Η ζωή των μνημείων είναι δύσκολη. Το πιστοποιεί η τύχη της πλίνθινης κεφαλής του Τζοσάια Γουέτζγουντ, πρωτοπόρου βιομήχανου του 18ου αιώνα αλλά και κήρυκα του αγώνα για την κατάργηση της δουλείας, η οποία κατεδαφίστηκε «από αβλεψία» τον περασμένο Φεβρουάριο. Αρχικά, το δημοτικό συμβούλιο της πόλης Στόουκ-ον-Τρεντ διέδωσε ότι επρόκειτο για λάθος στη διάρκεια της διαπλάτυνσης ενός δρόμου. Στη συνέχεια όμως αποκαλύφθηκε ότι επρόκειτο για πλεκτάνη ενός δημοτικού συμβούλου προκειμένου να αποφευχθεί το υψηλό κόστος των εργασιών συντήρησης που χρειαζόταν το γλυπτό.
«Τίποτα δεν διαρκεί για πάντα, καλύτερα να το ξεφορτωθούμε» ήταν η ωμή παραδοχή του, σύμφωνα με δημοσίευμα της «Daily Mail». Πίσω από τον κυνισμό της αποστροφής αυτής υποκρύπτεται βέβαια ένα ευρύτερο ζήτημα, αυτό των συμβολισμών και των αξιών της εκάστοτε εποχής. Αν ο ίδιος ο Γουέτζγουντ ταιριάζει σε πλήθος όψεων της νεωτερικότητας ως εκφραστής του ατομικισμού, του εργασιακού ήθους αλλά και των ανθρωπιστικών ιδεωδών, το έργο του Βίνσεντ Γουόροπεϊ ήταν αταλάντευτα μοντερνιστικό και ως εκ τούτου μέρος μιας παράδοσης που έναν ολόκληρο αιώνα μετά την εμφάνισή της δεν έχει ενταχθεί ακόμη πλήρως στον κανόνα της τέχνης. Μα πιο πιεστικό είναι το βάρος του παρελθόντος όταν ταυτίζεται με νοοτροπίες, στερεότυπα, αποκλεισμούς, περιθωριοποιήσεις και εγκλήματα, όπως απέδειξαν οι μνήμες της αποικιοκρατίας και του 20ού αιώνα.
Αμερικανικός εμφύλιος και αποικιοκρατία
Ο πόλεμος των μνημείων επανήλθε στο προσκήνιο το 2020 μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ. Εν μέσω πανδημίας, οι διαδηλώσεις που ξέσπασαν μετά τον θάνατό του σε πάνω από 2.000 πόλεις σε 60 και πλέον χώρες του κόσμου κινητοποίησαν 15 έως 25 εκατομμύρια άτομα, αριθμό που καταδεικνύει με σαφήνεια τον αντίκτυπο του γεγονότος στην παγκόσμια κοινή γνώμη.
Σε πολλές περιπτώσεις οι διαμαρτυρίες ενάντια σε έναν υποδόριο, θεσμικό ρατσισμό εκφράστηκαν μέσω συμβολικής βίας: στις 10 Ιουνίου 2020, στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνιας, πρωτεύουσας των Νοτίων κατά τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, διαδηλωτές έριξαν από το βάθρο του τον ανδριάντα του Τζέφερσον Ντέιβις, τότε προέδρου της Συνομοσπονδίας, ενώ γέμισαν με γκραφίτι το άγαλμα του αρχιστράτηγου Ρόμπερτ Ε. Λι, το οποίο θα απομακρυνόταν αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2021· στις 19 Ιουνίου 2020, στο Ράλεϊ, πρωτεύουσα της Βόρειας Καρολίνας, γκρέμισαν δύο από τους τρεις ορειχάλκινους στρατιώτες του μνημείου που είναι αφιερωμένο σε όσους αγωνίστηκαν υπέρ της δουλοκτητικής Συνομοσπονδίας των Νοτίων στον Αμερικανικό Εμφύλιο· στις 7 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς στο Μπρίστολ του Ηνωμένου Βασιλείου πέταξαν στο λιμάνι το άγαλμα του διακεκριμένου δουλεμπόρου Εντουαρντ Κόλστον· έναν μήνα νωρίτερα, στις 7 Ιουνίου, στη βάση του αγάλματος του Ουίνστον Τσόρτσιλ στην Πλατεία Κοινοβουλίου στο Λονδίνο είχε διαγραφεί με μαύρη μπογιά το όνομα του βρετανού πολιτικού και είχε προστεθεί από κάτω η φράση «ήταν ρατσιστής».
Δεν συμμερίζονταν όλοι ωστόσο την αίσθηση ότι αυτός ήταν ο βέλτιστος τρόπος αναμέτρησης με το ηθικά επιλήψιμο παρελθόν της δουλείας στη Δύση. O Ρόμπερτ Μπέβαν, συγγραφέας του βιβλίου «Monumental Lies. Culture Wars and the Truth about the Past» (εκδ. Verso), επικρότησε την απόφαση των κατοίκων του Ντένμπι στην Ουαλία να μην εκδιώξουν το άγαλμα του Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ, τολμηρού εξερευνητή αλλά και βοηθού του βέλγου βασιλιά Λεοπόλδου Β’ στην εδραίωση μιας τυραννίας στο Κονγκό που στοίχισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους του από το 1885 έως το 1909. Για τον Μπέβαν τέτοιου είδους μνημεία οφείλουν να διατηρηθούν καθώς αποτελούν τόπους συλλογικής αιδούς: «Παρά τον κυνισμό και την υποκρισία και τις απαλείψεις στις οποίες το κράτος έχει προβεί, τα μνημεία πράγματι μας βοηθούν να κατανοήσουμε το παρελθόν. Είναι από μόνα τους ιστορικά αρχεία».
Κατάλοιπα του ολοκληρωτισμού
Δεν είναι η πρώτη φορά που η τέχνη γίνεται αντικείμενο ανασημασιολόγησης. Το 1945 η κληρονομιά του ολοκληρωτισμού έθετε στις μεταπολεμικές δημοκρατίες ένα πιεστικό πρόβλημα δημόσιου χώρου. Τα υπολείμματα του φασισμού και του ναζισμού παρέμεναν συχνά ορατά στις μνημειακές αρχιτεκτονικές μορφές με τις οποίες τα καθεστώτα επεδίωκαν να επιβάλουν την ισχύ τους στη συνείδηση των πολιτών.
Χαρακτηριστική είναι η παρουσία των «Casa del Fascio» ή «Casa Littoria» στην Ιταλία. Τοπικά αρχηγεία του κόμματος του Μπενίτο Μουσολίνι καταλάμβαναν περίπου 11.000 οικήματα σε όλη την έκταση της χώρας, εκ των οποίων περίπου τα 5.000 είχαν ανοικοδομηθεί επί τούτου με τη συμβολή μεγάλων ονομάτων του μοντερνιστικού κινήματος, όπως οι Ανταλμπέρτο Λίμπερα, Τζουζέπε Τεράνι και Σαβέριο Μουρατόρι.
Μετά την πτώση του ιταλού δικτάτορα, νόμος της 27ης Ιουλίου 1944 τα μετέτρεψε σε κρατική ιδιοκτησία. Οι νέες χρήσεις τους δεν κάλυπταν πάντοτε τα ίχνη των προηγούμενων. Η Casa Littoria στο Μπολτσάνο του Νότιου Τιρόλου, για παράδειγμα, η οποία στεγάζει σήμερα οικονομικές και φορολογικές υπηρεσίες, φέρει στην πρόσοψή της ένα γιγάντιο ανάγλυφο βάρους 95 τόνων, έργο του γλύπτη Χανς Πιφράντερ, που παριστάνει τον Ντούτσε έφιππο και διατηρεί σε εμφανή θέση το φασιστικό σύνθημα «Credere, obbedire, combattere» («Πίστευε, υπάκουε, πολέμα»). Η ευκρίνεια των συμβόλων κρινόταν από πολλούς υπερβολική και το 2017 επελέγη η προσθήκη μιας επιγραφής LED με το διάσημο παράθεμα της Χάνα Αρεντ «κανείς δεν έχει δικαίωμα να υπακούει».
Μπορεί ο Στάλιν το 1944 να διαβεβαίωνε τον Χάρι Χόπκινς, απεσταλμένο του αμερικανού προέδρου Φράνκλιν Ρούζβελτ, ότι «ο κομμουνισμός ταιριάζει στην Πολωνία όπως η σέλα σε μια αγελάδα», όμως η εκδίωξη των Ναζί από τον Κόκκινο Στρατό σήμανε τελικά την εγκαθίδρυση «λαοκρατικών δημοκρατιών» τόσο εκεί όσο και στην υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη. Προτεραιότητα της σοβιετικής προπαγάνδας υπήρξε εξαρχής να προταχθεί η έννοια της συνεργασίας, εξού και η σπουδή να ανεγερθεί τον Νοέμβριο του 1945 στην εκθεμελιωμένη από τους Γερμανούς Βαρσοβία το «Μνημείο της εν όπλοις αδελφοσύνης».
Γνωστό έκτοτε στους κατοίκους της πόλης ως «οι τέσσερις κοιμώμενοι» από την κλίση των κεφαλιών των δύο Πολωνών και των δύο Ρώσων στρατιωτών που αναπαριστώνται στις γωνίες του, έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, καθώς λειτούργησε επί δεκαετίες ως σαφής υπενθύμιση επικυριαρχίας. Οταν το 2011 απομακρύνθηκε προσωρινά από τη θέση του στην πλατεία Βίλνιους προκειμένου να κατασκευαστεί σταθμός του μετρό, εκφράστηκαν έντονες αντιρρήσεις στην προοπτική της επανατοποθέτησής του.
Σύμφωνα με σφυγμομετρήσεις της εποχής, όμως, η πλειοψηφία των πολιτών της Βαρσοβίας τασσόταν υπέρ της επιστροφής στην ίδια ή παρακείμενη περιοχή. Οπως έγραφε ο βρετανός ιστορικός Κιθ Λόου στον δικτυακό τόπο European Memories τον Δεκέμβριο του 2022, οι μνήμες της εξωτερικής επιβολής του κομμουνισμού συγκρούονταν με αυτές του έθνους: «Eνας από τους πολωνούς γλύπτες του μνημείου παρατήρησε ότι η κατεδάφισή του θα ήταν προσβολή προς τους πολωνούς στρατιώτες που επίσης απεικονίζονταν σε αυτό». Η διαμάχη έληξε μόλις το 2015: υπό την πίεση της λαϊκιστικής κυβέρνησης του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη, το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε την οριστική απομάκρυνσή του.
Η Στήλη του Νέλσονα και η Σπείρα του Δουβλίνου
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις αντιδημοφιλών μνημείων είναι εκείνη της Στήλης του Νέλσονα στο Δουβλίνο. Εχοντας ανεγερθεί το 1809 στο κέντρο της πόλης για να τιμήσει τον μεγάλο άγγλο ναύαρχο των Ναπολεόντειων Πολέμων, υπήρξε αμφιλεγόμενη εξαρχής και στη διάρκεια του 19ου αιώνα, όσο η αγγλική πολιτική τάξη αρνούνταν πεισματικά στους Ιρλανδούς την αυτονομία και το Ιρλανδικό Ζήτημα παρέμενε άλυτο, γινόταν όλο και πιο ανεπιθύμητη.
Το μνημείο έμεινε σώο κατά την Πασχαλινή Εξέγερση, το 1916, παρά το ότι το Γενικό Ταχυδρομείο, αρχηγείο των ιρλανδών επαναστατών, το οποίο βρισκόταν ακριβώς απέναντί του, παραδόθηκε στις φλόγες. Μετά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, τον Εμφύλιο και τη διχοτόμηση της Ιρλανδίας μεταξύ 1919 και 1923 προτάθηκαν διάφορα σχέδια για την απομάκρυνση ή την αντικατάσταση της στήλης, αλλά διαδοχικές κυβερνήσεις φάνηκαν απρόθυμες να λάβουν οριστικές αποφάσεις.
Στις 29 Οκτωβρίου 1955, εννέα φοιτητές του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Δουβλίνου κλειδώθηκαν μέσα της εν είδει διαμαρτυρίας, κρεμώντας από την κορυφή ένα πανό με τη μορφή του Κέβιν Μπάρι, αγωνιστή που είχε εκτελεστεί από τους Αγγλους στη διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας. Το 1964 η κυβέρνηση του Σον Λέμας υποσχέθηκε να εξετάσει την αντικατάσταση του αγάλματος του Νέλσονα στην κορυφή της στήλης με ένα αντίστοιχο του Πάτρικ Πιρς, εκ των ηγετών της Πασχαλινής Εξέγερσης. Την πρόλαβε όμως ένα παρακλάδι διαφωνούντων του IRA, το οποίο ανατίναξε το μνημείο στις 8 Μαρτίου 1966. Ακολούθησε μια νέα διαμάχη 40 ετών για το τι θα ανεγειρόταν στη θέση του: η ίδια στήλη, μια άλλη στήλη, μια θριαμβική αψίδα. Τελικά, τον αγώνα κέρδισε το 2003 η ανέμπνευστη ατσάλινη «βελόνα» ύψους 120 μέτρων που με το όνομα «Σπείρα του Δουβλίνου» κατέχει τον χώρο σήμερα.
Εξάλειψη της μνήμης ή επεξηγηματικό πλαίσιο;
Ο αναστοχασμός και η επαναξιολόγηση του παρελθόντος είναι μια τάση σύμφυτη με την ανθρώπινη μνήμη, προσωπική και συλλογική. Αναπόφευκτα εμπλέκεται με ζητήματα ισχύος, εξουσίας αλλά και κοινωνικών αξιών.
Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ήταν διαδεδομένη η πρακτική της damnatio memoriae, της «καταδίκης της μνήμης», σύμφωνα με την οποία τα ίχνη ενός προβληματικού ηγέτη (απεικονίσεις, στήλες, αναφορές σε δημόσια έγγραφα) απαλείφονταν. Δεν είναι σπάνιες επίσης οι περιπτώσεις αυτοκρατόρων των οποίων τα ονόματα έχουν αντικατασταθεί και οι μορφές τους προσαρμοστεί ώστε να αναπαριστούν τους διαδόχους τους.
Δυναστικές διαφορές ή προσωπικές διαμάχες βέβαια μεταφράζονταν σε εξαφάνιση των πολιτικών αντιπάλων ανεξαρτήτως της πραγματικής ηθικής ποιότητάς τους. Επρόκειτο για αντίληψη της ευπλαστότητας του παρελθόντος που υιοθέτησε και διέστειλε στο έπακρο το σταλινικό καθεστώς με την εκκαθάριση από το φωτογραφικό ή το ιστορικό αρχείο όσων έπεφταν στη δυσμένεια του «κόκκινου τσάρου».
Στην εποχή μας, ωστόσο, το επίδικο είναι η απόδοση της δικαιοσύνης, όπως και η αίσθηση της ύπαρξης ενός αόρατου νήματος που εξακολουθεί να συνδέει τους φυλετικούς αποκλεισμούς τού χθες με το σήμερα. Το αίτημα της αποκατάστασης των ιστορικών αδικιών συνδέεται με ερωτήματα για την τέχνη, τον δημόσιο χώρο, το συμβολικό κεφάλαιο. Και αυτά δεν τα εκπροσωπούν δουλέμποροι όπως ο Κόλσον ή αποικιοκράτες όπως ο Σέσιλ Ρόουντς, ιδρυτής της Ροδεσίας (νυν Ζιμπάμπουε και Ζάμπια), αλλά προσωπικότητες πολύ πιο αντιφατικές.
Ο Γούντροου Ουίλσον, για παράδειγμα, πρόεδρος του Πανεπιστημίου Πρίνστον, κυβερνήτης του Νιου Τζέρσεϊ, 28oς πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, κήρυκας των δικαιωμάτων των εθνοτήτων κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πρωτεργάτης της Κοινωνίας των Εθνών, εκθειαζόταν για δεκαετίες ως σημαίνων εκπρόσωπος του προοδευτικού κινήματος των αρχών του 20ού αιώνα· καθώς παράλληλα υπήρξε συνεπής ρατσιστής που επέβαλε τον φυλετικό διαχωρισμό σε πολλές ομοσπονδιακές υπηρεσίες, το 2020 το όνομά του αφαιρέθηκε από τον τίτλο της Σχολής Δημοσίων και Διεθνών Υποθέσεων του Πρίνστον.
Το αν τη βέλτιστη για τη γνώση και τις σημερινές κοινωνικές ευαισθησίες πρακτική συνιστά η απομάκρυνση αποτυπωμάτων και μνημείων από τη δημόσια σφαίρα ή η συμπλήρωσή τους με το απαραίτητο εξηγητικό πλαίσιο είναι αντικείμενο ζωηρού διαλόγου. Το βέβαιο είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις ισχύει η αποστροφή του αμερικανού νομπελίστα Γουίλιαμ Φόκνερ: «Το παρελθόν δεν έχει πεθάνει. Δεν είναι καν παρελθόν».