Η ανάγνωση και μόνο των ρεπορτάζ αρκεί για να τρομάξεις. Ενα είδος τυφώνα χτύπησε καλοκαιριάτικα τη Χαλκιδική καταστρέφοντας σχεδόν μια περιοχή της και αφήνοντας θύματα. Καταιγίδες απίστευτης έντασης χτύπησαν το Αίγιο. Χαλάζι καταστροφικό έπεσε στο Πήλιο. Ακόμη και το Μαρούσι, που βρίσκεται στην Αθήνα και όχι κάπου που βρέχει συχνά-πυκνά, έμοιαζε την περασμένη Κυριακή έτοιμο να μετατραπεί σε γειτονιά της Βενετίας: το νερό που έπεσε ήταν απίστευτο. Το καμπανάκι του συναγερμού που λέγεται κλιματική αλλαγή χτυπάει διαρκώς και δυνατότερα. Δεν είναι μια κινδυνολογική συζήτηση διάφορων επιστημόνων που προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή επάνω τους. Είναι μια πραγματικότητα.

Στην Ευρώπη το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής ήταν το σημαντικότερο στις πρόσφατες ευρωεκλογές – εδώ ψηφίζαμε για τις Γέφυρες και τις Πρέσπες. Το πόσο η συζήτηση αυτή φουντώνει φαίνεται και από την αύξηση του ποσοστού των Πρασίνων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Εδώ, στις πρόσφατες εθνικές εκλογές οι Οικολόγοι ούτε καν κατέβηκαν: και να είχαν κατεβεί, δεν ξέρω αν θα είχαν τύχη να προσέξει κανείς τι λένε. Εδώ είναι Βαλκάνια, όχι Ευρώπη και το παίξε-γέλασε, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, μοιάζει να είναι εθνικό μας σπορ.

Γιατί στην Ελλάδα ο περισσότερος κόσμος δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει σοβαρά ένα τόσο σημαντικό γεγονός όπως είναι η αλλαγή του κλίματος, μολονότι πλέον έχει απτές αποδείξεις ότι αυτό αλλάζει θεαματικά; Νομίζω για τρεις λόγους – όλοι είναι εξαιρετικά απλοί και για αυτό επικίνδυνοι. Ο πρώτος, γιατί έχει υπάρξει κάμποση κινδυνολογία, πράγμα που δυσκολεύει τον κόσμο να διαχωρίσει τα σημαντικά από τα ασήμαντα. Ο δεύτερος, γιατί ο κόσμος έχει την εντύπωση πως ο καιρός φτιάχνει και χαλάει, χωρίς τίποτα να τον επηρεάζει πραγματικά. Ο τρίτος, γιατί η ίδια η κλιματική αλλαγή έχει χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς ως δικαιολογία από διάφορους που έχουν κάνει αθλιότητες – και ο κόσμος αντιδρά παράξενα στις δικαιολογίες.

Η κινδυνολογία που έχει σχέση με το περιβάλλον υπήρξε μια μόδα των τριών τελευταίων δεκαετιών. Κάθε λίγο και λιγάκι από κάτι κινδυνεύαμε να αφανιστούμε. Γλιτώσαμε από θαύμα από τις «τρελές αγελάδες», σωθήκαμε ένας Θεός ξέρει πώς από «τη γρίπη των πουλερικών», δεν μετρήσαμε από τύχη χιλιάδες θύματα από τα «κουνούπια του Νείλου» – αναφέρομαι σε ελάχιστες από τις δεκάδες πληγές του Φαραώ που θα ‘πρεπε να μας χτυπήσουν. Οι υπερβολές των media δημιούργησαν παραδόξως μια αίσθηση μακαριότητας. Αρχίσαμε να πιστεύουμε πως είμαστε άτρωτοι. Ολοι θυμίζουμε τους θαμώνες του χωριού στο γνωστό παραμύθι με τον τσοπάνο που του αρέσει να τρομάζει τον κόσμο ότι τα κοπάδια του δέχονται επίθεση. Ετσι κι εμείς: τώρα που η επίθεση ξεκίνησε, αδυνατούμε να κατανοήσουμε το μέγεθός της. Δυστυχώς.

Δυστυχώς αντιμετωπίζουμε ακόμη το κλίμα με ένα είδος παράξενης μακαριότητας. Για χρόνια η μόνη μας ανησυχία περιορίζεται στο να δούμε το δελτίο του καιρού – κάποτε θέμα μας ήταν και οι μίνι φούστες των παρουσιαστριών του. Ακόμη μας ενδιαφέρει τι καιρό θα κάνει και όχι γιατί κάνει τέτοιον καιρό. Ζούμε δυστυχώς με τη βεβαιότητα ότι όλα είναι περαστικά και ασήμαντα – θα βρέξει, θα χιονίσει, θα κάνει καύσωνα, μήπως αυτό δεν συνέβαινε πάντα; Οταν τολμάς να πεις ότι όλα αυτά δεν συνέβαιναν τους συγκεκριμένους μήνες (και ως φαινόμενα δεν είχαν την ίδια ένταση) σε αποστομώνουν οι ιστορίες των μεγαλύτερων. «Το 1953, μετά τους σεισμούς του Βόλου, έβρεχε τριάντα δύο ημέρες στη σειρά». «Τον Αύγουστο του 1990 έκανε τον μεγαλύτερο καύσωνα στην Ελλάδα – πέθαναν πάνω από 50 άτομα, τότε ήταν που βάλαμε όλοι air condition». «Τον Νοέμβριο του 1987 έπεσε το περισσότερο νερό που έχει πέσει στην Ελλάδα – μου το ‘χει πει ένας ξάδερφος της γυναίκας μου, που είναι μετεωρολόγος». Ακόμη και το «μετεωρολόγος» λάθος το λέμε: συνήθως τους ανθρώπους τους αποκαλούμε «μετερεολόγους» ή «μετεριολόγους», είναι δυστυχώς κι αυτό μια απόδειξη της ανικανότητάς μας να πάρουμε το κλίμα στα σοβαρά. Γενικά θεωρούμε (βλακωδώς…) το κλίμα ως ένα είδος μεταβαλλόμενου σκηνικού και όχι τυχαία σε κάθε διήγηση υπάρχει η υπογράμμιση των καιρικών συνθηκών ως μέρος της. «Τον Αύγουστο του 1986, ενώ είχε τρομερή ζέστη και υγρασία, ξεκινήσαμε να πάμε σε έναν γάμο στη Χαλκιδική κ.τ.λ. κ.τ.λ.». Η επισήμανση γίνεται με μια σοβαροφάνεια που σε κάνει να υποπτεύεσαι πως αν δεν είχε ζέστη η νύφη δεν θα ερχόταν στης εκκλησιάς την πόρτα.

Ομως το χειρότερο – αυτό που σκοτώνει εντελώς τα αντανακλαστικά του κόσμου για κάτι που θα έπρεπε να τον ενδιαφέρει όσο η ζωή των παιδιών του – είναι η πρακτική των κυβερνώντων να χρησιμοποιούν την κλιματική αλλαγή κυρίως για να καλύψουν τα λάθη τους. Η συζήτηση για το κλίμα στην Ελλάδα δυστυχώς εμφανίζεται μετά από θεομηνίες, σαν ένα είδος πολιτικού επιχειρήματος ότι αυτό που συνέβη ήταν αδύνατον να αντιμετωπιστεί. Ετσι ο άνεμος έγινε κάποτε «στρατηγός», ενώ στη Μάνδρα διαπιστώσαμε πως «το νερό απλά ακολουθούσε τον δρόμο του» – στο Μάτι επιπλέον μάς έφταιγαν και τα αυθαίρετα, λες και χτίστηκαν πέρυσι. Ολα αυτά, όταν αναπαράγονται άκομψα και υστερικά, τις πιο πολλές φορές αφήνουν την εντύπωση πως η κλιματική αλλαγή είναι δημιούργημα πολιτικών γραφείων και κυβερνήσεων που δεν ξέρουν τι άλλο να πουν. Ισχύει και αυτό, αλλά μόνο εν μέρει: ο κόσμος πρέπει να καταλάβει ότι χρησιμοποιείται ως δικαιολογία μια αληθινή απειλή και να μάθει να ξεχωρίζει το γεγονός από την όποια εργαλειοποίησή του. Προφανώς δεν φταίει η κλιματική αλλαγή αν δεν λειτουργεί η Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας, αλλά αυτό δεν καθιστά την κλιματική αλλαγή ανύπαρκτο πρόβλημα. Αν το συνειδητοποιήσουμε ίσως καταλάβουμε και το μέγεθος του προβλήματος: είναι δυστυχώς τόσο μεγάλο ώστε πίσω του μπορεί να κρύβονται και όσοι εγκλημάτησαν κατά καιρούς με την ανευθυνότητά τους.

Εχουμε ανάγκη κατήχησης, σεμιναρίων, εκπαιδευτικής ορθότητας; Θα ‘λεγα ότι πρώτα από όλα υπάρχει ανάγκη να κάνουμε κάτι απλό: να ανοίξουμε τα μάτια μας καλοκαιριάτικα. Να δούμε τις καταστροφές στη Χαλκιδική, στο Αίγιο, στο Πήλιο. Και μετά να αφουγκραστούμε το είδος του φόβου που μεγαλώνει μέσα μας όταν μιλάμε πια για τον καιρό που τρελάθηκε. Δεν τρελάθηκε: ετοιμάζεται να μας εκδικηθεί, ίσως μάλιστα η επίθεσή του να έχει ήδη αρχίσει. Και αν δεν καταλαβαίνετε καλά το πώς και το γιατί, θυμηθείτε απλά ποιο ήταν το τέλος του παραμυθιού με τον πιτσιρικά και τον λύκο. Ο λύκος κατέφθασε. Στο τέλος δεν υπήρχε τίποτα το αστείο…