Λιζ και Τζέιμς αναδείχθηκε νικήτρια: στις 9 Δεκεμβρίου 2024 το αίτημα τροποποίησης του καταπιστεύματος απορρίφθηκε πλήρως.

Στη σάγκα των Μέρντοκ την κάθε κορύφωση ακολουθεί μια ύφεση. Η τωρινή νηνεμία όμως είναι επιφανειακή. Ο Ρούπερτ έχει ήδη ασκήσει έφεση επί της απόφασης. Οι ελπίδες αναίρεσης δεν είναι πολλές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα τις διεκδικήσει. Μια πρόταση οικογενειακής επίλυσης του ζητήματος, χωρίς δικηγόρους και δικαστικές διαδικασίες, που του απηύθυνε στα τέλη Νοεμβρίου εν όψει εορτής των Ευχαριστιών η τριάδα των τέκνων του, έπεσε στο κενό: προτού υπογράψει «με πολλή αγάπη, ο Μπαμπάς», ο Μέρντοκ διακήρυττε ότι είχε δίκιο και τους συμβούλευε να μιλήσουν με τους δικηγόρους του.

Ετσι κι αλλιώς, όπως και με τις περίφημες «Αρχές των Μέρντοκ», που και τα τέσσερα αδέρφια είχαν υπογράψει το 2011 εν είδει «οικογενειακού συντάγματος», όπως γράφει ο Κόπινς, μόνο και μόνο για να καταστρατηγηθούν μερικούς μήνες αργότερα, κάθε ειρηνευτική διαδικασία μοιάζει πρόσκαιρη όσο το τρόπαιο της κυριαρχίας παραμένει διεκδικήσιμο. Γιατί το κλειδί για την κατανόηση του μηχανισμού της φαμίλιας των Μέρντοκ το δίνει ο μικρότερος γιος, Τζέιμς, σε μια σκηνή που μνημονεύει στο «The Atlantic».

Οταν το 2010 ο πατέρας του είχε αποφασίσει ξαφνικά να προσκαλέσει τα τέσσερα ενήλικα παιδιά του σε ένα ράντσο στην Αυστραλία για μια ομαδική θεραπευτική συνεδρία, εκείνος τον είχε ρωτήσει αν η πρωτοβουλία έχει περισσότερο επιχειρηματικό ή προσωπικό χαρακτήρα. «Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο σε αυτή την οικογένεια» του απάντησε ο Ρούπερτ Μέρντοκ.