Λέγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε µια ταινία Τζέιµς Μποντ να θεωρηθεί πραγµατικά επιτυχηµένη είναι να έχει στο καστ της έναν πολύ καλό «κακό». Οντως, σε πάρα πολλές περιπτώσεις ένας πραγµατικός «villain» µπορεί να κλέψει την παράσταση, όπως π.χ. συνέβη µε τον Γκερτ Φρέµπε (1913-1988) στον «Χρυσοδάκτυλο» (1964). Κατά πολλούς, ο «στρογγυλός» γερμανός ηθοποιός (και ταλαντούχος βιολιστής), που είχε κάνει περισσότερες από 100 κινηματογραφικές και τηλεοπτικές εμφανίσεις, κυρίως σε γερμανόφωνες παραγωγές, θεωρείται ο καλύτερος «κακός» στην ιστορία του κινηματογραφικού Τζέιμς Μποντ. Και χάρη στον Χρυσοδάκτυλό του ο Φρέμπε έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου, όπως έμεινε και το πρωτοπαλίκαρό του, ο Ασιάτης Οντ-τζομπ, ο χαβανέζος ηθοποιός Χάρολντ Σακάτα (1920-1982), που αποκεφάλιζε αγάλματα με το καπέλο του…
Σε ό,τι αφορά τους αντιπάλους του 007, τα παλαιότερα χρόνια τα πράγματα ήταν πολύ πιο σχηματικά, πολύ πιο «μαυρόασπρα» και πολύ πιο ξεκάθαρα συγκριτικά με τον Μποντ από τη δεκαετία του 1990 μέχρι τις μέρες μας. Ο «κακός» έπρεπε να «φωνάζει» ότι είναι πραγματικά κακός, με αποτέλεσμα ορισμένες φορές να γίνεται και καρικατούρα. Παράδειγμα ο «Δρ Νο» (1962) αυτοπροσώπως, ο «κακός» της πρώτης ταινίας Τζέιμς Μποντ, τον οποίο υποδύθηκε ο αμερικανός ρολίστας Τζόζεφ Γουάιζμαν (1918-2009) στον διασημότερο ρόλο της καριέρας του.
Η συνθήκη αυτή άρχισε να αλλάζει ριζικά στα μέσα των 90s όταν ο Πιρς Μπρόσναν επωμίστηκε την ανανέωση του Τζέιμς Μποντ, παρότι αυτό είχε αρχίσει να διαφαίνεται ήδη από τα χρόνια του Τίμοθι Ντάλτον, καθώς η ταινία «Προσωπική εκδίκηση» (1989) περιέχει δύο πραγματικά τρομακτικούς εγκληματίες, τον Ρόμπερτ Ντάβι και το τσιράκι του, νεότατο τότε, Μπενίσιο Ντελ Τόρο. Για την ακρίβεια, αυτή η ταινία είναι μια από τις πιο βίαιες της σειράς Μποντ αλλά και από τις πιο παρεξηγημένες. Επί Μπρόσναν, πάντως, οι αντίπαλοι του πράκτορα άρχισαν πλέον να παραπέμπουν σε πιο ρεαλιστικές καταστάσεις, όπως συμβαίνει με τον Τρεβέλιαν (Σον Μπιν) στο «Επιχείρηση: Χρυσά Μάτια » (1995). Είναι πρώην συνάδελφος του 007 (με τον κωδικό 006) και έχει προδώσει τη ΜΙ6. Στο φιλμ «Το αύριο ποτέ δεν πεθαίνει» (1997) ο Τζόναθαν Πράις υποδύεται έναν αδίστακτο μεγιστάνα του Τύπου ονόματι Ελιοτ Κάρβερ, ο οποίος δεν έχει κανέναν ενδοιασμό στο να προκαλεί καταστροφές για να έχει ο ίδιος την αποκλειστικότητα της κάλυψής τους στα ΜΜΕ του. Εξίσου ρεαλιστικός είναι ο βασικός «κακός» στο «Ο κόσμος δεν είναι αρκετός» (1999): η πρώτη εμφάνιση του Ρέναρντ (Ρόμπερτ Καρλάιλ) είναι πραγματικά εφιαλτική με το τεράστιο, ξυρισμένο γουλί κρανίο του να σηκώνεται σιγά-σιγά από το πάτωμα σε ολόγραμμα και εν συνεχεία να παίρνει σάρκα και μορφή.
Στη δεκαετία του 1960, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς αλλά και πιο ρεαλιστικούς «κακούς» σε ταινία 007 υπήρξε ο σπουδαίος βρετανός ηθοποιός Ρόμπερτ Σο (1927-1978) ή αλλιώς ο Ντόναλντ «Ρεντ» Γκραντ στο «Από τη Ρωσία με αγάπη» (1963). Ο Γκραντ, του οποίου η μορφή παραπέμπει σε ανέκφραστο πράκτορα της ρωσικής KGB, είναι εκτελεστής της SPECTRE – της οργάνωσης που σε πολλές ταινίες αντιμετωπίζει ο 007. Αφεντικό του μάλιστα ήταν η Ρόζα Κλεμπ, την οποία υποδύθηκε η Λότε Λένια (1898-1981), εμβληματική συνεργάτιδα στο θέατρο του Μπέρτολντ Μπρεχτ που υπήρξε παντρεμένη με τον Κουρτ Βάιλ, εδώ στον πιο διάσημο κινηματογραφικό ρόλο της (χαρακτηριστικός ο τρόπος που η Λένια δολοφονεί στην ταινία χρησιμοποιώντας τη δηλητηριώδη λάμα που είναι κρυμμένη στη μύτη του παπουτσιού της). Τέλεια μηχανή θανάτου, ο Γκραντ είναι εκπαιδευμένος πρώτα να σκοτώνει και μετά να ρωτά και στόχος του είναι ο ίδιος ο Μποντ. Η μεγάλης διάρκειας σωματική μονομαχία τους μέσα στο βαγόνι ενός τρένου ανήκει στις πιο ρεαλιστικές σκηνές όλων των ταινιών του 007. Ακόμα και σήμερα, σχεδόν 60 χρόνια από τότε που το «Από τη Ρωσία με αγάπη» γυρίστηκε, ο Σο, γνωστός και από τον ρόλο του Κουίντ στα «Σαγόνια του καρχαρία», παραμένει ένας από τους λίγους ηθοποιούς της σειράς ταινιών Μποντ που δείχνουν να ταιριάζουν με την ατσάλινη σκληρότητα του Σον Κόνερι, ενώ πάνω του μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα πιο σκοτεινά χαρακτηριστικά του 007, τα οποία όμως θα έβγαιναν πολύ αργότερα στη φόρα, με τον Ντάνιελ Κρεγκ στον ρόλο.
Ο πανταχού παρών Μπλόφελντ
Ο Ελληνοπολωνός Ερνστ Σταύρο Μπλόφελντ, ο εγκέφαλος της SPECTRE, είναι κάτι σαν μόνιμη Νέμεσις του Μποντ που εμφανίζεται σε αρκετές ταινίες του πράκτορα και μάλιστα με διαφορετικό πρόσωπο. Πριν από τον Σαβάλας στην «Υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος» και τον Βρετανό Τσαρλς Γκρέι (1928-2000) στα «Διαμάντια είναι παντοτινά» (1971), αλλά και αργότερα τον Κρίστοφ Βαλτς στο «Spectre» (2015) και στο «Νο Time to Die» (2021), ο Μπλόφελντ είχε ήδη εμφανιστεί στο «Ζεις μονάχα δυο φορές» (1967) με τη μορφή του Ντόναλντ Πλέζανς (1919-1995). Ο Πλέζανς, ένας θαυμάσιος βρετανός ρολίστας, είχε ήδη κάνει χαρακτηριστικές εμφανίσεις σε ταινίες όπως η «Μεγάλη απόδραση» (1963) και η «Νύχτα των δολοφόνων» (1966), ενώ αργότερα θα γινόταν κάτι σαν cult φιγούρα για τις νεότερες γενιές χάρη στη θρυλική ταινία τρόμου «Η νύχτα με τις μάσκες» (1978) του Τζον Κάρπεντερ. Με τα καταγάλανα, παγωμένα μάτια του (το ένα του ως Μπλόφελντ είναι ψεύτικο, με μια απαίσια ουλή να το διασχίζει) και ένα κρανίο-«γλόμπο», ο Πλέζανς έπλασε έναν εφιαλτικό αλλά συγχρόνως και λίγο αστείο «κακό», ο οποίος απολάμβανε να χαϊδεύει την περσική γάτα του την ώρα που απειλούσε τον Μποντ με θάνατο. Η μορφή του διαφέρει πολύ από τον Μπλόφελντ στο «Από τη Ρωσία με αγάπη», όπου τον υποδύεται στιγμιαία ο Αντονι Ντόσον (1916-1992) αλλά με τη φωνή του Ερικ Πόλμαν. Μάλιστα, το όνομα του Ντόσον, ο οποίος έπαιξε για δεύτερη φορά τον Μπλόφελντ στο «Επιχείρηση: Κεραυνός» (1964), δεν αναφέρεται στους τίτλους των δύο ταινιών. Στον «Κεραυνό», πάντως, τον πρώτο λόγο του «κακού» έχει ο υφιστάμενος του Μπλόφελντ, ο μονόφθαλμος Εμίλιο Λάργκο, τον οποίο υποδύεται ο εξίσου θαυμάσιος ιταλός ηθοποιός Αντόλφο Τσέλι (1922-1986).
Σκαραμάνγκα, Σαγόνιας και οσκαρικοί «κακοί»
Αρκετά χρόνια προτού υποδυθεί τον Πάρκερ, ένα από τα μέλη του πληρώματος του διαστημόπλοιου στην πρώτη ταινία «Αλιεν» (1979), ο αφροαμερικανός ηθοποιός Γιάφετ Κότο (1939-2021) είχε βρεθεί στη θέση του δρος Κανάνγκα, γνωστού και ως Μίστερ Μπιγκ, απειλώντας με κροκόδειλους τη ζωή του Μποντ. Αυτά στην πρώτη ταινία του Ρότζερ Μουρ στον ρόλο του βρετανού πράκτορα, το «Ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν» (1973), που υπήρξε μεγάλο όχημα καριέρας για τον Κότο. Αν όμως ο τελευταίος δεν ήταν και τόσο γνωστός την εποχή που ανέλαβε τον Κανάνγκα, αυτό δεν μπορείς να το πεις για τους δύο επόμενους αντιπάλους του Μποντ/Μουρ, τον Κρίστοφερ Λι (1922-2015) και τον Κουρντ Γιούργκενς (1915-1982). Βρετανός ο πρώτος, δεν ήταν άλλος από τον Κόμη Δράκουλα αυτοπροσώπως, το πιο διάσημο βαμπίρ του κινηματογράφου, ενώ ο δεύτερος ήταν ένας σπουδαίος γερμανός ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου, με εμφανίσεις σε δημοφιλέστατες ταινίες όπως το «Και ο Θεός… έπλασε τη γυναίκα» (1956) αλλά και με καριέρα στο Χόλιγουντ. Ο Λι θα γινόταν ο Φρανσίσκο Σκαραμάνγκα ή αλλιώς ο «Ανθρωπος με το χρυσό πιστόλι» (1974), ένας παγκόσμιας κλάσης δολοφόνος με τον οποίο ο Μποντ έρχεται σε παλαιού τύπου μονομαχία (πλάτη με πλάτη, δέκα βήματα, μία σφαίρα), ενώ ο Γιούργκενς στην «Κατάσκοπο που με αγάπησε» (1977) έπαιξε τον Στρόμπεργκ, έναν κλέφτη αμερικανικών και ρωσικών πυρηνικών όπλων τον οποίο ο Μποντ καλείται να αντιμετωπίσει με βοηθό μια πράκτορα της KGB (Μπάρμπαρα Μπαχ). Ωστόσο, εκεί τις εντυπώσεις κέρδισε ο Σαγόνιας, ένα θηρίο υπερφυσικών διαστάσεων και ο άνθρωπος για τις βρώμικες δουλειές του Στρόμπεργκ. Ηταν τόση η εντύπωση που προκάλεσε ο αμερικανός ηθοποιός Ρίτσαρντ Κίελ (1939-2014), με τα ατσαλένια δόντια και την κτηνώδη συμπεριφορά του, που οι παραγωγοί Αλμπερτ Μπρόκολι και Χάρι Σάλτσμαν θα τον χρησιμοποιούσαν ξανά στην «Επιχείρηση: Moonraker» (1979), όπου προσφέρει τις υπηρεσίες του στον διαβολικό Χιούγκο Ντραξ, τον οποίο υποδύθηκε ο γάλλος ηθοποιός Μισέλ Λονσντέιλ (1931-2020). Γάλλος όμως ήταν και ο ηθοποιός σε ρόλο «κακού» και στην «Επιχείρηση: Octopussy» (1983), ένας παλιός ζεν πρεμιέ, ο Λουί Ζουρντάν (1921-2015), με βοηθό του τον Καμπίρ Μπέντι, έναν ινδό ηθοποιό με διεθνή καριέρα, τον οποίο ο Μποντ αντιμετωπίζει στον αέρα. Ωστόσο, ο πραγματικός εγκέφαλος του κακού στην ταινία «Octopussy» ήταν η κυρία του τίτλου, Μοντ Ανταμς, όπως αργότερα θα ήταν η Ηλέκτρα Κινγκ της Σοφί Μαρσό στο «Ο κόσμος δεν είναι αρκετός». Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Μποντ, στην καριέρα του, έχει αντιμετωπίσει και αρκετά «κακά κορίτσια», ανάμεσα στα οποία η Πούσι Γκαλόρ (Ονορ Μπλάκμαν) στον «Χρυσοδάκτυλο», η Φιόνα Βόλπε (Λουτσιάνα Παλούτσι) στην «Επιχείρηση: Κεραυνός», η Ξένια Ονατοπ (Φάμκε Γιάνσεν) στο «Επιχείρηση: Χρυσά Μάτια» και η Μιράντα Φροστ (Ρόζαμουντ Πάικ) στο «Πέθανε μια άλλη μέρα».
Οι «κακοί» στις ταινίες του τελευταίου μέχρι σήμερα Τζέιμς Μποντ, του Ντάνιελ Κρεγκ, ο οποίος υποδύθηκε τον πράκτορα πέντε φορές, είχαν περισσότερες «αποχρώσεις», πιο περίπλοκη αλλά και πιο απρόβλεπτη προσωπικότητα. Ο δανός ηθοποιός Μαντς Μίκελσεν που αντιμετώπισε και στο πόκερ τον 007 ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα, μυστηριώδης παρουσία στο ντεμπούτο του Κρεγκ, το «Casino Royale» (2006), αν και ο Γάλλος Ματιέ Αμαλρίκ μάλλον ξεχάστηκε στην ούτως ή άλλως κάπως αδύναμη ταινία «Quantum of Solace» (2008), τη δεύτερη του Κρεγκ στον ρόλο του πράκτορα. Οµως ο Ισπανός Χαβιέ Μπαρδέµ στο «Skyfall» (2012), ο Αυστριακός Βαλτς στο «Spectre» (2015) αλλά και ο Αµερικανός, αιγυπτιακής καταγωγής, Ρέµι Μάλεκ στο «No Τime to Die» (2021) – και οι τρεις βραβευµένοι µε Οσκαρ προτού αναλάβουν τους ρόλους των κακών – κάνουν παιχνίδι µόνοι τους και κερδίζουν τελικά επάξια το χειροκρότηµα.