Οπως συμβαίνει και με τα Νομπέλ Λογοτεχνίας, έτσι και το βραβείο Pritzker, το οποίο θεωρείται διεθνώς η σημαντικότερη διάκριση στον χώρο της αρχιτεκτονικής, μας συστήνει ενίοτε πολύ ενδιαφέροντες αρχιτέκτονες από μακρινές χώρες που το έργο τους παραμένει άγνωστο για το ευρύ κοινό στον δυτικό κόσμο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο φετινός αποδέκτης του αποκαλούμενου «Οσκαρ Αρχιτεκτονικής» Λιου Τζιακούν, διακεκριμένος αρχιτέκτονας από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, μόλις ο τρίτος αρχιτέκτονας με καταγωγή από την ασιατική υπερδύναμη (έπειτα από τον Ι. Μ. Πέι το 1983 και τον Γουάνγκ Σου το 2012) που λαμβάνει αυτή την ύψιστη τιμή.
Γεννήθηκε το 1956 στην πόλη Τσενγκντού, πρωτεύουσα της επαρχίας Σιτσουάν, σε μια εποχή που έμελλε να αποδειχθεί πολύ ταραγμένη για την Κίνα. Οι κοινωνικές αναταράξεις που προκλήθηκαν από την Πολιτιστική Επανάσταση επηρέασαν την παιδική του ηλικία.

Η Σχολή Γλυπτικής στο νέο campus του Ινστιτούτου Καλών Τεχνών του Σιτσουάν, το οποίο έχει σχεδιάσει ο Λιου Τζιακούν. Photo Arch-Exist
Αν και αρχικά είχε κλίση στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, τελικά αποφάσισε να σπουδάσει αρχιτεκτονική στο Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής και Μηχανικής του Τσονγκτσίνγκ (Chongqing Institute of Architecture and Engineering). Οπως ο ίδιος έχει πει σε συνεντεύξεις του, η επιλογή αυτή έγινε εν μέρει επειδή η αρχιτεκτονική διέθετε έντονο το στοιχείο του σχεδίου, πράγμα που τον γοήτευε ήδη από νεαρή ηλικία.
Αποφοίτησε το 1982, σε μια περίοδο που η χώρα του άρχιζε να ανοίγεται προς νέες ιδέες και να προωθεί εκσυγχρονιστικά προγράμματα. Ωστόσο, η πρώτη του επαφή με την κρατική αρχιτεκτονική βιομηχανία – εργαζόμενος στην Chengdu Architectural Design Academy – τον απογοήτευσε.
Βίωσε το επάγγελμα ως εξαιρετικά γραφειοκρατικό και δίχως δημιουργική ελευθερία. Ετσι, αποφάσισε να αφήσει πίσω του την αρχιτεκτονική και να αφοσιωθεί για περισσότερο από μία δεκαετία στη ζωγραφική, τη συγγραφή και τον διαλογισμό.
Σε αυτό το διάστημα «αποστασιοποίησης», ο Τζιακούν ταξίδεψε στη Δυτική Κίνα, ζώντας στο Θιβέτ και την επαρχία Σιντζιάνγκ. Εκεί ήρθε σε επαφή με διαφορετικές κουλτούρες, έζησε κοντά σε μοναχούς και εμπνεύστηκε από τα τοπία και τη λαϊκή παράδοση. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη συγγραφή λογοτεχνικών έργων, εκδίδοντας μερικές νουβέλες που συνδύαζαν δυστοπικές αναζητήσεις με κοινωνιολογικές παρατηρήσεις.
Στα κείμενά του πραγματευόταν τη μετάβαση της Κίνας από την παραδοσιακή κοινωνία στη βιομηχανική και παγκοσμιοποιημένη εποχή. Κατά μία έννοια, η λογοτεχνία έγινε για εκείνον ένας δοκιμαστικός χώρος για ιδέες που αργότερα θα υλοποιούσε στην αρχιτεκτονική του.
Επιστροφή στην αρχιτεκτονική της ουσίας
Γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ύστερα από την επίσκεψή του σε μια αρχιτεκτονική έκθεση που διοργάνωνε ένας παλιός συμφοιτητής του, ο Λιου ένιωσε ξανά την έλξη προς τον χώρο της αρχιτεκτονικής. Το 1999, σε ηλικία πλέον άνω των 40 ετών, ίδρυσε το δικό του γραφείο με το όνομα Jiakun Architects στην ιδιαίτερη πατρίδα του Τσενγκντού. Σε μια εποχή που η ιδιωτική αρχιτεκτονική πρακτική μόλις είχε αρχίσει να γίνεται ανεκτή, η κίνηση αυτή θεωρήθηκε τολμηρή και προκάλεσε αίσθηση.
Από τότε, εξελίχθηκε σε μία από τις πλέον αξιόλογες φωνές της κινεζικής αρχιτεκτονικής. Η φιλοσοφία του εδράζεται στην αντίληψη ότι η αρχιτεκτονική οφείλει να εξυπηρετεί τη ζωή των απλών ανθρώπων, να αναδεικνύει την τοπική κουλτούρα και παράδοση και να δημιουργεί χώρους που προκαλούν ηρεμία και ωθούν προς την κατανόηση των άλλων. Οπως έχει ο ίδιος πει: «Η αρχιτεκτονική μπορεί να αναδείξει τα εγγενή χαρακτηριστικά ενός τόπου και των ανθρώπων του, ενώ παράλληλα έχει τη δύναμη να διαμορφώνει τη συμπεριφορά μας και να δημιουργεί ουμανιστικές ατμόσφαιρες που εμπνέουν μια αίσθηση κοινότητας».
Ο Τζιακούν συνεργάζεται στενά για κάθε πρότζεκτ του με ντόπιους τεχνίτες και εργάτες, διαπιστώνοντας κάθε φορά τι μπορούν να υλοποιήσουν, ώστε να σχεδιάσει ανάλογα το κτίριο. Συχνά χρησιμοποιεί πρώτες ύλες όπως το τοπικό τούβλο, το μπαμπού, η πέτρα ή και ανακυκλωμένα υλικά, επιμένοντας ότι η αρχιτεκτονική πρέπει να είναι «τίμια», δηλαδή να φέρει επάνω της τα ίχνη της ανθρώπινης εργασίας και της ιστορίας του τόπου.
Ενα παράδειγμα υπήρξε το «Rebirth Brick Project», στο πλαίσιο του οποίου παρήχθησαν οικοδομικά υλικά τα οποία προήλθαν από την επεξεργασία των συντριμμιών μετά τον φονικό σεισμό στην επαρχία Σιτσουάν το 2008. Συγκεκριμένα, σε μια κίνηση υψηλού συμβολισμού αλλά και πρακτικής ωφελιμότητας, ο Λιου ανέμειξε μπάζα, ίνες σιταριού και τσιμέντο δημιουργώντας ανθεκτικά τούβλα, τα οποία εν συνεχεία χρησιμοποίησε σε αρκετά κτίριά του, όπως το Novartis Building στη Σανγκάη και το Shuijingfang Museum στην Τσενγκντού. Με τον τρόπο αυτόν, κάθε αρχιτεκτονική δημιουργία δεν αποτελεί μόνο έναν χώρο λειτουργικό ή αισθητικό, αλλά και συμβολικό, καθώς «κουβαλά» τα βιώματα και τις μνήμες των κατοίκων.
Η αρχιτεκτονική του Τζιακούν έχει συχνά αναφορές στην παραδοσιακή κινεζική τυπολογία, όπως οι κήποι, τα περίπτερα ή οι εσωτερικές αυλές, χωρίς όμως να μοιάζει αναχρονιστική ή επιφανειακά λαογραφική. Η χρήση στοιχείων όπως οι επίπεδες στέγες σε μουσεία (π.χ. Suzhou Museum of Imperial Kiln Brick) ή οι βαθμιδωτές κατασκευές που παραπέμπουν σε παραδοσιακούς πύργους δείχνουν τη βούλησή του να συγκεράσει την ιστορική κληρονομιά με τις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας.
Στον ίδιο άξονα, μεγάλα του έργα, όπως η ανάπλαση του Songyang Culture Neighborhood (2020) ή η ανακαίνιση της περιοχής Tianbao Cave (2021), καταδεικνύουν πώς μπορεί να επιτευχθεί μια αρμονική συμβίωση παλαιών και νέων στοιχείων, εντάσσοντας σύγχρονες λειτουργίες και ανέσεις σε ιστορικούς τόπους, χωρίς να αναιρούνται η ταυτότητα και η μνήμη τους.

Το ατμοσφαιρικό Museum of Clocks. Photo Arch-Exist
Η πολιτισμική βαρύτητα των έργων του φαίνεται και από το γεγονός ότι τα εγχειρήματά του έχουν παρουσιαστεί αρκετές φορές στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, ενώ ο ίδιος έχει πραγματοποιήσει διαλέξεις σε κορυφαία ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, όπως το MIT στις ΗΠΑ και το Royal College of Art στο Λονδίνο. Παράλληλα, η συμμετοχή του σε δράσεις που αναδεικνύουν τη low-tech ή appropriate technology αρχιτεκτονική δείχνει ότι διατηρεί μια στάση περιβαλλοντικά και κοινωνικά ευαισθητοποιημένη, αποφεύγοντας φανταχτερά high-tech σχήματα που δεν προσαρμόζονται στις ανάγκες, τις αντοχές και τις παραδόσεις κάθε τόπου.
Ο Τζιακούν δίνει επίσης έμφαση στη μεταλαμπάδευση της γνώσης στις νεότερες γενιές· ως επισκέπτης καθηγητής στη School of Architecture της Central Academy of Fine Arts στο Πεκίνο και αλλού, προσπαθεί να εμπνεύσει έναν αρχιτεκτονικό τρόπο σκέψης που δεν σταματά στην επιφάνεια αλλά αναζητεί το ουσιαστικό «γιατί» πίσω από κάθε σχεδιαστική επιλογή. Στόχος του, όπως λέει, δεν είναι το να πείσει τους νέους να μιμούνται το στυλ του, αλλά το να αναπτύξουν δικά τους εργαλεία κριτικής σκέψης και να αντιληφθούν ότι η αρχιτεκτονική μπορεί να γεννά νέες μορφές κοινωνικής συνύπαρξης.
Αξίζει φυσικά να σταθούμε σε τρία από τα πλέον εντυπωσιακά και αντιπροσωπευτικά έργα του 69χρονου Κινέζου. Το Museum of Clocks, Jianchuan Museum Cluster (2007) βρίσκεται στη γενέτειρά του Τσενγκντού και εντάσσεται σε ένα σύμπλεγμα μουσείων αφιερωμένων στην ιστορία και στον πολιτισμό της περιοχής. Ο Τζιακούν χρησιμοποίησε κόκκινο τούβλο και σκυρόδεμα για να διαμορφώσει τρεις κεντρικούς εκθεσιακούς χώρους.
Ενας από αυτούς φέρει κυκλικό σχήμα και διαθέτει ένα εντυπωσιακό άνοιγμα στην οροφή, που επιτρέπει στο φως να διαχέεται στον χώρο, θυμίζοντας ηλιακό ρολόι. Η λιτή αλλά ταυτόχρονα μνημειακή αυτή χειρονομία υπογραμμίζει το πέρασμα του χρόνου και συνδέεται άμεσα με τη θεματική του μουσείου. Το πιο ταπεινό Hu Huishan Memorial δημιουργήθηκε ως μνημείο για ένα 15χρονο κορίτσι, τη Χου Χουισάν, που χάθηκε στον σεισμό του 2008 της επαρχίας Σιτσουάν.
Η εξωτερική όψη του μικρού κτίσματος θυμίζει σκηνή προσωρινής στέγασης, συμβολίζοντας την κατάσταση έκτακτης ανάγκης μετά την καταστροφή. Ωστόσο το εσωτερικό του, ορατό μόνο μέσα από ένα μικρό άνοιγμα, κρύβει το ροζ υπνοδωμάτιο του κοριτσιού, γεμάτο με τα προσωπικά του αντικείμενα. Πρόκειται για μια εγκατάσταση που προκαλεί ατόφια, άμεση συγκίνηση, καταδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο ο Λιου «υφαίνει» την ανθρώπινη ιστορία στην αρχιτεκτονική του, προσφέροντας χώρο για πένθος αλλά και για συλλογική μνήμη.
Αυτό, ωστόσο, που θεωρείται το πιο σημαντικό έργο του είναι το West Village (2015), το οποίο καλύπτει ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο στην πόλη Τσενγκντού. Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο συγκρότημα με πολιτιστικές, αθλητικές, εκπαιδευτικές, εμπορικές και ψυχαγωγικές χρήσεις, στο κέντρο του οποίου υπάρχει ένας μεγάλος υπαίθριος χώρος. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του είναι οι ράμπες και οι διάδρομοι που επιτρέπουν στους πεζούς και τους ποδηλάτες να περιηγηθούν σε διαφορετικά επίπεδα, δημιουργώντας νέους τρόπους αλληλεπίδρασης.

Υπαίθριος χώρος του εντυπωσιακού κτιριακού συγκροτήματος West Village. Qian Shen Photography
Ετσι, ένα οικοδομικό τετράγωνο μετατρέπεται σε ζωτικό κόμβο κοινοτικής συνύπαρξης, ανατρέποντας την κλασική διάκριση ανάμεσα σε ιδιωτικό και δημόσιο χώρο, οδηγώντας σε μια καθημερινότητα που γίνεται πιο εξωστρεφής και ανθρώπινη. Από όλα αυτά γίνεται φανερό πως ο Λιου Τζιακούν δεν υπογράφει μεγαλεπήβολα έργα και κινήσεις κενού εντυπωσιασμού. Επιλέγει αντ’ αυτού να αφηγηθεί ανθρώπινες ιστορίες, να αγκαλιάσει τις παραδόσεις της πατρίδας του και να ενσωματώσει την τοπική κουλτούρα σε κάθε στάδιο του σχεδιασμού.
Το βραβείο Pritzker που του απονεμήθηκε αναδεικνύει ακριβώς αυτή την τομή στη σύγχρονη κινεζική αρχιτεκτονική, όπου η ουσία, η εντοπιότητα και η κοινωνική διάσταση ενός πρότζεκτ λαμβάνουν δεσπόζοντα ρόλο στον σχεδιασμό του.