Μπαίνοντας στο εργαστήριο της οδού Βατάτζη στα Εξάρχεια σε υποδέχεται ο Γιάννης. Η πρόταση που μόλις διαβάσατε θα αποτελούσε μια αρκετά συμβατική αρχή ενός κειμένου, αν ο «Γιάννης» δεν ήταν μια εξαιρετικά ρεαλιστική ρεπλίκα ξεκοιλιασμένου πτώματος, η οποία θα κάνει το στομάχι σου να σφιχτεί όσες φορές κι αν τη δεις.
Δημιουργός του «Γιάννη» είναι ο Ρότζερ Φρένταλ Φίσερ, ο Αυστραλός που ειδικεύεται στην κατασκευή εξοπλισμού για ταινίες θρίλερ, τρόμου και επιστημονικής φαντασίας, αν και αυτή η περιγραφή μάλλον αδικεί τον πολυπράγμονα καλλιτέχνη, αφού ταυτόχρονα ασχολείται με τη μουσική, τη σκηνοθεσία, την ηχοληψία, το μοντάζ, τα κοστούμια, τη φωτογραφία, ενώ παραλίγο να κυνηγήσει και καριέρα… στη μαγειρική, καθώς λίγο πριν έρθει στην Ελλάδα είχε δουλέψει και ως μαθητευόμενος σεφ.
Πλούσιο πορτφόλιο
Με όλες αυτές τις ιδιότητες (εξαιρουμένης ίσως της τελευταίας) ο ταλαντούχος κ. Φίσερ έχει πολλές δουλειές στο ενεργητικό του. Από το εσθονικό stop animation φιλμ «The Old Man» και την αυστραλιανή μικρού μήκους ταινία τρόμου «The Last Surprise» έως τις συνεργασίες του με την Εθνική Λυρική Σκηνή για την όπερα «Ντον Τζοβάνι» και το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Και όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε αμέτρητα διαφημιστικά και βιντεοκλίπ για συγκροτήματα heavy metal.
Αλλά και το 2024 θα είναι εξίσου δραστήριο. Οπως μας είπε ο ίδιος, εργάζεται – μεταξύ άλλων – στο φιλμ μεγάλου μήκους του Λουκιανού Μοσχονά, σε μια κωμωδία τρόμου του καλού του φίλου Διονύση Καβαλλιεράτου που εξελίσσεται τον Μεσαίωνα, ενώ μόλις τελείωσε το γύρισμα του βιντεοκλίπ της γαλλίδας τραγουδοποιού και ηθοποιού Λόρα Σαμπ. Ταυτόχρονα σκηνοθετεί ένα φιλμ μικρού μήκους για τον κατά συρροή δολοφόνο Εντ Κέμπερ. Δεν τα λες και λίγα, ενώ έχουμε ακόμη Ιανουάριο…
Αν πάντως υπάρχει κάπου μια σχετική εξειδίκευση στην καριέρα του, αυτή είναι στις μάσκες, όπως προδίδουν αφενός το όνομα της εταιρείας του (Snuffmasks, https://www.instagram.com/snuffmasks/), αφετέρου η… πινακοθήκη τεράτων που κάνουν παρέα στον άτυχο «Γιάννη».
Μιλώντας για πινακοθήκη, ο Ρότζερ Φίσερ μάς είπε ότι στις φιλοδοξίες του συμπεριλαμβάνεται και η δημιουργία ενός μουσείου από props (αντικείμενα, δηλαδή, που χρησιμοποιήθηκαν σε κινηματογραφικές ταινίες ή θεατρικές παραστάσεις), καθώς ο ίδιος δηλώνει φανατικός συλλέκτης.
Από μικρός στα «βάσανα»
Η αγάπη του για τα ειδικά εφέ ξεκίνησε από όταν ήταν 10 ετών. «Ενας φίλος είχε μια άθλια κάμερα και με αυτήν αποφασίσαμε να κάνουμε μια ταινία για τον πόλεμο στο Βιετνάμ» λέει. «Για τις σκηνές που απαιτούσαν αίμα χρησιμοποιήσαμε λιωμένα κράνμπερι, τα οποία απλώσαμε στο κεφάλι του θύματος, κι από εκεί ξεκίνησαν όλα».
Τα κράνμπερι μας οδήγησαν στην επόμενη ερώτηση για τα υλικά που χρησιμοποιεί στη δουλειά του. «Πράγματι, όταν ήμουν μικρός τα υλικά μου ήταν φρούτα και απλή μπογιά. Αλλά αργότερα ανακάλυψα το λάτεξ και τον γύψο και έτσι έφτιαξα τις πρώτες μου μάσκες όταν ήμουν περίπου 17 ετών. Σταδιακά, βέβαια, άρχισα να χρησιμοποιώ πιο ακριβά υλικά, όπως σιλικόνες και ειδικούς αφρούς, καθώς η ενασχόλησή μου γινόταν όλο και πιο σοβαρή και τα αντικείμενα απαιτούσαν όλο και περισσότερο ρεαλισμό».
Η εικόνα του εργαστηρίου του προδίδει ότι η δουλειά του είναι… ατομικό σπορ. «Ναι, τον περισσότερο χρόνο δουλεύω μόνος μου. Αλλά πολλές φορές χρειάζεται ένα τρίτο ή ένα… πέμπτο χέρι. Οπότε ζητώ βοήθεια από άλλους καλλιτέχνες. Επίσης, πολλές φορές αντίστοιχα συμμετέχω εγώ σε έργα άλλων» λέει ο ίδιος. Μάλιστα, μιλάει με τα καλύτερα λόγια για τους Ελληνες που ασχολούνται με τον χώρο των ειδικών εφέ (όπως τους – επίσης προερχόμενους από την Αυστραλία – αδελφούς Αλαχούζους, τον Αλέξανδρο Λόγγο, τον Προκόπη Βλασερό) κάνοντας φανερό ότι τους βλέπει ως συναδέλφους παρά ως ανταγωνιστές…
Ο μονίμως χαμογελαστός Ρότζερ γεννήθηκε πριν από 40 χρόνια στο Δυτικό Σίδνεϊ και είχε την τύχη να κληρονομήσει το καλλιτεχνικό γονίδιο και από τους δύο γονείς του. Ο πατέρας του είναι ντράμερ με παρουσία σε αρκετά συγκροτήματα της Αυστραλίας και η μητέρα του δίδασκε Τέχνες στο πανεπιστήμιο.
Η ζωή Down Under
Η πρώτη του «επαγγελματική» επαφή με την τέχνη δεν ήταν με τη γλυπτική. Οπως πολλούς άλλους εφήβους, τον κέρδισε η μουσική, αφού πέρα από τον πατέρα του, ο αδελφός του έπαιζε βιολί και μπάσο ενώ η αδελφή του φλάουτο. «Από μικρός ήθελα να γίνω μουσικός. Για χρόνια έπαιζα σε πολλές μπάντες διάφορα όργανα, ακολούθησα το όνειρό μου και κάνοντας περιοδείες γύρισα τον κόσμο. Και όχι μόνο μία φορά».
Σχετικές με τη μουσική ήταν και οι πρώτες σπουδές του, καθώς σπούδασε ηχοληψία και μουσική παραγωγή, αλλά η πραγματική «ανώτατη εκπαίδευσή του», όπως περιγράφει, ήταν η θητεία του ως άτυπου βοηθού της μητέρας του, η οποία, πέρα από τη διδασκαλία, ασχολούνταν με τη γλυπτική: «Η μητέρα μου με βοήθησε τρομερά. Βελτίωσε την τεχνική μου στη γλυπτική αλλά και το αισθητήριό μου όσον αφορά τη διαμόρφωση σχημάτων και ιδεών».
«Ως Αυστραλός εκτιμώ πολύ την αρχαία αλλά και σύγχρονη ελληνική Ιστορία που περικλείουν αυτό που λέμε Ελλάδα και ελληνικό πολιτισμό»
Ο ίδιος ήρθε στη χώρα μας το 2009, «σε μια πολύ περίεργη περίοδο», όπως λέει, συνοψίζοντας σε πέντε λέξεις την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, δεν έπαθε και… πολιτισμικό σοκ: «Η Ελλάδα μού θυμίζει αρκετά την Αυστραλία. Εχουν παρόμοιο κλίμα, ενώ η Αυστραλία, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υποδέχθηκε πολλούς μετανάστες από τη Μεσόγειο, που άφησαν το αποτύπωμά τους στη χώρα». Μέσω ενός μετανάστη ο κ. Φίσερ πήρε (κυριολεκτικά) και την πρώτη του γεύση από Ελλάδα. «Μεγαλώνοντας σε μια πολυπολιτισμική χώρα, είχα στο περιβάλλον μου άτομα διαφόρων εθνικοτήτων. Οι δύο καλύτεροί μου φίλοι ήταν ένας Ελληνας και ένας Τούρκος, στα σπίτια των οποίων πέρασα αμέτρητες ώρες μαθαίνοντας τη διαφορά ανάμεσα στους… ντολμάδες και τα ντολμαδάκια». Βέβαια, δεν έλειψαν και οι παρεξηγήσεις, ειδικά τον πρώτο καιρό που βρέθηκε στην Ελλάδα. «Εδώ, το να σηκώνεις το κεφάλι και να λες «τσου» είναι ένας κλασικός τρόπος να πεις «όχι». Στην Αυστραλία, η ίδια χειρονομία μεταφράζεται σε «ναι, βεβαίως»».
Του λείπει όμως η Αυστραλία; «Κάποιες φορές ναι. Κυρίως η φύση και τα ζώα. Εκεί που μένει η οικογένειά μου ζει η πιο επικίνδυνη αράχνη του κόσμου και το τρίτο πιο δηλητηριώδες φίδι. Θα έλεγε κανείς ότι μου λείπει ο κίνδυνος» λέει γελώντας και συμπληρώνει για τη φύση της πατρίδας του πετώντας μας το γάντι: «Ξέρω ότι οι Ελληνες είστε πολύ περήφανοι για τις παραλίες σας και πιστεύετε ότι είναι οι καλύτερες στον κόσμο, αλλά να ξέρετε ότι ο ανταγωνισμός από τις αυστραλέζικες δεν είναι αμελητέος».
Και οι αυστραλοί οικείοι του; «Είμαι πολύ τυχερός που παρά την απόσταση είναι αρκετά συχνές οι επισκέψεις συγγενών και φίλων. Εχω γίνει πολύ έμπειρος ξεναγός. Είναι πολύ συνηθισμένο όταν έρχεται η οικογένειά μου να βγάζω δρομολόγιο που μπορεί να ξεκινά από ένα σουβλατζίδικο και να καταλήγει στο Ιερό των Δελφών. Ως Αυστραλός εκτιμώ πολύ την αρχαία αλλά και σύγχρονη ελληνική Ιστορία που περικλείουν αυτό που λέμε Ελλάδα και ελληνικό πολιτισμό».
«Η γλυπτική είναι και ένας τρόπος αποτοξίνωσης από την καθημερινή ζωή. Σημασία δεν έχει τόσο το περιεχόμενο της τέχνης, όσο το να χρησιμοποιείς τα ίδια σου τα χέρια για να δημιουργείς…».
O Ρότζερ Φίσερ δεν περιορίζεται στον δημιουργικό του ρόλο, καθώς συχνά πυκνά βλέπεις το εργαστήριό του να γεμίζει από ανθρώπους που θέλουν να μάθουν την τέχνη του. «Εχω μαθητές από 10 έως 60 ετών» μας λέει. «Μου αρέσει να βλέπω ανθρώπους να ενθουσιάζονται με το πρώτο τους δημιούργημα. Η γλυπτική είναι και ένας τρόπος αποτοξίνωσης από την καθημερινή ζωή. Σημασία δεν έχει τόσο το περιεχόμενο της τέχνης, όσο το να χρησιμοποιείς τα ίδια σου τα χέρια για να δημιουργείς…».
Tετράποδος βοηθός
Θα ήταν τεράστια παράλειψη να μην αναφερθούμε στη μασκότ του εργαστηρίου. Ο Μπάτερς, ο συμπαθής γατούλης του Ρότζερ, δίνει καθημερινά τη δική του παράσταση για όσους περνούν έξω από τον χώρο, προσπαθώντας να τους πείσει ότι έχει πέσει θύμα απαγωγής και καλό είναι να τον ελευθερώσει κάποιος. Οταν δεν υποκρίνεται τον απαχθέντα, ο Μπάτερς συχνά ανεβαίνει στον πάγκο εργασίας του Ρότζερ για να «εγκρίνει» τα έργα του. Οσο καλός και να είσαι, πάντα χρειάζεται ένας βοηθός…