Το 1937 η βιομηχανία του κινηματογράφου βρισκόταν ακόμη στην εφηβική της ηλικία. Από τις απαρχές των φιλμ των αδελφών Λιμιέρ είχαν περάσει τέσσερις δεκαετίες, οι ομιλούσες ταινίες μετρούσαν δέκα χρόνια ζωής, τα πρώτα βραβεία Οσκαρ είχαν απονεμηθεί πριν από μόλις οκτώ χρόνια. Ωστόσο, το Χόλιγουντ διέθετε ήδη γιγαντιαία στούντιο, κροίσους ιδιοκτήτες, υπέρλαμπρα αστέρια της οθόνης, μια μηχανή παραγωγής ονείρων για εκατομμύρια θεατές και αναζητούσε το κατάλληλο φωτογενές ζεύγος που θα μπορούσε να τοποθετήσει στον κολοφώνα της δόξας του. Καθώς η φύση απεχθάνεται το κενό, το βρήκε στο πρόσωπο δύο ξένων: για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, από το 1939 ως το 1941, προτού ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ανατρέψει οριστικά τη ζωή τους, ο Λόρενς Ολίβιε και η Βίβιαν Λι υπήρξαν οι εστεμμένοι βασιλείς του σελιλόιντ. Μετέφεραν στη συνέχεια την αυλή τους στη Μ. Βρετανία όπου ως το 1960 βίωσαν μια εναλλαγή επαγγελματικών θριάμβων και ιδιωτικών απογοητεύσεων: η εργασιομανία του Ολίβιε και η ψυχική ασθένεια της Λι διάβρωσαν μια σχέση θυελλώδους πάθους, οδηγώντας τον γάμο τους στην καταστροφή. Την εκρηκτική αυτή εικοσαετία αφηγείται βασισμένος σε νέο υλικό και άγνωστη αλληλογραφία ο Στίβεν Γκάλογουεϊ: το «Truly, Madly. Vivien Leigh, Laurence Olivier and the Romance of the Century» (εκδ. Grand Central Publishing) που κυκλοφόρησε στα αγγλικά τον περασμένο μήνα συνθέτει μια ιστορία έρωτα και απιστίας, εμμονής και ζηλοτυπίας, πληθωρικού ταλέντου και αξεπέραστων ερμηνειών.
Μετά τη γνωριμία τους, ο Ολίβιε και η Λι θα έβρισκαν κοινά στην παιδική τους ηλικία. Ο Λόρενς, γιος φτωχού ιερέα, αισθανόταν για χρόνια την πατρική απόρριψη και ήταν αφοσιωμένος στη μητέρα του, η οποία όμως πέθανε το 1920, όταν εκείνος ήταν 13 ετών. Η Βίβιαν, από την πλευρά της, κόρη ζεύγους Αγγλων της εμπορικής αριστοκρατίας της Ινδίας, βρέθηκε από την ηλικία των 7 ετών μακριά από την οικογένειά της, εσώκλειστη στην καθολική μονή της Ιερής Καρδιάς έξω από το Λονδίνο. Κατά τον Γκάλογουεϊ, οι περιστάσεις αυτές τους κληροδότησαν μια πλεγματική σχέση με τους γονείς τους, αλλά και με τον έξω κόσμο – στον Ολίβιε την αδιάκοπη δραστηριότητά του, στη Λι την αναζήτηση του πρότυπου άνδρα. Οταν γνωρίστηκαν, το 1935, ζούσαν μια τακτοποιημένη συζυγική ζωή, εκείνος με την ηθοποιό Τζιλ Εσμοντ, εκείνη με τον δικηγόρο Χέρμπερτ Λι Χόλμαν, με το όνομα του οποίου θα γινόταν διάσημη. Η σταθερότητα αποδείχθηκε μεταμφιεσμένο τέλμα. Εξαίσιας ομορφιάς, διανοούμενη, εκλεπτυσμένη, αθυρόστομη, η Βίβιαν γοήτευσε τον φιλόδοξο, χαρισματικό, διψασμένο για την κορυφή Λόρενς.
Η ίδια είχε δηλώσει «αυτόν τον άνδρα θα τον παντρευτώ» από την πρώτη στιγμή που τον είδε στη σκηνή, το 1933. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1937, θα μετέρχονταν παντοειδών τεχνασμάτων προκειμένου να ξεγελάσουν τους συζύγους τους και την παραγωγή του ελισαβετιανού ρομάντσου «Μέσα στις φλόγες», όπου συμπρωταγωνιστούσαν, ώστε να βρεθούν μόνοι. Αργότερα, όταν ο Ολίβιε έλειπε στο Χόλιγουντ για τα «Ανεμοδαρμένα Υψη» (1939), της τηλεφωνούσε καθημερινά «ξοδεύοντας το ανατριχιαστικό ποσό των 50 λιρών για κάθε κλήση, χρήματα δεκαπλάσια από τον εβδομαδιαίο μισθό του στο θέατρο Old Vic». Κατά τα απαιτητικά γυρίσματα του «Οσα παίρνει ο άνεμος» (1939), με τη Βίβιαν στα πρόθυρα νευρικής κατάρρευσης, ο απελπισμένος παραγωγός Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ κανόνισε να συναντηθούν με τον Λόρενς που έκανε πρόβες για μια θεατρική παράσταση στη Νέα Υόρκη. Για να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο της αναγνώρισης και του σκανδάλου, το ζευγάρι κλείστηκε σε ένα ξενοδοχείο του Κάνσας Σίτι: «Ντέιβιντ, σου είμαι τόσο ευγνώμων» του είπε εκείνη όταν επέστρεψε. «Ο Λάρι με συνάντησε στο λόμπι, πήγαμε επάνω και γ… όλο το Σαββατοκύριακο». «Hταν σχεδόν σαν αρρώστια» θα έγραφε στα απομνημονεύματά του ο Ολίβιε για την πυρετώδη πενταετία 1935-1940.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος