Δεν έχω δει στατιστικές, αλλά έχω μια βεβαιότητα: τα τελευταία πέντε-δέκα χρόνια έχει ανεβεί πάρα πολύ το ποσοστό των παντρεμένων ανδρών που μαγειρεύουν. Τους ακούω στις μεταξύ τους συζητήσεις και ομολογώ ότι τους καμαρώνω. Ανταλλάσσουν εμπειρίες. Δίνουν συμβουλές ο ένας στον άλλον για το πότε ακριβώς ένα ποτήρι κόκκινο κρασί πρέπει να προστεθεί στη σάλτσα. Αποκαλύπτουν μυστικά που έχουν να κάνουν με το μπούκοβο ή σχολιάζουν συνταγές που διάβασαν στον «Γευσιγνώστη». Ρωτάνε και μαθαίνουν.
Ο εργένης πάντα κάτι μαγείρευε – όχι τίποτα σπουδαίο. Ηταν απαραίτητο να ξέρει να φτιάχνει δυο αβγά για πρωινό ή μια ωραία πλούσια ομελέτα για βραδινό. Στο ψυγείο του είχε πάντα εκείνα τα έτοιμα μπιφτέκια που είχε αγοράσει από τον χασάπη και που μπορούσε απλά να τα ρίξει στον φούρνο για να ξεγελάσει την πείνα του ένα βράδυ που γυρνούσε στο σπίτι αργά και δεν μπορούσε να τον εξυπηρετήσει ο κοντινός ντελιβεράς. Αν είχε μάθει να φτιάχνει και κάτι πιο σύνθετο (π.χ. μια φασολάδα τις κρύες νύχτες του χειμώνα ή έναν ζουμερό μπακαλιάρο τηγανητό), καμάρωνε για αυτό του το κατόρθωμα και στις παρέες όλοι τού κάνανε πλάκα και τον ρωτούσαν αν πλέκει κιόλας.
Μετά, κάποια στιγμή, ο εργένης παντρευόταν και την κουζίνα την άφηνε στη γυναίκα του – τον πρώτο καιρό, που ο έρωτας τριγυρνούσε στο σπίτι τους με τόξα και βέλη, απλώς έπλενε τα πιάτα. Σήμερα ο εργένης, που ξέρει ότι πιάνουν τα χέρια του, προσπαθεί να γίνει ένας μικρός σεφ. Στο μυαλό του, αν τον συναντήσουν στον δρόμο ο Λαζάρου ή ο Σκαρμούτσος, θα τον αποκαλέσουν «συνάδελφο». Γιατί; Γιατί ο άνδρας του καιρού μας έχει καταλάβει πως αν το φαγητό είναι απόλαυση, η μαγειρική είναι τέχνη, και η τέχνη έχει νόημα μόνο αν τη μοιράζεσαι. Δεν μιλάμε ούτε για χόμπι ούτε για επίδειξη ικανοτήτων: μιλάμε για μια δημιουργία με χαρακτήρα ερωτικής εξομολόγησης, που μάλιστα δεν στηρίζεται σε λόγια του αέρα.
Νομίζετε ότι παλιά οι γυναίκες μαγείρευαν μόνο γιατί ο ρόλος τους απαιτούσε να ξέρουν να μαγειρεύουν; Κάνετε λάθος. Ναι, η γυναίκα ήταν όλη μέρα στο σπίτι και είχε χρόνο για να μαγειρέψει, ενώ ο άνδρας δούλευε και χαιρόταν με τη σκέψη πως θα βρει γυρίζοντας ένα πιάτο καλό φαγητό, αλλά όσα οι μανάδες μας έκαναν ξεπερνούσαν την απλή διαδικασία του μαγειρέματος. Είναι λογικό όσο πιο συχνά μαγειρεύεις τόσο πιο πολύ την τέχνη να μαθαίνεις – αλλά δεν υπήρχε νοικοκυρά που απλώς μαγείρευε: όλες δημιουργώντας εδέσματα έδειχναν στον σύζυγο πρώτα από όλα την αγάπη τους. Ηταν αυτό, σε συνδυασμό με την προσμονή για έναν γλυκό λόγο, η δύναμη που οδήγησε την Ελληνίδα σε γαστρονομικές υπερπαραγωγές.
Αλλο είναι να κόβεις μια ντομάτα και λίγο αγγούρι και άλλο να παιδεύεσαι με τις ώρες να φτιάξεις μελιτζάνες τουρσί: στην πρώτη περίπτωση φτιάχνεις μια σαλάτα, στη δεύτερη δημιουργείς γευστικές ισορροπίες, που, αν είναι επιτυχημένες, προκαλούν τον θαυμασμό. Αλλο είναι το «τηγανίζω δυο κολοκυθάκια και δυο μελιτζάνες που έχω ψιλοκόψει» και άλλο είναι το να φτιάξεις κολοκυθάκια γεμιστά δείχνοντας την απαραίτητη φροντίδα, όχι μόνο για τη γέμιση αλλά και για το αβγολέμονο. Η ελληνίδα σύζυγος δεν μαγείρευε, δημιουργούσε. Δίπλα στη γιαγιά και στη μάνα της είχε βγάλει πανεπιστήμιο. Ηξερε να κρίνει με το μάτι πότε είναι έτοιμος ο κιμάς για τον μουσακά, ετοίμαζε τις ντομάτες για να κάνει γεμιστά χρησιμοποιώντας το μαχαίρι σαν το νυστέρι του χειρουργού, έφτιαχνε το παστίτσιο με φύλλο – ωχροκίτρινο φύλλο, ριγμένο στον φούρνο, για να παραφράσουμε και τον ποιητή. Τα έκανε όλα αυτά απλώς για να φάμε; Οχι φυσικά! Η γαστρονομική της πρόταση είχε όλη της την αγάπη: ήταν το έργο του καλλιτέχνη που περίμενε την αποθέωση από το κοινό του – και μάλιστα ενώ το έργο έπρεπε να το καταβροχθίσει. Κάτι ανάλογο συμβαίνει σήμερα και με τον παντρεμένο που μαγειρεύει για τη γυναίκα του: απλώς στην εποχή μας οι άνδρες λένε τα «σ’ αγαπώ» πιο εύκολα, αν και πάντα με τον τρόπο τους. Ακόμη και δακρύζοντας, π.χ. ενώ καθαρίζουν κρεμμύδια.
Νομίζω πως τους παντρεμένους τούς έσπρωξε στην κουζίνα και λίγο η κρίση, γι’ αυτό τον τελευταίο καιρό τούς ακούμε όλο και περισσότερο να μιλάνε για το σωστό τσιγάρισμα και για το τι ακριβώς σημαίνει «μακαρόνια αλ ντέντε». Η κρίση επέβαλε λίγο-πολύ σε όλα τα νοικοκυριά θυσίες και το πρώτο που κόπηκε δραστικά ήταν τα χρήματα για καλοπέραση. Ο κόσμος βγαίνει λιγότερο, αλλά ο άνδρας έχει πάντα την ανάγκη να δείξει στην καλή του πόσο τη σκέφτεται – έτσι ο ρόλος άλλαξε. Κάποτε είχε στο μυαλό του πώς θα την πάρει κάθε Σαββατοκύριακο να φύγουν ένα διήμερο για το χωριό – τώρα το πηγαινέλα (βενζίνη και διόδια) είναι το ένα τέταρτο του μισθού του, αν πληρώνεται αξιοπρεπώς. Βγαίνουν ένα Σαββατοκύριακο και όχι απαραιτήτως οι δυο τους, όπως έκαναν παλιά τις Παρασκευές όταν εξερευνούσαν τα γκουρμέ μαγαζιά της πόλης. Αλλά αν δεν πάει ο καλοφαγάς στο γκουρμέ, μπορεί το γκουρμέ να έρθει στον καλοφαγά, αρκεί αυτός να έχει το θάρρος να φορέσει μια ποδιά. Το κάνουν όλο και περισσότερο, και μπράβο τους – είναι ο ευκολότερος τρόπος να σώσουν πρώτα από όλα τον ίδιο τον γάμο τους, κρατώντας τον συναρπαστικό: αν έχουν ακόμη γιαγιά, μπορεί να τους το επιβεβαιώσει – έγκυος έμενε έπειτα από τσιμπούσια, και έκανε πέντε παιδιά.
Η μαγειρική αρχίζει να ξαναγίνεται το νέο μεγάλο πεδίο συνάντησης του ζευγαριού – ο ειδυλλιακός τόπος έκφρασης της αγάπης, μόνο που πλέον είναι ο σύζυγος αυτός που παίρνει την ευθύνη να κάνει την εξομολόγηση. Με την ποδιά λερωμένη από τη σάλτσα ντομάτας και τα χέρια να μυρίζουν λίγο ψαρίλα, αλλά με ένα βλέμμα που θα ζήλευε και ο πιο cool εραστής, την κοιτάζει στα μάτια και της λέει όσο πιο συχνά μπορεί: «Αγάπη μου, μαγείρεψα». Ας ελπίσουμε εκείνη, που μόλις γύρισε από τη δουλειά και είναι μέσα στα νεύρα, να το εκτιμήσει…