Τον Νοέμβριο του 2022, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωνε την τρίτη κατά σειρά υποψηφιότητά του για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, ο αντίκτυπος πόρρω απείχε από τις δύο προηγούμενες. Με τα πρόσωπα που είχε στηρίξει να καταποντίζονται στις ενδιάμεσες εκλογές εκείνου του μήνα, τους Δημοκρατικούς να διατηρούν την πλειοψηφία της Γερουσίας και να χάνουν οριακά τη Βουλή των Αντιπροσώπων, βρισκόταν στο ναδίρ της δημοτικότητάς του.
Μια δημοσκόπηση της «Wall Street Journal» τον έφερε να υπολείπεται κατά 14 μονάδες του κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρον Ντε Σάντις, στην κούρσα για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών. Ο ίδιος έμοιαζε δύσθυμος, νευρικός, έξω από τα νερά του. Αντί των διασημοτήτων που του υπέβαλλαν τα σέβη τους στο Μαρ-Α-Λάγκο στα χρόνια της παντοδυναμίας του, τώρα δεχόταν άσημους συνωμοσιολόγους του QAnon.
Αντί του κύκλου των κολάκων που τον ακολουθούσε σε κάθε του βήμα, τώρα έπαιζε μόνος του γκολφ. Αυτή η εκστρατεία έμοιαζε θλιβερή, στείρα, ανεπαρκής, έγραφε η Ολίβια Νούτσι στο «New York Magazine». «Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να νικήσει», σημείωνε προφητικά. Fast forward δεκαπέντε μήνες και ο πρώην ντεφορμέ Τραμπ έχει πράγματι ξεπαστρέψει τους κομματικούς του αντιπάλους, έχει εξασφαλίσει την πλειοψηφία του συνεδρίου του κόμματος, έχει καταστήσει τυπικές τις υπόλοιπες προκριματικές εκλογές και προηγείται στις δημοσκοπήσεις του προέδρου Τζο Μπάιντεν.
Ωστόσο, ίσως η πραγματική διαδικασία προπαρασκευής για την 5η Νοεμβρίου να αρχίζει τώρα και ίσως να μην εκτυλιχθεί στο πολιτικό αλλά στο δικαστικό πεδίο. Γιατί, αρχής γενομένης από τα μέσα Απριλίου, ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί εντός του έτους να κληθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου για τέσσερις διαφορετικές ποινικές δίκες.
Το πινάκιο του πρώην POTUS μοιάζει τόσο larger than life όσο και η προσωπικότητά του: σεξ, χρήμα, διαφθορά, υπεξαίρεση απόρρητων εγγράφων του Λευκού Οίκου, απόπειρα υπονόμευσης του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών του 2020 είναι μέρος μόνο μιας μακράς σειράς περιπετειών με τη Δικαιοσύνη.
Μόλις τον περασμένο μήνα τελεσιδίκησαν σε πρώτο βαθμό δύο αποφάσεις για αδικήματα αστικής ευθύνης: στην περίπτωση της δημοσιογράφου και συγγραφέως Ε. Τζιν Κάρολ, για τη σεξουαλική κακοποίηση της οποίας είχε καταδικαστεί τον Μάιο του 2023 σε καταβολή 5 εκατ. δολαρίων, καταδικάστηκε σε επιπλέον αποζημίωση 83 εκατ. δολαρίων για συκοφαντική δυσφήμηση· σε εκείνη της απάτης σε βάρος της Πολιτείας της Νέας Υόρκης λόγω συστηματικής παραπλάνησης ως προς την αξία της εταιρικής του ακίνητης περιουσίας τού επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 355 εκατ. δολαρίων (μαζί με τους τόκους το ποσό ανέρχεται στα 454,2 εκατ. δολάρια) και στέρηση του δικαιώματος διοίκησης του Οργανισμού Τραμπ για τρία χρόνια.
Αν και οι ετυμηγορίες αυτές πλήττουν το κύρος, ή μάλλον την αυτοεικόνα του μεγιστάνα που ο ίδιος θέλει να προβάλλει, το πρόβλημα έγκειται κυρίως στο ότι βαραίνουν υπέρμετρα την τσέπη του. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Αλισον Ντάρκι στο «Forbes» στις 7 Μαρτίου, η περιουσία του σε ρευστό ισούται με 413 εκατ. δολάρια, κάτι που σημαίνει ότι είναι αναγκασμένος να αναζητήσει άμεσα χρηματοδότηση προκειμένου να καταβάλει τις εγγυήσεις που η έφεση ως προς την υπόθεση της απάτης απαιτεί.
Ηδη με ένα έγγραφο 5.000 σελίδων προς την αμερικανική Δικαιοσύνη, οι δικηγόροι του φρόντισαν να προβάλουν όλες τις δυσκολίες εξεύρεσης ποσού τέτοιας τάξης εντός των απαιτούμενων προθεσμιών. Πρακτικά, πάντως, σε σύγκριση με την υπόλοιπη δικαστική του ατζέντα για το 2024, οι αστικές υποθέσεις ήταν μόνο η προθέρμανση – οι επερχόμενες ποινικές, εφόσον βρεθεί ένοχος σε όλες, επισύρουν ποινές συνολικής διάρκειας 717,5 ετών…
Οι δίκες του 2024
Η μεγαλύτερη δημοσιότητα μέχρι στιγμής αφορά την πρώτη δίκη τoυ Απριλίου, αφενός γιατί είναι η πρώτη, αφετέρου επειδή το περιεχόμενό της είναι το πιο γαργαλιστικό. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, τον Οκτώβριο του 2016, λίγες εβδομάδες πριν από τις προεδρικές εκλογές εκείνης της χρονιάς, ο Ντόναλντ Τραμπ διά του τότε έμπιστου δικηγόρου του (και σημερινού μάρτυρα κατηγορίας) Μάικλ Κόεν, έδωσε 130.000 δολάρια στη γνωστή ηθοποιό ταινιών ενήλικου περιεχομένου Στόρμι Ντάνιελς για να μην προχωρήσει σε αποκαλύψεις στον Τύπο αναφορικά με μια υποτιθέμενη εξωσυζυγική σχέση μεταξύ τους το 2006.
Παράλληλα, ο τότε υποψήφιος είχε κινήσει προληπτικά τα νήματα στο παρασκήνιο μέσω των γνωριμιών του ώστε να αποφευχθούν άλλες παρόμοιες αποκαλύψεις. Για να καλυφθεί η πηγή και ο προορισμός του ποσού, μια πλειάδα υπαλλήλων του Τραμπ χρειάστηκε να πλαστογραφήσει επιταγές, αποδείξεις και λογιστικές εγγραφές μεταμφιέζοντας την πληρωμή σε νομικά έξοδα. Ενώ το φιλοθέαμον κοινό προμηθεύεται ήδη ποπκόρν και ετοιμάζεται για την επιβεβλημένη από τον νόμο παρουσία του κατηγορουμένου την πρώτη ημέρα της διαδικασίας, οι πολιτικοί αναλυτές επιχειρούν να εκτιμήσουν τον πιθανό αντίκτυπο στην κοινή γνώμη.
Ρεπουμπλικανικές πηγές της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ δήλωναν στο «Time» στις 11 Μαρτίου ότι «αν κερδίσει την υπόθεση, αυτό θα καθορίσει τον τόνο και θα στηρίξει το επιχείρημά του ότι όλες αυτές οι υποθέσεις δεν είναι παρά κυνήγι μαγισσών». Καθώς, όμως, η μαρτυρία του Κόεν, επί χρόνια ανθρώπου του στενού του κύκλου, δυσκολεύει μια τέτοια έκβαση, το καλύτερο που θα μπορούσε να περιμένει θα ήταν ίσως αυτό που ανώνυμοι σύμβουλοί του δήλωναν στους «New York Times» στις 16 Φεβρουαρίου: ότι το υπέρμετρο ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη υπόθεση θα αποπροσανατολίσει εν τέλει τους ψηφοφόρους από τις υπόλοιπες, σοβαρότερες κατηγορίες που έπονται.
Να συμβεί κάτι τέτοιο στις 25 Απριλίου, ημερομηνία κατά την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο θα κρίνει το αν η προεδρική ασυλία καλύπτει όλες ανεξαιρέτως τις πράξεις ενός προέδρου, είναι αμφίβολο. Οχι μόνο λόγω του ειδικού βάρους που έχει πάντοτε μια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι αυτή θα καθορίσει τον χρόνο εκδίκασης της σημαντικότερης κατηγορίας σε βάρος του Τραμπ, εκείνης για απόπειρα υπονόμευσης του εκλογικού αποτελέσματος του 2020.
Ελάχιστοι νομικοί προσυπογράφουν τη θεωρία περί απόλυτης προεδρικής ασυλίας και δύο κατώτερα δικαστήρια την έχουν ήδη απορρίψει, ωστόσο ο ελιγμός της προσφυγής στο υπέρτατο κριτήριο της χώρας έχει ήδη πετύχει τον σκοπό του. Πετώντας την μπάλα στην εξέδρα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η πλευρά Τραμπ εξασφάλισε ότι η έκδοση της γνώμης του, η οποία αναμένεται τον προσεχή Ιούνιο, πριν ακριβώς από τη θερινή διακοπή των εργασιών του, θα καθυστερήσει μια πιθανή δίκη ως τον ερχόμενο Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο.
Το χρονικό αυτό παράθυρο σημαίνει βέβαια ότι ρισκάρει να υπενθυμίσει στους ψηφοφόρους την επίθεση στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021 κατά τις κρίσιμες τελευταίες εβδομάδες της προεκλογικής εκστρατείας. Ωστόσο, η διαδικασία σίγουρα δεν θα ολοκληρωθεί πριν από την ημερομηνία των εκλογών και, εφόσον ο ίδιος τις κερδίσει, μπορεί να την τερματίσει κατόπιν υπόδειξης του υπουργείου Δικαιοσύνης – ή να δοκιμάσει να προωθήσει το αίτημα για απονομή χάρης στον εαυτό του.
Επιεικώς αμφιλεγόμενο αυτό το τελευταίο, καθώς δεν έχει επιχειρηθεί ποτέ, ούτε από τον Ρίτσαρντ Νίξον στις σκοτεινές ημέρες του Γουότεργκεϊτ, αλλά ο Τραμπ είχε εξετάσει το ενδεχόμενο και στις τελευταίες ημέρες της προηγούμενης προεδρίας του.
Ομίχλη επικρατεί στο μέτωπο της υπόθεσης για τα 13.000 κυβερνητικά έγγραφα του Λευκού Οίκου που «ξεχάστηκαν» στο Μαρ-Α-Λάγκο, την πολυτελή κατοικία του Τραμπ στη Φλόριντα, και βρέθηκαν κατόπιν έρευνας του FBI τον Αύγουστο του 2022 πακεταρισμένα σε χαρτόκουτα σε μια αποθήκη και μια τουαλέτα. Οι ομοσπονδιακές εισαγγελικές αρχές είχαν εισηγηθεί η δίκη να ξεκινήσει τον Ιούλιο, όμως την 1η Μαρτίου η υπεράσπιση ζήτησε από την αρμόδια δικαστή να ορίσει ημερομηνία στις αρχές του 2025 με το επιχείρημα ότι ο υποψήφιος δεν θα μπορούσε να εγκαταλείψει επί έξι εβδομάδες την προεκλογική του εκστρατεία.
Θεωρητικά, το καλοκαίρι θα ξεκινούσε και η ακροαματική διαδικασία στην Τζόρτζια για την απόπειρα ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος του 2020, όταν την Πολιτεία κέρδισε ο Τζο Μπάιντεν με διαφορά 11.779 ψήφων. Τότε, έπειτα από πιέσεις μηνών, στις 2 Ιανουαρίου 2021, σε ένα μνημειώδους ασυναρτησίας τηλεφώνημα, παρουσία ομοσπονδιακών και πολιτειακών στελεχών, ο Τραμπ είχε ζητήσει επανειλημμένα και επιτακτικά από τον υπεύθυνο για την επικύρωση των αποτελεσμάτων Ρεπουμπλικανό πολιτειακό υπουργό Εσωτερικών, Μπραντ Ράφενσπεργκερ, να υιοθετήσει τις αιτιάσεις του:
«Το μόνο που θέλω είναι να βρω 11.780 ψήφους».
Η περιφερειακή εισαγγελέας Φάνι Γουίλις είχε θέσει την 5η Αυγούστου ως ημερομηνία έναρξης της δίκης, κάτι που μένει να επιβεβαιωθεί.
Ενοχος, ε και;
Πόσο μπορούν να επηρεάσουν όλα τα παραπάνω το εκλογικό σώμα; Οι απόψεις ποικίλλουν. Φαίνεται ότι μια ενδεχόμενη καταδίκη του Τραμπ θα προβληματίσει μέρος των ψηφοφόρων του. Σύμφωνα με άρθρο του «Economist» από τις 9 Μαρτίου, το ένα τρίτο των Ρεπουμπλικανών παραδέχεται ότι κάποιος που χαρακτηρίζεται «εγκληματίας» είναι ανεπιθύμητος ως υποψήφιος.
Αλλοι αναλυτές εφιστούν την προσοχή στη φύση και στη χρονική διάρκεια της δίκης γύρω από την πληρωμή της Στόρμι Ντάνιελς: το σεξουαλικό υπόβαθρο και η ετυμηγορία που προβλέπεται τον Μάιο θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στη δημοτικότητα του Τραμπ μεταξύ των γυναικών και των ανεξάρτητων. Κύκλοι του περιβάλλοντός του δήλωναν στο «Time» της 11ης Μαρτίου ότι με βάση τα δικά τους δημοσκοπικά δεδομένα ακόμη και με μία καταδίκη σε οποιαδήποτε από τις τέσσερις υποθέσεις «βρίσκεται στήθος με στήθος με τον Τζο Μπάιντεν».
Οι αστάθμητοι παράγοντες όμως σε αυτές τις εκλογές είναι πολλοί. Η ηλικία του Μπάιντεν δεν ενθουσιάζει τους Δημοκρατικούς. Η Τζιλ Στάιν, ο Κορνέλ Γουέστ και άλλες δυνητικές μικροϋποψηφιότητες της Αριστεράς απειλούν να πλήξουν τον νυν πρόεδρο σε καίριες περιφέρειες. Ο Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ, ο οποίος σε κάποιες μετρήσεις φτάνει το 18%, ως ανεξάρτητος υποψήφιος που συνδυάζει ένα θρυλικό επώνυμο με περιβαλλοντικές ανησυχίες, συνωμοσιολογικά αφηγήματα και αντιεμβολιαστικές περγαμηνές, μοιάζει να αφαιρεί περισσότερες ψήφους από τον Τραμπ.
Είναι η πρώτη φορά από το 1912, όταν ο Θίοντορ Ρούζβελτ είχε επιχειρήσει να επανέλθει στο αξίωμα, που ένας πρώην πρόεδρος επανέρχεται ως αντίπαλος του τωρινού. Και είναι η πρώτη φορά που ένας υποψήφιος φτάνει στην τελική ευθεία φορτωμένος με 91 κακουργήματα.
Μέτρο της αβυσσαλέας πόλωσης της σημερινής αμερικανικής πολιτικής είναι η διαφαινόμενη παρακμή του σκανδάλου ως απειλής για την καριέρα ενός ηγέτη: στο παρελθόν ουκ ολίγα ισχυρά ονόματα θα είχαν ήδη χαθεί από προσώπου γης αν είχε έστω εκφραστεί υποψία για τις δοσοληψίες τους, όπως στην περίπτωση του Τραμπ, ή για τις επαγγελματικές πρακτικές συγγενών τους, όπως σε αυτήν του Χάντερ, γιου του Μπάιντεν.
Πλέον η διάσπαση του πεδίου των μέσων ενημέρωσης και η απέχθεια κατά του πολιτικού αντιπάλου απορροφούν σε μεγάλο βαθμό τέτοιους κραδασμούς. Ενα ωστόσο είναι βέβαιο. Είτε ο Ντόναλντ υπερβεί επιτυχώς τις δικαστικές του δοκιμασίες είτε όχι, το τοπίο των εφετινών εκλογών είναι πρωτόγνωρο – και ως εκ τούτου απρόβλεπτο. All bets are off.