Το έργο «Γυμνό σε τοπίο» (Nude in a Landscape, 1917) του Πιερ-Ογκίστ Ρενουάρ, οι «Μεγάλες Λουόμενες» (Large Bathers, 1894-1906) του Πολ Σεζάν, το «Εργαστήριο με χρυσόψαρο (L’ Atelier aux Poissons Rouges, 1912) του Ανρί Ματίς, «Ο ταχυδρόμος Ζοζέφ Ρουλέν» (1889) του Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Η συλλογή του Αλμπερτ K. Μπαρνς (1872-1951), η οποία στεγάζεται στο Ιδρυμα που φέρει το όνομά του στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, διαθέτει αριστουργήματα της μετα-ιμπρεσιονιστικής τέχνης, αλλά όχι μόνο. Το Ιδρυμα που έγινε μουσείο παρά τη θέληση του Μπαρνς φέρει τουλάχιστον το όνομα της εκκεντρικής προσωπικότητας αυτού του ιατρού που έγινε φαρμακοποιός και εξέλιξε τη θεραπεία για τη γονόρροια και περιλαμβάνει περί τους 900 πίνακες (ενδεικτικά, 181 του Ρενουάρ, 69 του Σεζάν, 59 του Ματίς, 46 του Πικάσο, 11 του Ντεγκά, 11 του Ντε Κίρικο, 7 του Βαν Γκογκ, 6 του Σερά) και ισάριθμα αντικείμενα μεταλλοτεχνίας αλλά και δείγματα κινεζικής, αιγυπτιακής, αρχαιοελληνικής καθώς και αφρικανικής τέχνης, η οποία παρεμπιπτόντως αποκτήθηκε όταν δεν υπήρχε κάποια σχετική μόδα στην Αμερική. Αντίστοιχα, ο Μπαρνς ήταν από τους πρώτους που συνέλεξαν τη δουλειά σπουδαίων ευρωπαίων καλλιτεχνών όπως ο Αμεντέο Μοντιλιάνι (16 έργα) ή ο λευκορώσος εξπρεσιονιστής Χαΐμ Σουτίν (21 έργα), ενώ στήριξε ζωγράφους της Σχολής Ashcan, συμπατριώτες του που παρήγαγαν ρεαλιστικούς πίνακες με σκηνές από την καθημερινή ζωή στη Νέα Υόρκη στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, όπως και το κίνημα της Αναγέννησης του Χάρλεμ, την παραγωγή τέχνης και λογοτεχνίας από μαύρους καλλιτέχνες. Σήμερα η αξία αυτής της συλλογής υπολογίζεται μεταξύ 20-30 δισεκατομμυρίων δολαρίων, καθώς διαθέτει μια εξαιρετική ποιότητα ως επί το πλείστον έργων μετα-ιμπρεσιονιστικής και πρώιμης μοντέρνας τέχνης.
Μια εκκεντρική προσωπικότητα
Oσο ζούσε, o Αλμπερτ Μπαρνς είχε διαρρήξει τους δεσμούς του με τις ισχυρές προσωπικότητες της εποχής και προτιμούσε να επιτρέπει την είσοδο στο Ιδρυμά του σε εργάτες, φοιτητές και δοκιμαζόμενους καλλιτέχνες προκειμένου να μαθητεύσουν και να καλλιεργηθούν περαιτέρω. Μόνο επιλεκτικά άφηνε να περάσουν το κατώφλι ορισμένοι εξέχοντες άνθρωποι της επιστήμης και της τέχνης (βλέπε Αλμπερτ Αϊνστάιν, Τόμας Μαν κ.ά.), και αυτή ήταν μόνο μία από τις ιδιαιτερότητές του. Με πρώτη και καλύτερη το γεγονός ότι το Ιδρυμα που στέγαζε τη συλλογή του ήταν αυστηρά στοχοπροσηλωμένο στην εκπαίδευση και στην καλλιέργεια της αμερικανικής κοινωνίας και όχι στη μουσειακή έκθεση των έργων, κάτι που θα προκαλούσε δικαστικές διαμάχες μετά τον θάνατό του, το 1951.
Ο Μπαρνς, ο οποίος κατά γενική ομολογία ήταν μια συγκρουσιακή προσωπικότητα, ιδιαίτερα ευφυής, πεισματάρης, αλλά και σε υπερβολικό βαθμό υπερήφανος, πίστευε στην πρόοδο μέσα από την εκπαίδευση, όπως και στην κοινωνική ισότητα, και η δέσμευσή του για τη βελτίωση της δημόσιας ζωής ήταν αδιαμφισβήτητη. Το Ιδρυμα Barnes θεωρήθηκε μέσα στα χρόνια ένας θρίαμβος της τέχνης και της φιλανθρωπίας. Για εκείνον το Ιδρυμά του ήταν ένα μέσο για να καταστήσει προσιτές τις καλές τέχνες και οι προσπάθειές του επικεντρώνονταν στο να καταρρίψει τις ελιτίστικες συμπεριφορές που αποξένωναν τον κόσμο από την καλλιτεχνική εκπαίδευση και την ικανότητα εκτίμησης και απόλαυσης της τέχνης.
Αν και πολυεκατομμυριούχος, ήταν υπέρμαχος του κινήματος δικαιωμάτων των πολιτών (Civil Rights Movement) και συνεργάστηκε στενά με τις αφροαμερικανικές κοινότητες προκειμένου να στηρίξει την τέχνη των ιθαγενών της Αφρικής, ενώ θεωρείται υπεύθυνος για την καθοριστική ώθηση στην καριέρα του αφροαμερικανού αυτοδίδακτου καλλιτέχνη Χόρας Πίπιν (1888-1946). Ο Πίπιν ζωγράφιζε σκηνές που απεικόνιζαν τη δουλεία και τον φυλετικό διαχωρισμό στην Αμερική και είναι ο πρώτος μαύρος καλλιτέχνης με μονογραφία αφιερωμένη στην εικαστική παραγωγή του (γράφτηκε το 1947). Ο Μπαρνς ήρθε σε επαφή με το έργο του στην παρθενική του έκθεση στη Φιλαδέλφεια το 1940 και εντυπωσιασμένος από την αφοπλιστική δύναμη των κάδρων του όχι μόνο αγόρασε πίνακες για τη συλλογή του, αλλά προσκάλεσε και τον Πίπιν να εγγραφεί στο Ιδρυμά του ως φοιτητής.
Στη γειτονιά του Ρόκι
Η μητέρα του Μπαρνς, η οποία είχε διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη ζωή του, ήταν εκείνη που τον είχε επηρεάσει σχετικά, καθώς μαζί της είχε βιώσει μια από τις πιο αξιομνημόνευτες εμπειρίες στη ζωή του, όταν άκουσε για πρώτη φορά θρησκευτικά τραγούδια των σκλαβωμένων μαύρων του αμερικανικού Νότου, τα λεγόμενα black spirituals, και γκόσπελ σε μια από τις υπαίθριες θρησκευτικές συναντήσεις (camp meetings αποκαλούνταν) που συνηθίζονταν στις ΗΠΑ τον 19ο αιώνα. Η μητέρα του αναγνώριζε πόσο σημαντικές ήταν οι τέχνες, συμπεριλαμβανομένης της μουσικής, για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών της και φρόντισε ώστε να τις διδαχθεί από νωρίς ο γιος της.
Ο Αλμπερτ Μπαρνς είχε γεννηθεί στη Φιλαδέλφεια της Πενσιλβάνια το 1872 ως ο γιος ενός ταχυδρομικού υπαλλήλου, ο οποίος είχε σταδιοδρομήσει ως χασάπης προτού χάσει ένα χέρι στη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου. Η παιδική του ηλικία δεν ήταν ρόδινη, μεγάλωσε σε μια φτωχή γειτονιά της εργατικής τάξης – το ονομαστό Κένσινγκτον που θα γινόταν αργότερα το σπίτι του «Ρόκι» Μπαλμπόα στις ομώνυμες ταινίες με τον Σιλβέστερ Σταλόνε – και στο σχολείο αποτελούσε, όπως λέγεται, αντικείμενο χλευασμού. Οι δυσκολίες τον θωράκισαν με μια ατσάλινη αποφασιστικότητα και ένα πείσμα για κοινωνική ανέλιξη που περνούσε μέσα από τις άριστες μαθητικές επιδόσεις. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, αλλά όταν αποφοίτησε συνειδητοποίησε ότι τον ενδιέφερε περισσότερο η ερευνητική πλευρά της ιατρικής και κατευθύνθηκε στην Ευρώπη για να σπουδάσει Χημεία. Αφότου είχε επαναπατριστεί, άρχισε να συνεργάζεται με έναν λαμπρό επιστήμονα χημικό, τον Χέρμαν Χίλε, που είχε γνωρίσει στη Γερμανία. Μαζί πειραματίστηκαν πάνω σε χημικές ενώσεις που τελικά οδήγησαν στη δημιουργία ενός φθηνού προς παραγωγή διαλύματος νιτρικού αργύρου το οπoίο αποδείχθηκε επιτυχές στη θεραπεία τύφλωσης μωρών που είχαν γεννηθεί από μητέρες με γονόρροια (για την ακρίβεια, τελειοποίησαν ένα προϋπάρχον φάρμακο το οποίο είχε παρενέργειες). Οι ιδρυτές της Barnes & Hille, όπως ονομάστηκε η εταιρεία τους, έγιναν πολύ πλούσιοι, ιδίως όταν το φαρμακευτικό τους σκεύασμα χρησιμοποιήθηκε μαζικά από τον γαλλικό στρατό για τη θεραπεία της γονόρροιας.
Το Παρίσι και το Κραχ
«Οι καλοί πίνακες είναι πολύ πιο ικανοποιητικοί σύντροφοι από ό,τι τα καλύτερα βιβλία και ακόμα περισσότερο από τους περισσότερους πολύ καλούς ανθρώπους» θα έλεγε ο άνθρωπος που έχτισε μια τεράστια περιουσία χάρη στο Argyrol, όπως ονομάστηκε το θαυματουργό σκεύασμα. Λάτρης της τέχνης και αποτυχημένος καλλιτέχνης, όπως αποφάνθηκε ο ίδιος για τον εαυτό του ύστερα από περίπου 200 απόπειρες δημιουργίας πινάκων, ο Μπαρνς στράφηκε από νωρίς στη συλλογή έργων τέχνης. Το 1911 έδωσε στον παλιό του γνώριμο και συμμαθητή, ζωγράφο Γουίλιαμ Γκλάκενς (1870-1938), 20.000 δολάρια για να αγοράσει για λογαριασμό του πίνακες στο Παρίσι. Εκείνος επέστρεψε με τίποτε λιγότερο από Βαν Γκογκ, Σεζάν, Πισαρό, Ρενουάρ και σύστησε τον Μπαρνς στους κύκλους της αβανγκάρντ τέχνης του Παρισιού.
Σύντομα άρχισε να πραγματοποιεί ο ίδιος τις αγοραπωλησίες σε απευθείας επαφή με εμπόρους τέχνης στο Παρίσι. «Απλώς έκλεψα τους πάντες» θα καυχιόταν αργότερα. Το έργο του Πικάσο «Οι χωρικοί» (The Peasants, 1906) το είχε αποκτήσει για 300 δολάρια το 1913, ενώ για δεκάδες πίνακες είχε πληρώσει μόλις ένα δολάριο το κομμάτι. Το μεγαλύτερο ποσό που είχε καταβάλει ποτέ ήταν 100.000 δολάρια για τους «Χαρτοπαίκτες» (1890-92) του Πολ Σεζάν (μια προγενέστερη εκδοχή του διάσημου πίνακα που απέκτησε το 2011 για 250 εκατ. δολάρια η βασιλική οικογένεια του Κατάρ από την ιδιωτική συλλογή του Γιώργου Εμπειρίκου). «Ειδικά στη διάρκεια του οικονομικού κραχ στην Αμερική, η ειδικότητά μου ήταν να καταληστεύω τα κορόιδα που είχαν επενδύσει τα χρήματά τους σε αδύναμους τίτλους και έπρεπε να πουλήσουν τους πίνακές τους για να κρατήσουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους» φέρεται να είχε παραδεχθεί ο Μπαρνς στη διάρκεια της ζωής του. Ο ίδιος υπήρξε ιδιαίτερα τυχερός ή προνοητικός ή ίσως και τα δύο, καθώς όταν ξέσπασε η κρίση του ’29 εκείνος είχε ήδη πουλήσει, μόλις λίγους μήνες πριν, την εταιρεία του και είχε επενδύσει σε κρατικά ομόλογα, με αποτέλεσμα να παραμένει πλούσιος όταν άλλοι ευκατάστατοι αμερικανοί πολίτες δοκιμάζονταν σκληρά.
Μετά το «χτίσιμο» της συλλογής το επόμενο βήμα ήταν να τη στεγάσει και να τη μοιραστεί με τον κόσμο. Το 1922 αγόρασε ένα οικόπεδο 12 στρεμμάτων στο προάστιο Μέριον στη Φιλαδέλφεια για να φιλοξενήσει το Ιδρυμα Barnes σε ένα κτίριο σχεδιασμένο από τον γάλλο αρχιτέκτονα Πολ Φιλίπ Κρε. Ο Μπαρνς είχε αναθέσει στον ίδιο τον Ανρί Ματίς να φιλοτεχνήσει το κύριο έργο για την κεντρική αίθουσα και εκείνος, όταν επισκέφθηκε το Μέριον το 1930, συμφώνησε να ζωγραφίσει ένα μεγάλο έργο, τον «Χορό» (The Dance, 1932-33), το οποίο είναι στην ουσία τρεις μεγάλες συνθέσεις, πλαισιωμένες από τις αψίδες του κτιρίου.
Οταν ο νεκρός δεν δεδικαίωται
Το τέλος του Μπαρνς ήταν απότομο και άδοξο, καθώς σκοτώθηκε σε τροχαίο το 1951 στα 79 του χρόνια. Ωστόσο είχε αφήσει ξεκάθαρες οδηγίες να χρησιμοποιείται η συλλογή του μόνο για εκπαιδευτικούς σκοπούς, ώστε να την επισκέπτονται φοιτητές και άνθρωποι που αγαπούν την τέχνη, όπως είχε κάνει σαφές ότι δεν ήθελε να εκτίθεται με μουσειακό τρόπο, εξ ου και άφησε την εποπτεία της στο Πανεπιστήμιο Λίνκολν. Aπό τα τέλη της δεκαετίας του 1960 φορείς εξουσίας άρχισαν να διαπληκτίζονται για τη βιωσιμότητα του Ιδρύματος μέσω αντιδικιών και πολιτικών ελιγμών. Πίνακες άρχισαν να πωλούνται, πίνακες άρχισαν να γίνονται αντικείμενο δανεισμού και τελικά έγινε και η μεταφορά της συλλογής από το Μέριον στο κέντρο της Φιλαδέλφειας για να είναι πιο προσβάσιμη από ένα ευρύ κοινό, με το απαραίτητο αντίτιμο φυσικά. Σήμερα η συλλογή στεγάζεται σε ένα σύγχρονο κτίριο που σχεδίασε το αμερικανικό γραφείο Tod Williams Billie Tsien Architects και βρίσκεται κοντά στο Philadelphia Museum of Art και στο Moυσείο Ροντέν, στο κέντρο της πόλης. Aνοιξε το 2012 και στοίχισε γύρω στα 150 εκατ. δολάρια προκειμένου να μπορεί στα 30.000 τ.μ. του να υποδέχεται 250.000 επισκέπτες ετησίως, κάνοντας τα κόκαλα του ιδρυτή του να τρίζουν το δίχως άλλο.