Ενας άνδρας μικροκαμωμένος, με το ζόρι έφτανε το 1,60 μ., τεράστιου ωστόσο καλλιτεχνικού διαμετρήματος. Αυτός ήταν ο Σαρλ Αζναβούρ, ο «μικρός Σαρλ», όπως τον αποκαλούσαν οι Γάλλοι, που γεννήθηκε στο Παρίσι το 1924 με το όνομα Σανούρ Βαρινάγκ Αζναβουριάν, παιδί αρμενίων προσφύγων που γλίτωσαν από τη γενοκτονία βρίσκοντας πρώτα καταφύγιο στην Ελλάδα και στη συνέχεια στη Γαλλία. Τον πρώτο καιρό περίμεναν να εκδοθεί η βίζα που θα τους επέτρεπε να ταξιδέψουν στις ΗΠΑ, όμως γρήγορα κατάλαβαν ότι έτρεφαν φρούδες ελπίδες και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Παρίσι. Ο πατέρας του Αζναβούρ, παλιός βαρύτονος, τραγουδούσε σε κοινό εμιγκρέδων στο μικρό εστιατόριο που είχαν ανοίξει οικογενειακώς στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα. Η μητέρα του ήταν θεατρίνα. Ο Σαρλ μεγάλωσε με πολλά καλλιτεχνικά ερεθίσματα και ήταν μόλις 9 ετών όταν παράτησε το σχολείο για να γίνει ηθοποιός. Τότε αποφάσισε να συντομεύσει και το επώνυμό του και να ταυτίσει τη ζωή του με τη μουσική.
Επιβίωσε από τη γερμανική Κατοχή στο Παρίσι τραγουδώντας σε καμπαρέ, ενώ την ίδια περίοδο οι γονείς του έκρυβαν Εβραίους, Ρώσους και κομμουνιστές στο διαμέρισμά τους – ο πατέρας του μάλιστα είχε ενταχθεί ενεργά στην Αντίσταση. Η μεγάλη ευκαιρία ήρθε το 1946 όταν του πρότεινε η Εντίθ Πιαφ να γίνει μέλος της «αυλής» της. Πέρασε σχεδόν οκτώ χρόνια στο πλάι της, όμως ποτέ δεν υπήρξαν εραστές. «Αυτό μας είχε σώσει» σχολίασε χρόνια αργότερα. Ηταν εκείνη που τον έπεισε να κάνει πλαστική επέμβαση στη μύτη του. «Σε προτιμούσα όπως ήσουν πριν» του είπε όταν είδε το νέο του πρόσωπο.
Η δρόμος προς την καταξίωση δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Οι γάλλοι κριτικοί τον απέρριπταν στην αρχή ως πολύ άσχημο και κοντό, ούτε έτρεφαν ιδιαίτερη εκτίμηση στη φωνή του. Χάρη ωστόσο στο σκηνικό του εκτόπισμα και τις γεμάτες πάθος ερμηνείες του άρχισε να ξεχωρίζει. Η αρχή για την τεράστια καριέρα του ήταν μια επιτυχημένη περιοδεία το 1956. Εκτοτε, τα τραγούδια του ταξιδεύουν στα πέρατα του κόσμου. Οι συνεργασίες του με ονόματα όπως ο Φρανκ Σινάτρα ή η Λάιζα Μινέλι έχουν αφήσει εποχή. Θεωρείται «τραγουδιστής του έρωτα», όμως οι στίχοι του φανερώνουν έναν καλλιτέχνη ανήσυχο που δεν αρκούνταν σε εύκολα θέματα. Η μελαγχολία, το σεξ, ο αλκοολισμός, η ομοφυλοφιλία, η φυσική φθορά- για όλα έχει μιλήσει στα κομμάτια του.
Με την Ελλάδα τον συνέδεαν πολλά. Πρώτη φορά ήρθε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1961, και είχε τραγουδήσει στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», στον χορό αποφοίτων του Εθνικού Εκπαιδευτηρίου Αναβρύτων. Ο Γιάννης Καιροφύλας γράφει στο βιβλίο του «Αναμνήσεις ενός Αθηναίου» (εκδ. Καστανιώτη) πως ο γάλλος τραγουδιστής είχε εμφανιστεί στο κέντρο «Νεράιδα» στο Καλαμάκι το 1963. Ο Αζναβούρ συμμετείχε επίσης (με την Αμάλια Ροντρίγκες και τη Βίκυ Λέανδρος) στη 2η Ολυμπιάδα Τραγουδιού, στο Παναθηναϊκό Στάδιο (27-29 Ιουνίου 1969), μια διοργάνωση που τελούσε υπό την αιγίδα του (χουντικού) υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως. Εχει μοιραστεί επίσης τη σκηνή του Ηρωδείου με την καλή του φίλη Νάνα Μούσχουρη σε μια συναυλία που διοργάνωσε το 1998 το Ιδρυμα «Μελίνα Μερκούρη» για τη χρηματοδότηση του νέου Μουσείου της Ακρόπολης. Λέγεται επίσης ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ταξίδεψε ως την Κέρκυρα και επισκέφθηκε συγκινημένος το Παλαιό Φρούριο αφού εκεί είχαν κρυφτεί για λίγο οι γονείς του. Η μία αδελφή του έχει γεννηθεί μάλιστα σε ελληνικό έδαφος.
Με τη χώρα καταγωγής του τον συνέδεε πάντα μια σχέση βαθιάς αγάπης. Κινητοποιήθηκε άμεσα για την αποστολή μεγάλης βοήθειας προς την Αρμενία μετά τον σεισμό που σκότωσε σχεδόν 50.000 ανθρώπους το 1988 και υπήρξε ανέκαθεν κάτι σαν άτυπος πρεσβευτής της. Πριν από δέκα χρόνια η κυβέρνηση της Αρμενίας διόρισε και επίσημα πλέον τον Σαρλ Αζναβούρ πρεσβευτή στην Ελβετία. Ο 84χρονος τότε διεθνούς φήμης γάλλος τραγουδιστής είχε αναλάβει καθήκοντα μονίμου εκπροσώπου της Αρμενίας στο γραφείο του ΟΗΕ στη Γενεύη, καθώς και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς. Το 2009 ανεγέρθη προς τιμήν του ένα μνημείο με το άγαλμά του σε μία από τις πλατείες του Ερεβάν.
Για πολλά χρόνια δήλωνε ουδέτερος πολιτικά, όμως αρκετές φορές έχει τοποθετηθεί δημοσίως σε θέματα επικαιρότητας. Στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2002, τότε που πέρασαν στον β’ γύρο ο εθνικιστής Ζαν-Μαρί Λεπέν και ο δεξιός Ζακ Σιράκ, ο Αζναβούρ είχε ταχθεί αναφανδόν υπέρ του δεύτερου καλώντας μάλιστα τους γάλλους πολίτες να τραγουδήσουν όλοι τη «Μασσαλιώτιδα» για να τον στηρίξουν. Υπήρξε μάλιστα ιδιαιτέρως δραστήριος σε θέματα προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων. Θεωρείται πρόσωπο-κλειδί για την ψήφιση το 2009 από τη γαλλική Γερουσία ενός πολύ αυστηρού νόμου κατά της διαδικτυακής πειρατείας. Πριν από μερικά χρόνια απασχόλησε τα γαλλικά μέσα εκφράζοντας μια αμφιλεγόμενη άποψη, δηλώνοντας δηλαδή ότι η Γαλλία θα πρέπει να κάνει μια διαλογή μεταξύ των προσφύγων που ζητούν άσυλο, επιτρέποντας να μείνουν στη χώρα μόνο όσοι θα της είναι με κάποιον τρόπο χρήσιμοι. Πολλοί απόρησαν με τη στάση του, εκείνος ωστόσο διευκρίνισε πως τα λόγια του παρερμηνεύτηκαν ελαφρώς.
Ο Αζναβούρ είχε παντρευτεί τρεις φορές: το 1946 με τη Μισελίν Ρουγκέλ, το 1956 με την Εβελίν Πρεσίς και το 1967 με την – χήρα του πια – Ούλα Θόρσελ. Απέκτησε συνολικά έξι παιδιά, τη Σεντά, τον Σαρλ, τον Πατρίκ, την Κάτια (η οποία τον συνόδευε στα φωνητικά στις συναυλίες του από το 2004), τον Μίσα και τον Νικολά. Τον Απρίλιο του 2018, λίγες ημέρες πριν από τα 94α γενέθλιά του, ο Αζναβούρ εισήχθη σε νοσοκομείο της Αγίας Πετρούπολης με τραυματισμό στην πλάτη που συνέβη κατά τη διάρκεια πρόβας στη ρωσική πόλη. Μία εβδομάδα αργότερα έσπασε το χέρι του σε δύο σημεία, έπειτα από πτώση στο σπίτι του στη Γαλλία. Μόλις τρεις ημέρες πριν από τον θάνατό του είχε παραπονεθεί σε γαλλικό ραδιόφωνο πως νιώθει ακόμη τον πόνο στον βραχίονα. Ακμαίος και ασταμάτητος μέχρι το τέλος, την τελευταία του συναυλία την έδωσε στην Οσάκα της Ιαπωνίας, ενώ είχε προγραμματισμένες εμφανίσεις στη Γαλλία και την Ελβετία για τον προσεχή Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο.
Νάνα Μούσχουρη
«Είχε στοιχεία ποιητή»
«Είμαι πολύ λυπημένη γιατί έχασα έναν φίλο. Ο Αζναβούρ ήταν κάτι σαν μεγάλος μου αδελφός. Αισθανόταν και Αρμένιος και Γάλλος. Ηταν μεγάλος καλλιτέχνης. Τραγουδιστής, ηθοποιός, τραγουδοποιός. Μεταχειριζόταν με σπουδαίο τρόπο τη γαλλική γλώσσα, οι λέξεις που επέλεγε ήταν συγκινητικές και όμορφες, είχε πολλά στοιχεία ποιητή. Συναντηθήκαμε πρώτη φορά στο αεροδρόμιο της Αθήνας (στο Ελληνικό τότε), το 1961, όταν έκανα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό και εκείνος ερχόταν στην Αθήνα για συναυλία. Μου είπε: “Εχω ακούσει πολλά για εσάς. Καλό ταξίδι, και είμαι σίγουρος ότι θα ξαναβρεθούμε”. Οπως και έγινε. Είχαμε κυρίως τραγουδήσει μαζί στην τηλεόραση στη Γαλλία, στη Βρετανία, στη Γερμανία… Είμαι όμως πολύ περήφανη που μοιραστήκαμε τη σκηνή του Ηρωδείου, το 1998, σε μια συναυλία για το Ιδρυμα “Μελίνα Μερκούρη”. Τον προσκαλέσαμε και δέχθηκε με χαρά να έρθει, με τον όρο να επισκεφθεί πρώτα τη Θεσσαλονίκη. Ηθελε να συναντήσει μέλη τής εκεί αρμενικής κοινότητας. Πριν από δύο χρόνια βρεθήκαμε στην Πρεσβεία της Ελλάδας στη Γαλλία, επειδή τον τιμήσαμε με το γαλλικό βραβείο μεσογειακής ποίησης “Νίκος Γκάτσος” (Prix Nikos Gatsos 2016). Θυμάμαι μάλιστα πως είχε γράψει τους γαλλικούς στίχους του τραγουδιού μου “Μίλησέ μου”. Ο τίτλος που έδωσε είναι “Si Tu M’aimes”. “Αν μ’ αγαπάς”… Ακόμη και τα τελευταία χρόνια ήταν μέντοράς μας, κρατούσε γερά και στα 94 του. Περνάνε, βέβαια, τα χρόνια και αν ποτέ παραπονιόμουν για κάτι εκείνος μού έλεγε: “Κουράγιο, δες εμένα”. Ηταν πολύ ζεστός άνθρωπος, πάντα νοιαζόταν για σένα, ρωτούσε. Στον τελευταίο δίσκο μου, “Forever Young”, είχα ερμηνεύσει το τραγούδι του “Sa jeunesse”, ένα από τα καλύτερά του, κατά τη γνώμη μου, που μιλάει για το πώς να γιορτάζεις τη ζωή και τον χρόνο που περνάει. Αγαπούσε τους νέους, σκεφτόταν – όπως κι εγώ το σκέφτομαι – ότι χρειάζονται εφόδια και παρότρυνση για να προχωρήσουν. Τον αγαπούσαν όλοι στη Γαλλία. Είχε παλέψει για τα πνευματικά δικαιώματα. Αγωνίστηκε τόσο σκληρά για να γίνει αυτό που είναι. Αγαπούσε και έψαχνε την αλήθεια στη ζωή, όπως και ο Γκάτσος αναγνώριζε την ομορφιά της. Αυτό θα μας αφήσει ως κληρονομιά, μαζί με την αγάπη του για τη μουσική».
Νίκος Αλιάγας
«Του έλεγα ότι θα τον φέρω στο Ιόνιο για διακοπές το ερχόμενο καλοκαίρι»
«Με τον Σαρλ Αζναβούρ γνωριστήκαμε πριν από περίπου 20 χρόνια – ήταν καλεσμένος σε κάποιο από τα σόου που έκανα τότε στην τηλεόραση. Οταν έμαθε ότι είμαι ελληνικής καταγωγής χάρηκε πολύ, μου είπε ότι αγαπάει πολύ την Ελλάδα. Σιγά-σιγά αναπτύξαμε μια πιο προσωπική σχέση. Μας ένωνε το ότι ήμασταν και οι δύο παιδιά μεταναστών, μιλούσαμε για την ενσωμάτωσή μας στη γαλλική κοινωνία, υπήρχε βέβαια η αδελφική σχέση που συνδέει τους Ελληνες και τους Αρμένιους. Κάθε φορά που βρισκόμασταν, γνωριζόμασταν και λίγο καλύτερα. Εδώ και δέκα-δεκαπέντε χρόνια τον φωτογράφιζα κιόλας, συνεχώς. Δεν μου αρνήθηκε ποτέ φωτογραφία. Την τελευταία μας συνέντευξη την κάναμε στις 10 Σεπτεμβρίου. Ηρθε στο στούντιο στη ραδιοφωνική εκπομπή που παρουσιάζω, γελάσαμε, κάναμε πλάκα, του έλεγα ότι θα τον φέρω στο Ιόνιο για διακοπές το ερχόμενο καλοκαίρι. Λάτρευε την ελληνική παραδοσιακή μουσική, το κλαρίνο τού θύμιζε τον ήχο του ντουντούκ, ενός αρμένικου πνευστού που έχει και αυτό κάτι πένθιμο, κάτι μελαγχολικό, σαν να θρηνεί τη γενοκτονία. Πριν από μερικά χρόνια κάναμε μια συνέντευξη στο σπίτι του στη Νότια Γαλλία την ημέρα των γενεθλίων του. Του χάρισα μια φωτογραφική μηχανή γιατί είχαμε κοινό πάθος με τη φωτογραφία και εκείνος μού έδειξε τη συλλογή με τις καταπληκτικές μηχανές του. Περνώντας από έναν διάδρομο είδα στον τοίχο πολλές εικόνες: ρωσικές, βυζαντινές, σερβικές, αρμενικές… Μου τράβηξε την προσοχή μια πολύ μικρή εικόνα, βυζαντινή, παμπάλαια, και τον ρώτησα πού τη βρήκε. Νομίζω ότι του την είχαν χαρίσει σε ένα ταξίδι κι εγώ του είπα να την κρατήσει για να τον φυλάει και να έχει υγεία. Την επόμενη φορά βρεθήκαμε στο Παρίσι, πάλι για συνέντευξη. Την ώρα που αποχωριζόμασταν μου λέει “κάτι ξέχασα”, και βγάζει από την τσέπη του την εικόνα και μου τη δίνει με την ευχή να με φυλάει. Είχα χάσει και τον πατέρα μου πρόσφατα και συγκινήθηκα πολύ με τη χειρονομία του. Του φίλησα το χέρι. Δεν είπαμε πολλά. Δεν ήταν εκδηλωτικός. Τα έλεγε όλα μέσα από τα τραγούδια του. Ηταν ένας άνθρωπος γενναιόδωρος, αλλά δεν το έδειχνε. Φαινόταν μάλιστα ακόμα και σκληρός μερικές φορές. Τα είχε ζήσει όλα. Τι να πεις σε έναν άνθρωπο που γεννήθηκε το 1924 και ανέβηκε στη σκηνή σε ηλικία 9 ετών; Τι να πεις σε κάποιον που έχει γράψει αριστουργήματα, που έχει ζήσει από κοντά τον Σινάτρα και έδωσε στη Σιλβί Βαρτάν την πρώτη της επιτυχία όταν εκείνη ήταν μόλις 19 ετών; Ημουν πολύ τυχερός που τον συνάντησα στην επαγγελματική μου πορεία».
Κώστας Γαβράς
«Hταν αυστηρός, σκληρός μέχρι τη στιγμή που “άνοιγε”»
«Η περίπτωση Αζναβούρ είναι τελείως ειδική στη Γαλλία» είπε τηλεφωνικώς στο ΒΗΜΑgazino ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς, εν μέσω μιας μεγάλης εκδήλωσης συμπαράστασης της Γαλλικής Ταινιοθήκης (που διευθύνει ο ίδιος) προς τον ουκρανό σκηνοθέτη Ολεγκ Σεντσόφ, ο οποίος κάνει απεργία πείνας στη φυλακή.
«Κατ’ αρχάς όταν ο Αζναβούρ άρχισε να τραγουδά, όλος ο κόσμος έλεγε ότι με τη φωνή που είχε θα ήταν αδύνατον να τα καταφέρει. Τελικά έγινε μεγάλος τραγουδιστής. Ως ηθοποιός βγήκε σε μια εποχή που έψαχναν για ωραίους και πολύ ωραίος δεν ήταν. Ηταν κοντός, πολύ αδύνατος. Και πάλι είπαν ότι δεν πρόκειται να κάνει καριέρα. Και τελικά έκανε πόσα φιλμ. Εκανε διεθνή καριέρα τόσο ως ηθοποιός όσο και ως τραγουδιστής». Ο σκηνοθέτης επισήμανε επίσης ότι ο Αζναβούρ ήταν «καταπληκτικός ποιητής, γράφοντας ο ίδιος τα τραγούδια του. Ως άνθρωπος, βέβαια, ήταν αρκετά αυστηρός, σκληρός θα έλεγα, μέχρι τη στιγμή που “άνοιγε”».
Η σχέση του Αζναβούρ με τον Κώστα Γαβρά χρονολογείται από πολύ παλιά, στη δεκαετία του 1960. «Ο Αζναβούρ ήξερε ότι οι Ελληνες είχαν καλές σχέσεις με τους Αρμένιους και η δική μου οικογένεια είχε κάποιους γνωστούς. Είχαμε συζητήσει για αυτό το θέμα αρκετά και γενικότερα οι συναντήσεις μας ήταν πολύ ευχάριστες. Ωστόσο, οφείλω να πω ότι ο Σαρλ διατηρούσε αποστάσεις από τους ανθρώπους. Προστάτευε τον εαυτό του, νομίζω».
Το 2005 η σύζυγος του σκηνοθέτη, η παραγωγός Μισέλ Ρέι-Γαβράς, έκανε την παραγωγή της σπουδαίας πολιτικής ταινίας με τίτλο «Ο συνταγματάρχης», η οποία αναφέρεται στα εγκλήματα των Γάλλων κατά των Αλγερινών. Ο Κώστας Γαβράς συμμετείχε στη δημιουργία του σεναρίου και ο Σαρλ Αζναβούρ ως ηθοποιός. «Ο Αζναβούρ δέχτηκε αμέσως να παίξει στην ταινία, προτού καν διαβάσει το σενάριο, και θυμάμαι ότι το έκανε με μεγάλη χαρά. Τον ενδιέφερε να δουλέψει μαζί μας, να ξεκινήσει μια επαγγελματική σχέση». Ο σκηνοθέτης είπε ότι ανέκαθεν ήθελε να τον χρησιμοποιήσει σε δική του ταινία γιατί του άρεσε το physique του Αζναβούρ, αλλά δυστυχώς δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία.