Η χώρα μας έσπευσε αμέσως να συμπαρασταθεί στο δράμα των Τούρκων. Στάλθηκαν αμέσως διασώστες, επισκέφθηκε τη χτυπημένη από τους σεισμούς περιοχή ο υπουργός Εξωτερικών κ. Νίκος Δένδιας – ακόμα και τα λόγια συμπαράστασης του έλληνα πρωθυπουργού φαίνεται πως μέτρησαν καθοριστικά για τους πληγέντες από τον Εγκέλαδο Τούρκους, γιατί τους τα έστειλε με ένα tweet γραμμένο στη γλώσσα τους. Σε κάθε χώρα η προσοχή και το ενδιαφέρον γίνονται κατανοητά όταν υπάρχουν πράξεις. Και παντού όλοι καταλαβαίνουν ότι το να έχεις έναν καλό γείτονα μετράει. Είναι τύχη σπάνια.
Συχνά-πυκνά νομίζουμε πως προβλήματα με τους γείτονες είχαμε στην Ευρώπη μόνο εμείς και κομμάτι στενοχωριόμαστε που η θέση της χώρας μας ήταν στα ανέκαθεν γεμάτα από εντάσεις Βαλκάνια. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Ολόκληρη η ευρωπαϊκή Ιστορία είναι γεμάτη από καβγάδες γειτόνων. Για τις αγγλογαλλικές, τις γαλλογερμανικές και τους αγγλογερμανικές συγκρούσεις δεν χρειάζονται ειδικές αναφορές. Αλλά δεν χρειάζεται να σκαλίσεις πολύ την Ιστορία για να βρεις συρράξεις και ανάμεσα στους «σοβαρούς» Σκανδιναβούς ή να διαπιστώσεις πως για χρόνια ανάμεσα στους Ιταλούς και στους Αυστριακούς γινόταν χαμός. Αν δεν καβγαδίσεις με τον γείτονα με ποιον θα καβγαδίσεις; Στον γείτονα θα εκτονωθείς – κακώς βέβαια. Αλλά αυτό συμβαίνει όχι στην πολιτική Ιστορία, αλλά και στην κοινωνική μας ζωή. Το δύσκολο δεν είναι να έχεις έναν γείτονα να καβγαδίζεις: αυτό είναι πανεύκολο. Το δύσκολο είναι να έχεις έναν γείτονα εξαιρετικό. Και να του φέρεσαι καλά κι εσύ.
Για χρόνια στις πόλεις και στις πολυκατοικίες τους ζούσαν άνθρωποι που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Φταίει σίγουρα και το ότι τα διαμερίσματα αλλάζουν σχετικά συχνά ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές. Καμιά φορά, μέχρι να τον συνηθίσεις τον άλλον, τον χάνεις – εννοώ ότι φεύγει για να ζήσει αλλού. Το πράγμα άρχισε λίγο να αλλάζει τον καιρό των lockdowns. Εντάξει, δεν γίναμε Ιταλοί, που την εποχή της καραντίνας μαζεύονταν κάθε βράδυ στα μπαλκόνια τους και τραγουδούσαν – νομίζοντας πως lockdown σημαίνει ότι μετατρέπουμε την κοινωνική μας ζωή σε ένα είδος ασταμάτητων συνελεύσεων της πολυκατοικίας – αλλά κάπως αλλάξαμε κι εμείς, τουλάχιστον αλλάξαμε τη σχέση με τους γείτονες. Είναι ενδιαφέρον (για ψυχαναλυτική μελέτη…) πως αρχίσαμε να συζητάμε με τους γείτονες π.χ. για την κοινωνική μας ζωή, ακριβώς τη στιγμή που εξαιτίας του εγκλεισμού κοινωνική ζωή δεν υπήρχε. Αρχίσαμε να ρωτάμε ο ένας τον άλλον «τι κάνετε σήμερα;», λες και υπήρχε πιθανότητα οι γείτονες να κάνουν το παραμικρό. Ισως γιατί κλεισμένοι στο σπίτι είχαμε και χρόνο, αρχίσαμε να νιώθουμε ένα ενδιαφέρον για ανθρώπους που ενώ ήταν δίπλα μας, δεν μας ένοιαζε τι ακριβώς κάνουν. Μπήκαν στη ζωή μας ερωτήσεις που ποτέ δεν θα κάναμε στον εαυτό μας υπό νορμάλ συνθήκες. «Πώς την παλεύουν αυτοί που μένουν στον τρίτο όροφο και έχουν και τρία παιδιά;». «Γιατί μετέτρεψε το σπίτι σε αποθήκη με τρόφιμα η απέναντι;». «Πώς διάβολο τα σκυλάκια που έχει το ζευγάρι στον πρώτο είναι τόσο ήσυχα, ενώ ο σκύλος του γιατρού στον τέταρτο χαλάει κόσμο;». Οι πιο θαρραλέοι στις απορίες τους άρχισαν να ψάχνουν απαντήσεις κάνοντας το πιο απλό: γνώρισαν ξαφνικά ποιοι είναι και τι κάνουν αυτοί που μένουν δίπλα τους.
Από όταν ήμουν παιδί είχα καταλάβει τη διάκριση ανάμεσα στους συγγενείς και στους φίλους. Οι συγγενείς προκύπτουν, τους φίλους τους διαλέγεις. Τους συγγενείς, όσο και να τους αγαπάς, μπορεί και να τους συναντάς σπάνια, γιατί μένουν μακριά σου – συμβαίνει όλο και συχνότερα. Τους φίλους, αντίθετα, τους βλέπεις πολύ συχνά. Οι γείτονες είναι μια ξεχωριστή κατηγορία από μόνοι τους. Μοιάζουν με τους συγγενείς, γιατί δεν τους διαλέγεις: προκύπτουν κάποια στιγμή δίπλα σου. Τους συναντάς επίσης πολύ συχνά, αλλά δεν είναι φίλοι σου. Είναι κοντά σου, δίπλα σου πραγματικά και συγχρόνως μακριά σου. Τους ξέρεις και συγχρόνως δεν τους ξέρεις. Θα σου ζητήσουν βοήθεια; Δύσκολο. Θα τους ζητήσεις εσύ; Μάλλον απίθανο. Κακώς, πολύ κακώς. Διότι, σε κάθε περίπτωση, αυτοί θα έπρεπε να μην ντρέπονται να σου χτυπήσουν την πόρτα κι εσύ θα έπρεπε να νιώθεις πως αν οτιδήποτε κακό σου συμβεί, προτού το μάθουν οι συγγενείς και προτού καταφθάσουν οι φίλοι, υπάρχουν οι γείτονες. Και αυτό θα έπρεπε να σε κάνει να αισθάνεσαι μια κάποια ασφάλεια.
Σε έναν κανονικό κόσμο, από τη στιγμή που οι πόλεις άρχισαν να μεγαλώνουν και η ζωή μεταφέρθηκε σε διαμερίσματα, θα έπρεπε η τέχνη τού να είσαι καλός γείτονας να διδάσκεται στα σχολεία. Θα έπρεπε να σου μαθαίνουν κάποια βασικά. Για το πώς π.χ. θα δίνεις στον γείτονα ένα κομμάτι γλυκό καμαρώνοντας για την επιτυχία σου στη ζαχαροπλαστική. Για το πώς θα τον πείσεις να μη φοβάται να σου αφήσει ένα ζευγάρι κλειδιά – «γιατί άνθρωποι είμαστε». Για το πώς δεν θα χρειάζεται να το σκεφτεί πολύ για να σου ζητήσει, όταν λείπει, να προσέχεις τη γάτα του. Αλλά και για το πώς δεν πρέπει να βάζεις τέρμα το στερεοφωνικό το μεσημέρι ή αργά το βράδυ. Κάπου θα πρέπει να υπάρχει ένα εγχειρίδιο κανόνων για το πώς μπορούμε να είμαστε καλοί γείτονες. Αν δεν υπάρχει, ας το γράψει κάποιος.
Τα τελευταία χρόνια ο γείτονας έχει μάλλον κατασυκοφαντηθεί – δεν μιλάω για τους Τούρκους, αλλά για την έννοια του γείτονα. Υπάρχουν δεκάδες βιβλία, σειρές, ταινίες και ιστορίες στα οποία ο γείτονας είναι πάντα κακός και τρομακτικός – το βλέπεις τόσο συχνά ώστε μπορεί να αρχίσεις να υποπτεύεσαι τη Μαρία που μένει στο διπλανό διαμέρισμα. Σου συμβαίνει άνευ λόγου και αιτίας. Αλλωστε και τον απλό Τούρκο τον αντιμετωπίζεις με δυσπιστία για τον ίδιο λόγο: όπως μπερδεύεις τη Μαρία με τον δολοφόνο γείτονα του Τζέιμς Στιούαρτ στον «Σιωπηλό Μάρτυρα», έτσι μπερδεύεις και τον Τούρκο με τον Ερντογάν.
Χάρηκα που δείξαμε στους Τούρκους ότι ξέρουμε το πώς να είμαστε καλοί γείτονες. Νομίζω πως με κάποιον τρόπο θα τους βάλουμε στο μυαλό το πώς θα μας το ανταποδώσουν. Κυρίως όμως η εξέλιξη μπορεί να είναι ένα μάθημα για όλους μας. Μια ευκαιρία να θυμηθούμε πως αξίζει να γίνουμε κι εμείς καλοί γείτονες, όχι των Τούρκων, των ανθρώπων της πολυκατοικίας μας. Ανιδιοτελώς. Απλώς για να νιώσουμε τη χαρά πως είμαστε καλοί άνθρωποι.