Το πέρασμα από τον έξω κόσμο στο εργαστήριο του Γιάννη Βαρελά στην Κυψέλη είναι πάντα μια μεγάλη έκπληξη. Τι κι αν ξέρεις ότι θα έρθεις ευθύς αμέσως αντιμέτωπη με τα έργα in progress, τεράστια τελάρα με ολοζώντανα χρώματα και φιγούρες περίπου σε φυσικό μέγεθος έτοιμες να ξεπορτίσουν κι αυτές από τους καμβάδες; Κάθε φορά υπάρχει κάτι για να κοντοσταθείς και να κοιτάξεις, κάτι που συνδέεται με το αναγνωρίσιμο ιδίωμά του αλλά και που ταυτόχρονα του προσφέρει μια φρέσκια πνοή. Εν προκειμένω τα εκτυφλωτικά, πλακάτα χρώματα σε ένα τρίπτυχο που περιμένει την ολοκλήρωσή του, καθώς οι φωτορεαλιστικά φιλοτεχνημένες μορφές που πρωταγωνιστούν σε αυτό αναμένουν τα εξπρεσιονιστικού ύφους κεφάλια τους για να δημιουργηθεί η «αντίστιξη» που τόσο επιθυμεί ο δημιουργός τους.
Ωστόσο ο λόγος που βρεθήκαμε είναι για να συζητήσουμε την πιο πρόσφατη και απρόσμενη δουλειά του που δεν αφορά, τουλάχιστον άμεσα, τα δισδιάστατα έργα του: τη συμμετοχή του στη δημιουργική διαδικασία της όπερας «Vergeigt» του γερμανού σκηνοθέτη Χέρμπερτ Φριτς, η οποία έκανε πρόσφατα πρεμιέρα στην κεντρική σκηνή του Θεάτρου της Βασιλείας (έως τις 16/6), σε συνεργασία με τη φουάρ Art Basel (15-18/6).
Ο Χέρμπερτ Φριτς, γνωστός για την αυτοσχεδιαστική δουλειά του στη Volksbühne στο Βερολίνο, είναι παλιός γνώριμος του Βαρελά, και ενδεχομένως και των φανατικών επισκεπτών του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Αλλωστε, είχε συμμετάσχει στη διοργάνωση του 2017 στο πλαίσιο του αφιερώματος στη Φολκσμπίνε με το έργο «Murmel Μurmel – Μουρμουρητό», μια ιδιαίτερα πρωτότυπη παράσταση στην οποία οι δεκατέσσερις ηθοποιοί της μουρμούριζαν αδιαλείπτως τη μοναδική λέξη της νουβέλας «Μουρμουρητό» (1973) του Ντίτερ Ροτ, συγκεκριμένα την προαναφερθείσα «murmel». Αυτή η πληροφορία μπορεί να σας προϊδεάζει για τον αντισυμβατικό, μπουφονικό χαρακτήρα της όπερας «Vergeigt» – σε ελεύθερη μετάφραση θα πει «Τα σκάτωσα» – στη διάρκεια της οποίας μια ορχήστρα συγκεντρώνεται για να διεκπεραιώσει ένα κονσέρτο αλλά αντ’ αυτού επιδίδεται τελικά σε μια σειρά από παράλογες, «μονομανικές και ιδιαίτερα αστείες ρουτίνες». Μια ωδή στην αποτυχία την οποία συνοδεύουν μουσικά η βιολονίστρια Πατρίτσια Κοπατσίνσκαγια και ο κλαρινετίστας Ρέτο Μπιέρι συνεισφέροντας ηχητικά στη σύνθεση αυτού του σωματικού θεάτρου γεμάτου τολμηρά φωνητικά πειράματα και τζαμαρίσματα απρόσμενων ήχων που συγκροτεί έναν «νεο-dada κόσμο που ξεπερνά τα όρια του είδους της όπερας», όπως περιγράφεται στην ιστοσελίδα του θεάτρου.
Εμείς αυτό που μπορούμε να δούμε από απόσταση είναι η συμβολή του Βαρελά στη δημιουργία του έργου που φέρει ξεκάθαρα τη σφραγίδα του. Κατά κύριο λόγο στα κοστούμια με τα φωτεινά χρώματα και τις αναφορές στο «Τριαδικό μπαλέτο» (1922) του πολυδιάστατου καλλιτέχνη του Bauhaus, Οσκαρ Σλέμερ, στις πανομοιότυπες μάσκες από σιλικόνη που φορούν οι ερμηνευτές, αλλά και στη συνολική ατμόσφαιρα της παράστασης, καθότι «σκηνικά» με την τυπική έννοια του όρου δεν υπάρχουν. Αλλωστε αυτά ακριβώς τα κοστούμια γίνονται και πρωταγωνιστές όταν, για παράδειγμα, παίρνουν τη μορφή ενός είδους ρομποτικής «πανοπλίας», καθώς μεταμορφώνονται ηλεκτρονικά στην επιφάνειά τους για να γίνουν σκελετοί ή και κύματα διαμορφώνοντας τελικά τον «νεο-dada» χαρακτήρα της παράστασης. «Επρεπε να καταλήξω αν όσα είχα στο μυαλό μου μπορούσαν να προσωποποιήσουν τη σκηνική κατάσταση του Φριτς μέσα από τη δική μου γλώσσα» θα πει στο BHMAgazino ο έλληνας εικαστικός.
Από την περφόρμανς στην όπερα
Βαρελάς και Φριτς είχαν συναντηθεί πριν από μία διετία, όταν ο εικαστικός επιμελήθηκε μια έκθεση στο πλαίσιο του ετήσιου επιμελητικού «φεστιβάλ» της Βιέννης «Curated by», το οποίο τη συγκεκριμένη χρονιά, το 2021, είχε ως θεματικό του άξονα την κωμωδία. Στην Galerie Krinzinger, με την οποία συνεργάζεται στην αυστριακή πρωτεύουσα, ο Βαρελάς θέλησε μεταξύ άλλων να δείξει ένα απόσπασμα από την παράσταση «Μurmel Μurmel», η οποία τελικά κατέληξε να προβάλλεται σε όλη τη διάρκειά της. Ο Φριτς, από την πλευρά του, απηύθυνε τη δημιουργική πρόσκληση έχοντας ήδη κατά νου δουλειά του, όπως η περφόρμανς «Bingo Players» (2016) που είχε παρουσιαστεί στην ατομική έκθεση του Βαρελά με τίτλο «A Duck and a Crutch» στην ίδια γκαλερί. Η πρότασή του προς τον εικαστικό ήταν συγκεκριμένη και ασαφής την ίδια στιγμή: «Ο,τι φέρεις, με αυτό θα δουλέψουμε».
Αυτή είναι η πρώτη φορά που ο Γιάννης Βαρελάς επιδίδεται σε σκηνική δουλειά η οποία εντάσσεται στο είδος του θεάτρου/όπερας και όχι της περφόρμανς, αν και η αλήθεια είναι ότι τα όρια μεταξύ τους είναι πολύ συγκεχυμένα.
«Είναι φανταστικό, συμβάλλεις σε κάτι ομαδικό, συνεργατικό, και δεν είναι όλα υπό τον έλεγχό σου. Ο χρόνος προετοιμασίας είναι πολύς, προϋποθέτει ατελείωτες ώρες προβών στις οποίες είσαι παρών και ακόμα και όταν δεν κάνεις κάτι πρακτικό, σκέπτεσαι, οργανώνεις, επαναπροσδιορίζεις ιδέες και εικόνες. Δεν είχα μέχρι πρότινος την εμπειρία να εξαρτάται αυτό που καταλήγω να κάνω και από κάποιον άλλον και διαπίστωσα ότι δίνει το έναυσμα για τη διαμόρφωση και την εξέλιξη της δημιουργικής διαδικασίας. Είναι συναρπαστικό γιατί με το που κάνεις μια χειρονομία αλλάζει όλη η συλλογική δημιουργική συνθήκη. Επιπλέον διαπίστωσα ότι προχωράει και την προσωπική μου δουλειά. Γιατί αρχίζεις και βλέπεις καινούργιες δημιουργικές ρουτίνες, πώς μπορείς να μπεις στη διαδικασία να φτιάξεις μια εικόνα και να καταλήξεις στη δημιουργία από έναν δρόμο που δεν είναι ήδη γνωστός, σχεδιαστικός. Δεν είναι εύκολο να παραδώσεις τα κλειδιά της πλήρους αυτονομίας. Το έργο πλέον δεν σε υπακούει, δεν του λες: «Kάτσε ακίνητο, να σε φωτογραφίσω, να σε σχεδιάσω, να σε αποτυπώσω»» θα πει ο Βαρελάς αναφερόμενος εν κατακλείδι και στην προσωπική δημιουργική του ρουτίνα.
Για την ώρα, αυτή η δημιουργική εμπειρία δεν έχει προλάβει να παρεισφρήσει στο έργο του, αν και όπως θα πει, «στη διάρκεια της διαδικασίας μού ανοίχτηκαν ορισμένοι δρόμοι σχετικά με τις μορφές που πρωταγωνιστούν σε ορισμένους πίνακές μου». Ο Βαρελάς δεν ονειρεύεται το θέατρο στο πνεύμα προγόνων της ζωγραφικής, η περίπτωση της συνεργασίας με τον Φριτς ήταν μια πολύ ανοιχτή διαδικασία αυτοσχεδιαστικής ώσμωσης που ταιριάζει στο ελεύθερο, δημιουργικό DNA του. Αυτό που επιθυμεί πλέον διακαώς είναι να γυρίσει στο εργαστήριό του, στην Αθήνα και στο Λος Αντζελες, και να δουλέψει πάνω σε νέα έργα, ενδεχομένως με μια πιο ακριβή φωτορεαλιστική προσέγγιση που έχει αρχίσει να επιδεικνύει. «Με ενδιαφέρει πολύ η συμπύκνωση των πραγμάτων, η ακινησία, και θέλω να εξερευνήσω τον δρόμο προς αυτή τη σχεδιαστική ακρίβεια. Δουλεύεις για να μάθεις πώς γίνεται αυτό που θέλεις να φτιάξεις. Από ένα σημείο και μετά αυτό που μετράει είναι να σε εμπιστεύονται οι αποδέκτες του έργου, να λένε σε γενικές γραμμές: «Mε ενδιαφέρει η γλώσσα αυτού του καλλιτέχνη»».