Eίναι μια συγγραφέας και δοκιμιογράφος που έχει χαράξει τον δικό της δρόμο με βιβλία που εμβαθύνουν σε θέματα μνήμης, ταυτότητας και των σκοτεινότερων πτυχών της αμερικανικής κουλτούρας – και όχι μόνο.

Μια δημιουργός με προϋπηρεσία στον αμερικανικό Τύπο – από τη «Vogue» στο «The New York Review of Books» και στο «The Paris Review» ή στο «The New Inquiry» – και όχημα τη μυθοπλασία αλλά και τις προσωπικές της εμπειρίες, έναν συνδυασμό των οποίων έχει ενσταλάξει σε τρία βιβλία με αρκετά εύγλωττους τίτλους: «An Extraordinary Theory of Objects: A Memoir of an Outsider in Paris», βασισμένο στην εμπειρία της ως Αμερικανίδας στο Λε Βεζινέ του Παρισιού όταν ήταν μικρή και η οικογένειά της μετακόμισε από τη Βοστώνη στη Γαλλία, «The Superrationals», που διαδραματίζεται εν μέρει με φόντο αμερικανικούς οίκους δημοπρασιών τέχνης, ή «I Fear My Pain Interests You», με πρωταγωνίστρια μια νεαρή γυναίκα που δεν μπορεί να αισθανθεί πόνο.

Δεν είναι απλουστευτικό να πει κανείς ότι η Στέφανι ΛαΚάβα στοχάζεται πάνω στην αποξένωση και στη συναισθηματική κενότητα ανθρώπων που έχουν στα «χαρτιά» όλα τα (υλικά) μέσα για να αντιμετωπίζουν ποικιλοτρόπως κάθε τέτοιου είδους ελλείψεις.

Η ΛαΚάβα βρέθηκε στην Αθήνα ως καλεσμένη της The Intermission στον Πειραιά (Πολυδεύκους 37Α) προκειμένου να συνομιλήσει με την Ντίνα Γιάγκο, την επίσης αμερικανίδα εικαστικό και συγγραφέα, η δουλειά της οποίας εντάσσεται στο εκθεσιακό πρόγραμμα του χώρου τέχνης στο Λιμάνι («Induction», έως τις 23/11).

Η οποία Γιάγκο παρουσιάζει ορισμένες από τις «πιο φορτισμένες εικόνες της ύστερης καπιταλιστικής ζωής και της επικείμενης κλιματικής κρίσης σε μια έξαρση συμβολισμών», δίνοντας μια αλληγορική έμφαση σε ζώα, φυτά αλλά και άψυχα αντικείμενα, πιστή στην κριτική της ματιά πάνω στη στυγνή εμπορευματοποίηση της εργασίας στον ψηφιακό καπιταλιστικό μας κόσμο, κοινώς τη μεταβολή ενός κοινωνικού αγαθού, μιας κοινωνικής λειτουργίας, σε ένα αντικείμενο αμιγούς οικονομικής συναλλαγής – μια άλλη χροιά αποξένωσης που τη συνδέει υπογείως με τη ΛαΚάβα.

Πώς ήρθατε για πρώτη φορά σε επαφή µε το έργο της Γιάγκο, ιδιαίτερα όσον αφορά την κριτική που ασκεί για τη σύγχρονη εργασία και την εµπορευµατοποίησή της στην ψηφιακή εποχή;

Τη γνώριζα κοινωνικά εδώ και καιρό, αλλά είναι ακριβώς η ενασχόλησή της με αυτά τα ζητήματα που με ενδιαφέρει. Υπήρχε ένα τεύχος ποίησης του γερμανικού περιοδικού «Texte zur Kunst» για τη σύγχρονη τέχνη, για το οποίο είχαμε δουλέψει και οι δύο πριν από κάποια χρόνια: εγώ έγραψα για μια έκθεση του γερμανού εικαστικού Λούκας Ντούβενχεγκερ και εκείνη ένα κείμενο με τίτλο «Εmpire Poetry» με θεματική του αυτό ακριβώς που αναφέρετε: πώς αναπτύχθηκε η ποιητική της πρακτική όταν εργαζόταν στην corporate δικηγορική εταιρεία Cleary Gottlieb Steen & Hamilton το 2010.

Τότε ήταν που ξεκίνησε να χρησιμοποιεί το Blackberry που της είχαν δώσει για να γράφει ποίηση με θραύσματα από τη γλώσσα που χρησιμοποιούνταν σε εκείνο το περιβάλλον. Μια πρακτική που ταιριάζει με τη δουλειά μιας άλλης φίλης μου, της γραφίστριας και εικαστικού Nόρα Τουράτο, η οποία αντλεί στοιχεία της γλώσσας από τα media που καταναλώνει σε καθημερινή βάση και τα χρησιμοποιεί στη δουλειά της.

Υπό μία έννοια, η δική μου συγγραφική πρακτική λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο, αν και «εκτοξεύω» νέες λέξεις σε σχηματισμούς ως ένα είδος εξορκισμού από όλα τα κείμενα και τις πληροφορίες που έχω καταναλώσει.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο μορφοποιώ ιδέες που πρέπει να σχηματίσουν ένα πιο συνεκτικό αφήγημα για να μπορεί να διατηρηθεί για πολλές σελίδες. Θαυμάζω πολύ τον τρόπο που η Νόρα και η Ντίνα αναμειγνύουν τη γλώσσα με εικόνες. Εν όψει της συζήτησής μας με την Ντίνα στην Αθήνα, κοιτούσα την ποιητική συλλογή «Fade the Lure» (εκδ. After 8). Ο τίτλος είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στην εκπαίδευση σκύλων και υπάρχουν και πολλές εικόνες τους μέσα στο βιβλίο. Τόσο τα ποιήματα όσο και οι φωτογραφίες δημιουργήθηκαν μεταξύ 2014 και 2017.

Nιώθετε συνάφεια µε τον τρόπο που αντιµετωπίζει την επισφαλή φύση και θέση της δηµιουργικής εργασίας στη σηµερινή εποχή;

Ναι, σίγουρα. Η δουλειά μου αφορά περισσότερο τον κοινωνικό ιστό που υφαίνεται μεταξύ των culture workers για την επισφάλεια της πίστης, ενώ η δική της δουλειά είναι πιο πολιτική και άμεση, όπως στο κείμενο που προανέφερα, στο οποίο ενσωματώνεται μια συζήτηση για τον Τσου Λίτσι και την ποίησή του. Ο Λίτσι ήταν ένας εργάτης στο εργοστάσιο Foxconn στη Σεντσέν ο οποίος αυτοκτόνησε το 2014, στα 24 του χρόνια.

H Ντίνα ανέφερε ότι προσπάθησε να «αποδράσει» από τη θέση του και να βρει δουλειά ως βιβλιοθηκάριος ή ως υπάλληλος στο τοπικό βιβλιοπωλείο. Τίποτε από τα δύο δεν λειτούργησε. Στην τελευταία γραμμή του δοκιμίου που δηµοσιεύθηκε στο «Texte zur Kunst» η Ντίνα γράφει «αυτή είναι ποίηση ως GPS, ως συσκευή εντοπισμού των τριγωνικών αποστάσεων από και προς το έργο, προς τον κόσμο και προς τον εαυτό».

Παραδόξως, αυτές οι λέξεις παραπέμπουν στον δικό μου τρόπο σκέψης με έναν έμμεσο τρόπο, όπως επισήμανε ένας αναγνώστης μου με αφορμή τις φωτογραφίες που τράβηξε o Στίβεν Σορ με drone και οι οποίες εκτέθηκαν πρόσφατα στο Ιδρυμα Henri Cartier-Bresson. Μία από αυτές τραβήχτηκε στο Μπόζμαν της Μοντάνα, όπου διαδραματίζεται μέρος της πλοκής στο βιβλίο μου «I Fear Μy Pain Interests You», παραδόξως περίπου έναν χρόνο πριν από την ημέρα που ήμουν εκεί και δούλευα το βιβλίο. Τα λέω όλα αυτά γιατί το διακύβευμα είναι κάθε φορά πολύ διαφορετικό, είναι όμως ενδιαφέρον να δει κανείς πώς η γλώσσα, οι συντεταγμένες και ο κώδικας λειτουργούν για να αναδείξουν την πολιτισμική κριτική στις πολυάριθμες μορφές της με περίεργους τρόπους.

Στα βιβλία σας διερευνάτε την ένταση που προκύπτει ανάµεσα στην ανάγκη για προσωπική έκφραση και στην εµπορευµατοποίησή της στο πλαίσιο των πατριαρχικών δοµών. Πώς πιστεύετε ότι οι γυναίκες, ιδιαίτερα εκείνες που βρίσκονται στον χώρο της τέχνης, µπορούν να βρουν την ισορροπία ανάµεσα στην ανάγκη να αξιοποιήσουν σχέσεις που τις βοηθούν να προχωρήσουν δίχως να παραδοθούν στο objectification;

Δεν νομίζω ότι είναι εύκολη μια τέτοια ισορροπία. Μπορείς να επιλέξεις να συμμετάσχεις ή να εξαιρεθείς από την εξίσωση και πολλοί σοφοί άνθρωποι κάνουν το δεύτερο, αν και συχνά απολαμβάνουν το προνόμιο να έχουν βρεθεί εντός αυτού του συστήματος και να έχουν ήδη γνωρίσει κάποια επιτυχία.

Η δουλειά σας συχνά επικεντρώνεται σε χαρακτήρες που είναι συναισθηµατικά αποκοµµένοι από τον κόσµο γύρω τους, παρά το γεγονός ότι είναι εµφανώς προνοµιούχοι. Τι σας ελκύει στη διερεύνηση της συναισθηµατικής αποξένωσης, κατά πόσο είναι προϊόν των δικών σας εµπειριών;

Θα ήθελα να αναφέρω τη δουλειά της Ιζούμι Σουζούκι (σ.σ.: 1949-1986), μιας συγγραφέως ιστοριών επιστημονικής φαντασίας και δοκιμίων για την ιαπωνική ποπ κουλτούρα, την οποία αγαπώ πολύ, και έγραφε για την αποξένωση με έναν παρόμοιο τρόπο. Το πρώτο της μυθιστόρημα θα κυκλοφορήσει σύντομα στα αγγλικά για πρώτη φορά με τίτλο «Terminal Boredom».

Νομίζω ότι πρόκειται για μια γενικευμένη αίσθηση δυσφορίας και μπορούμε επίσης να τη διακρίνουμε και στις ταινίες του Κότζι Γουακαμάτσου, από όπου προκύπτουν πολλές αφορμές για να συζητήσουμε όλα αυτά τα εγγενή παράδοξα. Η Σουζούκι έχει αποτελέσει μέρος τους.

Εχετε πει ότι ορισµένοι αναγνώστες σάς ασκούν κριτική θεωρώντας τα βιβλία σας ιστορίες για φτωχά πλουσιοκόριτσα – «poor little rich girls». Πώς βρίσκετε αυτή την ερµηνεία και τι ελπίζετε ότι θα αποκοµίσουν οι αναγνώστες από τα βιβλία σας;

Κάποιοι χαρακτήρες ζουν σε έναν κόσμο ακραίων προνομίων. Αυτό όμως δεν αφαιρεί τη μοναδικότητα των ιστοριών τους μέσα από τις οποίες μπορεί να διερευνηθεί η πολιτισμική κατανάλωση, ζητήματα τάξης, αποξένωσης και πολλά άλλα.

Αυτό με οδηγεί στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης και θα απαντήσω ηχηρά: «Πολλά!». Προσπαθώ να αναδεικνύω την πολυπλοκότητα και το ευρύ φάσμα αυτού του τοπίου. Η φόρμα του μυθιστορήματος επιτρέπει στον/στη συγγραφέα να μιλήσει για αντικρουόμενα πράγματα ταυτόχρονα και για αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο όπου κατοικούν οι σκέψεις και τα συναισθήματα.

Ως αµερικανίδα συγγραφέας, πώς πιστεύετε ότι το παρόν κλίµα νεοφιλελευθερισµού στη χώρα επιδρά σε αυτά τα κοινωνικά και συναισθηµατικά τοπία που περιγράφετε στα βιβλία σας; Βλέπετε αυτή την αποσύνδεση και αποξένωση των χαρακτήρων σας ως µια αντανάκλαση των ευρύτερων κοινωνικών πιέσεων που προκαλούν ο ατοµικισµός και οι κοινωνικές ανισότητες;

Νομίζω ότι θα προτιμούσα να εξερευνήσω αυτά τα θέματα μέσα από μια αφήγηση παρουσία μιας ευρείας γκάμας χαρακτήρων. Δεν υπάρχει κάποια διδακτική απάντηση σε αυτό που ρωτάτε, αυτό που θεωρώ σημαντικό είναι να αναγνωρίζουμε τα «continuums» και την ανθρωπιά. Δεν έχω απαντήσεις, συνεχίζω να ζω τη ζωή μου χάρη στους εξορκισμούς που μου επιτρέπει να διενεργώ η δουλειά μου.

Θα µου µιλήσετε για την προσωπική σας σύνδεση µε την Ελλάδα, τον αρχαίο και τον σύγχρονο πολιτισµό της;

Σε ένα πολύ ανάλαφρο όσο και διασκεδαστικό επίπεδο, το επόμενο βιβλίο μου έχει τίτλο «Nymph» και μολονότι έχει πολλά επίπεδα ερμηνείας, ένα από αυτά αναφέρεται στα γνωστά μυθολογικά όντα. Oταν ήμουν παιδί ονειρευόμουν την Ελλάδα. Με ενδιέφερε και εξακολουθεί να με ενδιαφέρει η αρχαία Ελλάδα, οι ιστορίες της και ο τρόπος αφήγησής τους.

Οσον αφορά τη σύγχρονη Ελλάδα, αυτή ακτινοβολεί προς όλες τις κατευθύνσεις. Θέλω να αναφέρω και τον θαυμασμό μου για την Κατερίνα Γώγου, για την οποία μου μίλησε η φίλη μου Αναχίντ Νερσεσιάν, η οποία είναι και συγγραφέας και κριτικός ποίησης. Χαίρομαι πάρα πολύ που βρίσκομαι καθ’ οδόν για να τη μάθω και να την εξερευνήσω καλύτερα.