Στο άκουσμα του ονόματος του Εντγκάρ Ντεγκά (1834-1917), το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό είναι οι χορεύτριές του, οι πρόβες μπαλέτου επί σκηνής στην Οπερα του Παρισιού, υπό την καθοδήγηση μαέστρου. Οι πίνακες με τις ελεύθερες πινελιές και τα θερμά χρώματα συνιστούν ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωγραφικής διαδρομής του, ενώ η θεματική τους είχε περάσει και στα γλυπτά του από μπρούντζο, όπως στη «Μικρή χορεύτρια δεκατεσσάρων ετών» (π. 1878-1881), μία από τις οποίες βρίσκεται και στο Μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή. Ομως ο καλλιτέχνης που υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους του 19ου αιώνα, ένας εκ των θεμελιωτών του ιμπρεσιονισμού που επέμενε μέχρι το τέλος ότι ήταν «ρεαλιστής», υπήρξε βεβαίως και χαράκτης. Πρόκειται για μία ιδιότητα που αναφέρεται πάντα δίπλα στο όνομά του, όμως είναι δύσκολο να συνδέσεις το έργο του με την απουσία χρώματος.
Η έκθεση «Degas en noir et blanc» (έως τις 3 Σεπτεμβρίου) στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας (Bibliothèque nationale de France, BnF) στο Παρίσι αναδεικνύει αυτή τη «μουντή» δημιουργική πτυχή του καλλιτέχνη η οποία αξιοποιήθηκε για να συνδράμει στην εξέλιξη των θεματικών προβληματισμών του. Γιατί βέβαια ο κόσμος του χορού είναι και πάλι παρών και στα χαρακτικά του έργα, στιγμιότυπα της «σύγχρονης ζωής» της εποχής του 19ου αιώνα στην Οπερα του Παρισιού ή στα café της πόλης, αλλά και στην ιδιωτικότητα αστικών εσωτερικών χώρων ή και οίκων ανοχής, με τις γυναίκες και τα τελετουργικά μπάνιου και καλλωπισμού τους να βρίσκονται στο επίκεντρο των κάδρων του.
Η έκθεση λοιπόν αποπειράται να κάνει ένα ταξίδι, χρονολογικό αλλά και θεματικό, που αποκαλύπτει τους πειραματισμούς του Εντγκάρ Ντεγκά με τη χαρακτική από όταν πρωτοξεκινούσε με το μέσο στα 22 του χρόνια στη δεκαετία του 1850 ως την εμμονική του ενασχόληση με αυτό, προκειμένου να διερευνήσει περαιτέρω τις θεματικές που διείπαν το έργο του. Είκοσι χρόνια αργότερα, χάρη και στην εξέλιξη της τεχνολογίας της συγκεκριμένης τεχνικής, θα δημιουργούσε ορισμένα από τα αριστουργήματα της ιμπρεσιονιστικής χαρακτικής.
Στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας παρουσιάζονται 160 έργα. Πρόκειται για χαρακτικά, σχέδια, φωτογραφίες αλλά και έναν πίνακα και ένα γλυπτό, μαζί με δύο μονοτυπίες που αποκτήθηκαν το 2022 και παρουσιάζονται στο κοινό για πρώτη φορά. Στο επίκεντρο βρίσκονται τα «πειράματα» με τη χαρακτική, όπως χαρακτηρίζονται, που ξεκίνησαν από τη δεκαετία του 1850 και συνεχίστηκαν μέχρι τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος στο νέο συναρπαστικό μέσο της φωτογραφίας από το 1895 και μετά. Γιατί βέβαια ο Ντεγκά υπήρξε και φωτογράφος, εστιάζοντας σε μια τέχνη που υπήρξε το τελευταίο πάθος του και τον έφερε ακόμα πιο κοντά στις αντιθέσεις του κιαροσκούρο. Ο Ντεγκά είχε φωτογραφίσει πολλούς από τους φίλους του, όπως τον ζωγράφο Πιέρ-Ογκίστ Ρενουάρ μαζί με τον ποιητή Στεφάν Μαλαρμέ, ενώ άλλες φωτογραφίες του με χορεύτριες και γυμνές γυναίκες είχαν χρησιμοποιηθεί από αυτόν ως αναφορές για τα σχέδιά του και τους πίνακες (και όντως σε ορισμένες περιπτώσεις η ζωγραφική του μοιάζει βγαλμένη από τη φωτογραφία του).
Τα έργα στην έκθεση προέρχονται κυρίως από τη Συλλογή χαρακτικής και φωτογραφίας της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας, η οποία σημειωτέον έχει στην κατοχή της μια σπουδαία «συγκομιδή» τέτοιων έργων. Επιπλέον τής ανήκουν 29 ζωγραφικά τετράδια με σχέδια του καλλιτέχνη, τα οποία δωρήθηκαν στη Βιβλιοθήκη από τον αδελφό του Ρενέ ντε Γκα τη δεκαετία του ’20. Σε αυτά αντέγραφε έργα που έβλεπε στο Salon του Παρισιού, εκεί κατέγραφε τις εντυπώσεις του από τη ζωή της πόλης ή την Αρχαία Ιστορία. Στην έκθεση περιλαμβάνονται και έργα-δάνεια από το Εθνικό Ινστιτούτο Ιστορίας της Τέχνης της Γαλλίας (Institut national d’histoire de l’art, INHA) και μουσεία της χώρας και του εξωτερικού, όπως το Μουσείο Πικάσο, το Ορσέ και το Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης. Πρόκειται για ένα μωσαϊκό τεκμηρίων που παρατίθενται «με στόχο «να αποδειχθεί η θεωρία των τεσσάρων επιμελητών της έκθεσης ότι το έργο του Ντεγκά μπορεί να διαβαστεί και μέσα από την κλίμακα του άσπρου και του μαύρου» όπως γράφει ο γαλλικός Τύπος. Η επιμελητική επιτροπή αποτελείται από τον επίτιμο πρόεδρο και διευθυντή του Μουσείου του Λούβρου Ανρί Λοϊρέτ, τη διευθύντρια του Τμήματος χαρακτικής και φωτογραφίας της BnF Σιλβί Ομπενά και τις συντηρήτριες υπεύθυνες για τη χαρακτική και τη φωτογραφία του 19ου αιώνα στη συλλογή της BnF Βαλερί Σερ-Ερμέλ και Φλόρα Τριμπέλ αντίστοιχα.
Η χαρακτική ως μέσο δημιουργικής ελευθερίας
O Ντεγκά είχε πάρει μαθήματα ζωγραφικής από τον Λουί Λαμότ, παλιό μαθητή του Ζαν-Ογκίστ-Ντομινίκ Ενγκρ, ενώ τη χαρακτική, συγκεκριμένα τη γραμμική οξυγραφία, την πρωτοέμαθε από τον γάλλο χαράκτη Ζοζέφ Τουρνί.
Μέσα από τη χαρακτική, την ακουατίντα, την οξυγραφία (eau-forte) αλλά και τη μονοτυπία (μελάνι πάνω σε μεταλλική πλάκα που περνάει από πρέσα και δημιουργεί ένα και μόνο έργο, μια τεχνική που ακροβατεί ανάμεσα στη ζωγραφική και τη χαρακτική και θεωρείται σαν τυπωμένη ζωγραφική, καθώς δέχεται και μικρές ζωγραφικές επεμβάσεις εκ των υστέρων), ο Ντεγκά βρήκε ένα νέο «ρεπερτόριο» δημιουργίας και έγινε ένας απαράμιλλος δεξιοτέχνης. Στην πορεία άρχισε να κάνει πειράματα αναμειγνύοντας διαφορετικές τεχνικές χαρακτικής. Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 είχε εγκαταλείψει τις ελαιογραφίες και ζωγράφιζε με παστέλ, μείγμα λαδιού και παστέλ, γκουάς, μελάνι, υδατόχρωμα ή έναν συνδυασμό κάποιας τεχνικής από αυτές με μονοτυπία ή λιθογραφία. Με τα σβησίματα, το ξύσιμο και άλλες παρεμβάσεις όπως η επιζωγράφιση βρήκε την ελευθερία που αποζητούσε και δημιούργησε ατμοσφαιρικά περάσματα από το φως στο σκοτάδι από όπου αναδύονται οι αινιγματικές μορφές του.
Μια άλλη ιδιαιτερότητα της έκθεσης είναι ότι η δουλειά του Ντεγκά αντιπαραβάλλεται με ζωγραφικά έργα της Αμερικανίδας Μέρι Κάσατ και του Γάλλου Καμίλ Πισαρό, που ήταν φίλοι του. Μαζί και με άλλους καλλιτέχνες, όπως ο Φελίξ Μπλακμόν, για παράδειγμα, είχαν αποπειραθεί να εκδώσουν ένα περιοδικό με αυθεντικά χαρακτικά έργα, έπειτα από ιδέα του ίδιου του Ντεγκά, ο οποίος αισθανόταν έτοιμος για την περιπέτεια του «Le jour et la nuit», όπως το είχε ονομάσει, μετά την επιτυχημένη 4η έκθεση των ιμπρεσιονιστών το 1879 στο Παρίσι. Το περιοδικό δεν κυκλοφόρησε τελικά ποτέ, αλλά η σύντομη περιπέτειά του έμεινε να πιστοποιεί με έναν ακόμα τρόπο τη σαγήνη που του ασκούσε η αντιθετική σχέση ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο.