Εφερε στην Αγγλία τα διδάγματα που απέσπασε από τις διεθνείς συναναστροφές του, αλλά το ευρύ κοινό δεν γνωρίζει τον εικαστικό Γουόλτερ Σίκερτ (1860-1942), ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αγγλική ζωγραφική, αν μη τι άλλο γιατί επηρέασε βασικούς εκπροσώπους της όπως ο Λούσιαν Φρόιντ και ο Φράνσις Μπέικον. Ο ίδιος ήταν μέλος του Camden Town Group, μιας ομάδας βρετανών μεταϊμπρεσιονιστών ζωγράφων των αρχών του 20ού αιώνα που ζούσαν στο Λονδίνο και αποτύπωναν στους καμβάδες τους τη σύγχρονη, αστική ζωή. Θεωρήθηκε μια κομβική μορφή για τη μετάβαση της αγγλικής ζωγραφικής από τον ιμπρεσιονισμό στον μοντερνισμό. Κι όμως, όλη η υστεροφημία του βασίστηκε στην επίμονη υποψία ότι εκτός από ζωγράφος ήταν και δολοφόνος γυναικών, και μάλιστα όχι όποιος και όποιος αλλά ο διαβόητος Τζακ ο Αντεροβγάλτης.

«Η Ολλανδή» (περ. 1906).
© 2022 Tate Images

Η έκθεση «Painting and Transgressing» στο Petit Palais του Παρισιού,  σε συνεργασία με την Tate Britain, δεν δίνει υπόσταση στις φήμες – άλλωστε η θεωρία έχει απορριφθεί επανειλημμένα από τους ειδικούς -, όμως αποτελεί την πρώτη αναδρομική του Σίκερτ στη Γαλλία και φέρνει στο φως το σκοτεινό σύμπαν του βρετανού ζωγράφου ο οποίος είχε προκαλέσει ακόμα και σοκ και αποτροπιασμό στην εποχή του με την ωμή αισθητική των έργων του. Aρχής γενομένης από τις θεματικές του, τις σκηνές των music halls της εποχής με τους μεθυσμένους θαμώνες ή ακόμα περισσότερο τα θλιμμένα γυμνά πορτρέτα ιερόδουλων γυναικών αλλά και επειδή είχε διαρρήξει τους δεσμούς του με τον κραταιό ακαδημαϊσμό της ζωγραφικής της εποχής του.

«Πρόβα, το τέλος της πράξης» (περ. 1885 – 1886).
© Christie’s Images – Bridgeman Images

Ακόμα και προς το τέλος της ζωής του, στις αρχές της δεκαετίας του ’40, προκαλούσε το κοινό αίσθημα που δεν μπορούσε να αντιληφθεί πώς μπορεί να είναι τέχνη η μεταφορά φωτογραφιών από την τρέχουσα επικαιρότητα σε πίνακες. Οι Λούσιαν Φρόιντ και Φράνσις Μπέικον είχαν σίγουρα διαφορετική άποψη, καθώς έλαβαν σοβαρά υπόψη τα διδάγματα του Σίκερτ. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο η καλλιτεχνική του αξία τοποθετείται ανάμεσα σε εκείνη του Γουίλιαμ Τέρνερ και του Φράνσις Μπέικον.

«Η μικρή Ντοτ Χέδερινγκτον στο Old Bedford Hall» (περ. 1888-89).
© Nottingham City Museums & Galleries, Bridgeman Images

Η επιστροφή του Ντίκενς στο Λονδίνο

Ο Γουόλτερ Σίκερτ είχε γεννηθεί στο Μόναχο το 1860, γιος ενός Δανού και μιας Αγγλοϊρλανδής, και είχε ξεκινήσει την καριέρα του στο εργαστήριο του αμερικανού ζωγράφου Τζέιμς Αμποτ Μακ Νιλ Γουίσλερ (1834-1903) στο Λονδίνο προτού ταξιδέψει στο Παρίσι και συναντήσει την πρωτοπορία της εποχής, καλλιτέχνες όπως ο Εντγκάρ Ντεγκά, ο Γκιστάβ Κουρμπέ, ο Πιερ Μπονάρ, ο Καμίλ Πισαρό, ο Κλοντ Μονέ κ.ά. Από τον μεν Γουίσλερ κληρονόμησε τη δεξιοτεχνία αλλά και την εκφραστικότητα της χρωματικής παλέτας όπως και το αντισυμβατικό καδράρισμα των έργων, από τον δε Ντεγκά, ο οποίος τον επηρέασε περισσότερο, την εμμονή για τις λιγότερο φωτογενείς εικόνες της ζωής. «Αν ο Ντεγκά πέτυχε να φέρει τον Ντίκενς στο Παρίσι μέσα από το ιμπρεσιονιστικό ιδίωμά του, ο Σίκερτ έφερε τον βρετανό συγγραφέα πίσω στο Λονδίνο μέσα από τους δικούς του πίνακες», έγραφε η εφημερίδα «The Guardian».

«Αυτοπροσωπογραφία» (γύρω στο 1896). © Leeds Museums and Galleries (Leeds Art Gallery), U.K. – Bridgeman Images

Ο Σίκερτ είχε διαμορφώσει το προσωπικό του μεταϊμπρεσιονιστικό ιδίωμα στην πιο σκοτεινή του εκδοχή, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Ακολουθώντας τη συμβουλή του Ντεγκά, ζωγράφιζε στο εργαστήριό του από μνήμης και από φωτογραφίες, δραπετεύοντας έτσι από την «τυραννία της φύσης». Γιατί όμως θεωρήθηκε από ορισμένους και ορισμένες ο αιμοδιψής φονιάς που έκοβε λαιμούς «κοινών» γυναικών και τις άφηνε ακρωτηριασμένες στους δρόμους του Λονδίνου εκείνο το μακρινό όσο και μακάβριο φθινόπωρο και τον χειμώνα του 1888, όταν ο ίδιος ήταν μόλις 28 ετών;

«Λουόμενοι, Διέππη» (1902).
© National Museums Liverpool – Bridgeman Images

Κατ’ αρχάς, οι πίνακές του ήταν εμβαπτισμένοι με την ατμόσφαιρα του παρακμιακού και εξαθλιωμένου από τη φτώχεια Λονδίνου στα τέλη του 19ου αιώνα αλλά και στην αυγή του 20ού. Οπως συνέβαινε ιδίως με τη σειρά έργων «The Camden Town Nudes», πίνακες όπου πρωταγωνιστούσαν γυμνές γυναίκες βυθισμένες στο σκοτάδι των δωματίων και της ύπαρξής τους, δίχως ίχνος ερωτισμού, παρά την «αδαμιαία» περιβολή τους, και δίχως ρανίδα ζωής στο αίμα τους. Η αποτύπωση αυτή θα μπορούσε να είναι ένα εσκεμμένο σχόλιο για τις άθλιες συνθήκες ζωής τους, όμως δεδομένου ότι τέσσερις από αυτούς που ζωγράφισε υπό τον γενικό τίτλο «The Camden Town Murder» (1908) ήταν εμπνευσμένοι από τον θάνατο μιας ιερόδουλης που δολοφονήθηκε στο Κάμντεν του Λονδίνου το 1907, θεωρήθηκε ότι οι γυναίκες της σειράς αποδίδονταν κατ’ αυτόν τον τρόπο από τον Σίκερτ επειδή ήταν ήδη νεκρές.

«Πιερότοι του Μπράιτον» (1905).
© 2022 Tate Images

Ηδη από τις αρχές του 20ού αιώνα o Σίκερτ είχε μετακομίσει στη λονδρέζικη συνοικία της εργατικής τάξης όπου έβρισκε τις αγαπημένες του θεματικές, καθότι η εγκληματικότητα ήταν ιδιαίτερα υψηλή. Υπήρξε και η θεωρία ότι έμενε στο ίδιο δωμάτιο με εκείνο που είχε χρησιμοποιήσει ο Αντεροβγάλτης, μάλιστα ο πίνακάς του «Jack the Ripper’s Bedroom» (1907) είναι εμπνευσμένος από τον προσωπικό του χώρο.

«Το Music Hall» (1888 – 89).
© C. Lancien, C. Loisel Réunion des Musées Métropolitains Rouen Normandie

Η λογοτεχνία του παραλόγου

Οταν μάλιστα πέθανε το 1942 χύθηκε πολύ μελάνι για να αναλυθεί η περίπτωσή του. Mε βιβλία όπως το «Jack the Ripper: The Final Solution» (1976) του Στίβεν Νάιτ, ο οποίος ισχυριζόταν ότι αν μη τι άλλο ο Σίκερτ ήταν συνεργός στους φόνους που είχαν ενορχηστρωθεί προκειμένου να συγκαλυφθεί ο κρυφός γάμος ενός γαλαζοαίματου (του πρίγκιπα Αλμπερτ Βίκτορ, δούκα του Κλάρενς και Εϊβοντεϊλ) με μια κοινή θνητή. Στο «Sickert and the Ripper Crimes» (1990) της Τζιν Οβέρτον Φούλερ ο ζωγράφος ήταν το δίχως άλλο ο δολοφόνος. Μια μικρή λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά είναι ότι αμφότερα αποδείχθηκαν βιβλία μυθοπλασίας. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση της γνωστής και μη εξαιρετέας Αμερικανίδας Πατρίσια Κόρνγουελ, της πιο ακριβοπληρωμένης γυναίκας συγγραφέα στον κόσμο, η οποία έγραφε στο δικό της πόνημα «Portrait of a Killer: Jack the Ripper – Case Closed» (2002) ότι ο Σίκερτ ήταν άσος στις μεταμφιέσεις και ιδιαίτερα ταλαντούχος στο να αλλάζει τη φωνή του, καθότι είχε υπάρξει και ηθοποιός, οπότε μπορούσε να ελίσσεται θολώνοντας κάθε φορά τα νερά γύρω από την παρουσία του. Επιπλέον ισχυρίστηκε ότι είχε και στοιχεία για την υπόθεση. Βασίζονταν κατά βάση σε τεστ DNA, συγκεκριμένα μιας σφραγίδας που είχε γλείψει ο άνθρωπος o oποίος είχε γράψει ένα γράμμα ως Τζακ Αντεροβγάλτης και ήταν ίδιο υποτίθεται με του Σίκερτ, αλλά και σε συγκρίσεις των γραφικών χαρακτήρων Τζακ και Γουόλτερ, οι οποίοι ήταν επίσης υποτίθεται πανομοιότυποι. Βέβαια το DNA ήταν μιτοχονδριακό, που σημαίνει ότι μπορεί να ταίριαζε με το 10% του πληθυσμού, αλλά αυτό δεν την απέτρεψε από το να συντάξει τη θεωρία της.

«L’Hôtel Royal, Διέππη» (1894).
© Sheffield Museums – Bridgeman Images

Οσο για το κίνητρο των υποτιθέμενων εγκλημάτων του; Τίποτε λιγότερο από το παραμορφωμένο πέος με το οποίο είχε γεννηθεί, το οποίο στιγμάτισε τη σεξουαλικότητά του και τις σχέσεις του με το άλλο φύλο. Η έρευνα της Κόρνγουελ τής κόστισε κοντά στα 2 εκατ. δολάρια, ποσό που διέθεσε για να αγοράσει μεταξύ άλλων γύρω στους 30 πίνακες του Σίκερτ, έναν από τους οποίους κατέστρεψε προς αναζήτηση στοιχείων, ενώ απέκτησε και γράμματά του, ακόμα και το γραφείο του. Οι θεωρίες της έχουν απορριφθεί, όμως ο πρώτος κατά συρροήν δολοφόνος εξακολουθεί να παραμένει άγνωστος. Περίπου 200 άτομα εξακολουθούν να θεωρούνται ύποπτοι και ο Σίκερτ είναι ένας από αυτούς.

INFO

«Walter Sickert. Painting and Τransgressing»: Petit Palais, Παρίσι, έως τις 29 Ιανουαρίου 2023.