Οι ελαιώνες που σχεδόν αγγίζουν τη θάλασσα δίνουν το χρώμα τους στα πρασινογάλανα νερά του Κόλπου της Γέρας, την πρώτη αυτή «αγκαλιά» που συναντά κανείς στον δρόμο από τη Μυτιλήνη προς το Πλωμάρι. Κάποτε το πέρασμα αυτό από τα χωριά της περιοχής προς την πόλη και τούμπαλιν γινόταν μόνο διά θαλάσσης, μέσα από το λιμάνι του Περάματος, εκεί όπου δεσπόζει το εγκαταλελειμμένο πλέον βυρσοδεψείο Σουρλάγκα. Μέσα σε μικρές μαούνες με κουπιά περνούσαν απέναντι στην Κουντουρουδιά εργάτες του βυρσοδεψείου, που ιδρύθηκε το 1833 και ήταν το μεγαλύτερο των Βαλκανίων, αγρότες μαζί με τα μουλάρια τους και τα άλογά τους, καθώς και έμποροι, που φόρτωναν μετέπειτα την πραμάτεια τους σε αραμπάδες για να πάνε στη Μυτιλήνη.

Αργότερα οι λάντζες (βαρκαλάδες και τρεχαντήρια) πήραν τη θέση της μαούνας, μεταφέροντας τον κόσμο ως τις αρχές του 1960, όπου ολοκληρώθηκε το έργο της ασφαλτόστρωσης και η Κουντουρουδιά άρχισε να ερημώνει μέχρι τη δεκαετία του ’80 και την άνθηση του τουρισμού. Στον μικρό αυτό οικισμό έχουν απομείνει σήμερα μόνο μία ψαροταβέρνα, το παλιό καρνάγιο και δύο από τις ιστορικές αυτές βάρκες, οι οποίες εξακολουθούν να μεταφέρουν κόσμο που επιλέγει το παλιό πέρασμα! Ο 74χρονος σήμερα Στέλιος Χιώτης, ο τελευταίος περαματάρης του νησιού, συνεχίζει την πάππου προς πάππου παράδοση με τον τελευταίο βαρκαλά, ενώ η γυναίκα του, η Ευαγγελία, με τον γιο τους Βασίλη λειτουργούν την ψαροταβέρνα «Αστέρια», που ήταν κάποτε το χάνι της περιοχής.

Τα χρώματα του ουρανού αντικατοπτρίζονται στα νερά του Κόλπου της Γέρας. / Φωτ.: Ηλίας Μάρκου

«Ο προπάππους μου ήρθε εδώ με την απελευθέρωση, το 1912, από το Αϊβαλί, μέσω της Χίου. Οσους έρχονταν μέσω Χίου, για ευκολία τους ονόμαζαν Χιώτες. Επιασε αμέσως να δουλεύει στις μαούνες. Τότε υπήρχαν 50 βάρκες. Από το Πλωμάρι και τη Γέρα για να πας στη Μυτιλήνη πήγαινες μόνο από μονοπάτια, έτσι οι άνθρωποι μετέφεραν μαζί και τα μουλάρια τους. Ποιος δεν είχε τότε τον γάιδαρό του;» αναρωτιέται φωναχτά ο κυρ-Στέλιος, ενώ ο γιος του, ο Βασίλης, μας δείχνει για του λόγου το αληθές μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία του λιμανιού της Κουντουρουδιάς που έχει αποθηκευμένη στο κινητό του. Κειμήλια μιας άλλης εποχής όπου η περιοχή έσφυζε από ζωή και κίνηση.

«Γινόταν εδώ, της Αναλήψεως! Ο καιρός μπορούσε να αγριέψει πολύ, έτσι ο κόσμος διανυκτέρευε εδώ αναγκαστικά. Δούλευε τότε σε όλα αυτά τα βουνά και έπρεπε να πάει». Μέσα στις «κατούνες», στα πρόχειρα παραπήγματα που σήμερα έχουν γίνει εξοχικά, έμεναν οι εργάτες της ελιάς, εξηγεί ο κυρ-Στέλιος. «Ελιές γεμάτες καρπό, «μοδούσες», όπως τις λένε στο νησί. Οταν μάζευες 50 μόδια ελιές, ήσουν μάγκας».

Οι βαρκαλάδες

Ο «Ποσειδώνας» πλησιάζει το μικρό λιμάνι της Κουντουρουδιάς με το παλιό καρνάγιο και την ταβέρνα «Τα Αστέρια». / Φωτ.: Ηλίας Μάρκου

Τις παλιές δόξες της Κουντουρουδιάς διαδέχθηκε μια άλλη εποχή, αυτή της «γκαζολίνας», της βάρκας με μηχανή δηλαδή, που το σκαρί της ονομαζόταν βαρκαλάς. «Γύρω στο 1950 άνοιξαν οι δρόμοι και ήρθε εδώ το λεωφορείο. Ο πατέρας μου, ο Βασίλης Χιώτης, συνέχισε το έργο του παππού μαζί με άλλους περαματάρηδες που μπήκαν τότε στη δουλειά με τους βαρκαλάδες. Τα σκαριά αυτά ήταν με μηχανές. Ο τελευταίος είναι αυτός εδώ, ο «Ποσειδώνας», κι άλλος ένας είναι στα Λουτρά. Οταν γεννήθηκα το ’52 υπήρχαν 17 βάρκες. Ο «Κηπουρός», ο «Αθανάσιος», η «Μαρίνα». Του παππού ήταν η «Μαρίτσα» ή «Ολυμπία». Από 9 ετών μπήκα κι εγώ στη δουλειά. Δεν «συγχωρούσα» καθόλου να φύγει ο πατέρας μου και να μη με πάρει μαζί. Ο δρόμος άνοιξε τελικά το ’58, αλλά ποιος είχε κούρσα τότε;».

Με τα λιγοστά αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν στο νησί η «γκαζολίνα», με τον τρομερό θόρυβο, ήταν η μόνη λύση και για τους μαθητές της Γέρας και του Περάματος. «Περνούσα κι εγώ κάθε πρωί με το καραβάκι μαζί με τους δασκάλους που έρχονταν από τη Μυτιλήνη. Αν είχε καιρό και έπρεπε να μείνουμε λίγο, παίρναμε στις τσάντες μας φέτες με ψωμί κι αλάτι. Θυμάμαι έμπαινες μέσα στη βάρκα κι αν είχε λίγο θάλασσα, έλεγες «θα φτάσω ή θα πάγω πουθενά αλλού;»».

Το βυρσοδεψείο

Το «φάντασμα» του παλιού βυρσοδεψείου Σουρλάγκα στέκει ακόμη όρθιο να θυμίζει τις μέρες οικονομικής ακμής που έζησε η περιοχή. «Ο Σουρλάγκας έβαζε τη δική του λάντζα, γιατί το εργοστάσιο είχε τότε 760 εργάτες. Θυμάμαι τότε εδώ μπροστά αραγμένα ήταν καράβια ρουμάνικα και βουλγάρικα, που έφερναν δέρματα. Ερχονταν οι βάρκες και τα πήγαιναν απέναντι στο εργοστάσιο. Οι ναύτες με τάιζαν γαλέτες!» θυμάται ο κυρ-Στέλιος, που τότε ήταν μαθητής του Δημοτικού.

Εικόνα από το εσωτερικό του «Ποδειδώνα» με κομπολόγια, φυλακτά, εξώφυλλα από παλιές κασέτες και φωτογραφίες λαϊκών τραγουδιστών να κοσμούν το «ταμπλό» του θαλάσσιου ταξί του κυρ-Στέλιου. / Φωτ.: Ηλίας Μάρκου

Από εκείνη την εποχή και από τις διηγήσεις του πατέρα του ξεχωρίζει το περιστατικό με τη Βουγιουκλάκη. «Μέχρι και η Βουγιουκλάκη ανέβηκε σε τούτο τον βαρκαλά, τον «Ποσειδώνα», με τον πατέρα μου Βασίλη Χιώτη (Αβέρωφ στο παρατσούκλι) στο τιμόνι. Ηταν καλεσμένη του Σουρλάγκα που την πήγε τότε στον Αγιο και στον δρόμο την είχε αγκαλιά!» λέει γελώντας με το βλέμμα στραμμένο προς τη θάλασσα σαν να ψάχνει ένα σινιάλο για να σηκωθεί από την καρέκλα, για να «δραπετεύσει» από τη στεριά και να βρεθεί ξανά στο απέραντο γαλάζιο. Εκεί όπου «αναπνέει καλύτερα», όπως μας λέει.

Μας οδηγεί τώρα μέσα στον βαρκαλά, που τον έχει διακοσμήσει σαν το σπίτι του. Οι φωτογραφίες του Καζαντζίδη και μικρά «τάματα», κομπολόγια και στολίδια δείχνουν και το άλλο πρόσωπο του «Ποσειδώνα», που τη δεκαετία του ’80 έγινε τουριστικό.

Η δεκαετία του ’80 και ο τουρισμός

Φωτ.: Ηλίας Μάρκου

«Τούτο το καράβι παλιά ήταν όνειρο!» μας λέει δείχνοντας ένα αγκυροβολημένο ψαροκάικο, που σήμερα σαπίζει εγκαταλελειμμένο στο λιμάνι. «Ηταν τουριστικό, έπαιρνε κόσμο πολύ και πήγαινε Τάρτι, Μυτιλήνη, Τουκμάκια. Ψάρευαν πάνω, έκαναν μπάνιο οι κοπέλες. Μετά έρχονταν κι εδώ στο καφενείο, που από το 1975 το δούλευα κι αυτό μαζί με την Ευαγγελία. Η ζωή ήταν πιο δύσκολη, αλλά πιο ωραία. Ρεύμα ήρθε το 1982. Μέχρι τότε ήμασταν με τα «λούξια». Βάζαμε τα φαγητά στο φανάρι μέσα να μην πάνε μύγες και τα ψάρια στη θάλασσα για να παγώσουν και να μη βρωμίσουν. Στον κόσμο άρεσε τότε να πηγαίνει απέναντι με τη βάρκα για γλυκό στην «Ανεμώνη», αλλά και στις γιορτές, στα πανηγύρια των Αγίων. Της Παναγίας πηγαίναμε για βυσσινάδα από την Ευριακή στο Πυργί και στην Αγία Μελάνη. Αυτές τις γιορτές είχαμε να περιμένουμε τότε, όχι αυτά τα μπαταξιλίκια, που βλέπουμε τώρα δεξιά κι αριστερά!».

Σήμερα

Λίγο πριν αφήσουμε την Κουντουρουδιά στη γαλήνη της, ο κυρ-Στέλιος δέχεται τηλεφώνημα για να παραλάβει κόσμο από απέναντι. Πάνω στη βάρκα καθώς διασχίζουμε τον κόλπο μάς μιλά για την τρέχουσα κατάσταση και για τους «μόνιμους» του «Ποσειδώνα».

Απλωμένα δίχτυα
στο λιμάνι. / Φωτ.: Ηλίας Μάρκου

«Σήμερα, σύμφωνα με το πρωτόκολλο, μπορώ να βάζω μέσα μέχρι 12 άτομα συν τον καπετάνιο και για να πας απέναντι στοιχίζει 1,5 ευρώ, που συμφέρει περισσότερο από το να πας με αμάξι. Ετσι έχω σταθερά καμιά δεκαριά άτομα που το επιλέγουν. Φαντάροι που περνάνε κάπου-κάπου, κάποιοι μόνιμοι που δουλεύουν σε δημόσιες υπηρεσίες, είναι και ο Αλί και μια κοπέλα που δουλεύει στο Λιμενικό Ταμείο. Ομως και απέναντι δεν έχει μείνει πολύς κόσμος, πάντρεψαν τις κόρες και φύγανε. Αν δεν μέναμε κι εμείς, θα είχε σβήσει το μέρος».

Φωτ.: Ηλίας Μάρκου

Ακολουθώντας το βλέμμα του που πέφτει τώρα στη μικρή προβλήτα και στο καρνάγιο που το δουλεύει ο δεύτερος γιος του, ο Στρατής, νιώθεις πως κάνεις ένα ταξίδι στον χρόνο, πίσω στην Κουντουρουδιά του 1950 ή του 1960. Κι αν εσύ είσαι υποχρεωμένη να επιστρέψεις στο σήμερα, ξέρεις ότι ο Στέλιος Χιώτης θα ήθελε να παγιδευτεί εκεί, στον βαρκαλά του πατέρα του.