Η νέα δουλειά του Δημήτρη Παπαϊωάννου αναδύθηκε μέσα στην πανδημία στη διάρκεια ενός επιβεβλημένου διαλείμματος του «Εγκάρσιου Προσανατολισμού», όταν δηλαδή δεν ήταν εφικτό να συναντιέται μια πολυπληθής ομάδα και να δουλεύει. Μαζί με τον χορευτή-ερμηνευτή Σούκα Χορν, συνεργάτη και γείτονά του στην Αθήνα, δημιούργησε ένα έργο ως απόκριση στο κάλεσμα στο Torinodanza Festival του Τορίνο, το οποίο έγινε τελικά σε συμπαραγωγή με το Festival Aperto – I Τeatri di Reggio Emilia στο Ρέτζιο Εμίλια, όπου επίσης παρουσιάστηκε. Ηταν μια πρώτη εκδοχή του έργου, το οποίο επί της ουσίας τώρα παίρνει την ολοκληρωμένη του μορφή και κάνει την κανονική πρεμιέρα του στην Αθήνα και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, για να ακολουθήσει μια παγκόσμια περιοδεία αμέσως μετά.

Και το όνομα αυτού «INK», διά στόματος ενός αγαπημένου φίλου και συνεργάτη, του Αγγελου Μέντη, ο οποίος, όπως συμβαίνει συνήθως με τα έργα του Παπαϊωάννου, τον επισκέπτεται στις πρόβες και έπειτα «αποσύρεται και επανέρχεται με έναν τίτλο ο οποίος, πάντα ευπρόσδεκτος, βαφτίζει το έργο, το καθρεφτίζει και αρχίζει να το φωτοδοτεί. Στην τελευταία του φάση το έργο οργανώνεται γύρω από τον τίτλο» θα πει όταν θα συναντηθούμε στο αγαπημένο του café στο Παγκράτι, μια λιτή, ασκητική μορφή δίχως οίηση που θα ξεχώριζε ανάμεσα στο ετερόκλητο μωσαϊκό ανθρώπων ακόμα και αν δεν ήταν αναγνωρίσιµη. Εν προκειμένω «INK» – στο ξεκίνημα του έργου ο ένας από τους δύο άνδρες που βρίσκονται επί σκηνής χτυπάει ένα χταπόδι (prop, όχι αληθινό) όπως κάνουν οι ψαράδες – γιατί «μιλάμε για μια εκπνευματικοποίηση ενός ζωικού υλικού όπως το μελάνι που παίρνεις από το ζώο και μετά ζωγραφίζεις ή γράφεις, δημιουργείς ένα πνευματικό έργο από ένα μαύρο σπέρμα».

©Julian Mommert

Το «INK» µοιάζει ως µια συνέχεια της «Πρώτης Υλης», δεδοµένου ότι υπάρχει αυτή η δυαδική σχέση, µε εσάς παρόντα στη σκηνή. Πώς γεννήθηκε όµως η πρωταρχική ιδέα;

«Πάντα υπάρχουν ιδέες και θέματα τα οποία αιωρούνται στον χρόνο μέχρι να βρουν το έργο στο οποίο θα προσγειωθούν και θα γονιμοποιηθούν. Οταν είχα ξεκινήσει την έρευνα για τον «Μεγάλο Δαμαστή» ένα από τα βασικά πράγματα που με απασχολούσαν ήταν το σύστημα που ποτίζει τα μεγάλα χωράφια. Είχα δει πώς ο ήλιος φωτίζει αυτόν τον πίδακα του νερού και πάντα τον φανταζόμουν στη σκηνή. Οταν μου πρότειναν από το Τορίνο και το Ρέτζιο Εμίλια να κάνω ένα έργο, θυμήθηκα αυτή την παλιά ιδέα. Δοκιμάζοντάς τη μαζί με τον Σούκα δημιουργήθηκε ξαφνικά μια μυθοπλασία η οποία άντεχε να οικοδομήσει μια δραματουργία. Αρχίσαμε και παίζουμε με τα υλικά που είχαμε στη διάθεσή μας και είδαμε μπροστά μας κάτι να ξεδιπλώνεται. Ηταν λοιπόν από τις ιδέες που έχω στα ράφια, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Γιατί πρέπει να πω ότι εδώ και πέντε χρόνια μού έχει προσφέρει το Μέγαρο Μουσικής μια υπόγεια αποθήκη, την οποία μετέτρεψα σε ένα αντισυμβατικό εργαστήριο για να κλείνομαι με τους χορευτές και τους τεχνικούς μου και να δουλεύω. Είμαι ευγνώμων γι’ αυτό και θα ήταν πολύ ενδιαφέρον αν κάθε οργανισμός, ιδιωτικός ή κρατικός, προσφέρει αντίστοιχα μια περιουσία του που δεν χρησιμοποιείται για να την αξιοποιήσει ως εργαστήριο κάποιος καλλιτέχνης».

Τι τραβάει την προσοχή σας σε ένα υλικό ώστε να το χρησιµοποιήσετε;

«Η περιέργεια για το τι δυνατότητα έχει να συνδυαστεί ή να κινηθεί με ένα ανθρώπινο σώμα και να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο, να παράξει ηχητικά τοπία ή να δημιουργήσει αντανάκλαση φωτός. Είναι η περιέργεια η οποία γονιμοποιεί τη φαντασία του ερμηνευτή να αυτοσχεδιάσει».

©Julian Mommert

Οταν είναι δύο άτοµα επί σκηνής, και µάλιστα ο ένας είστε εσείς, φαντάζοµαι είναι πιο έντονη αυτή η διαδικασία;

«Ναι, γιατί οι δύο δημιουργικότητες βρίσκουν διάφορους τρόπους να συνδυαστούν και αυτό που γεννιέται εκφράζει κάτι από την ηλεκτρική τάση που υπάρχει ανάμεσα στις δύο προσωπικότητες. Οταν είμαι εγώ μέσα στο έργο επίσης είναι πολύ διαφορετική διαδικασία γιατί χάνομαι σε διάφορους κόσμους και κάπως ιχνηλατώ την επιθυμία μου σαρκικά. Δηλαδή εκεί που βρίσκομαι με ένα υλικό, σε αυτή τη σχέση με το σώμα θέλω να κάνω κάτι άλλο. Δεν σκέφτομαι αν είναι ενδιαφέρον αλλά σκέφτομαι τι θέλω εκείνη τη στιγμή. Αργότερα, από το βίντεο διαλέγω τι είναι ενδιαφέρον από αυτά που ήθελα. Μαζεύω τα θραύσματα των ενδιαφερόντων πραγμάτων και δημιουργώ μια αποθήκη ψηφίδων. Το έργο είναι τελικά το ψηφιδωτό που δημιουργείται από αυτές τις ψηφίδες».

Στην πορεία όµως δεν γεννιέται και η αµφιβολία; Πώς ξεπερνάτε τη δυσπιστία απέναντι στον εαυτό σας και στο δηµιούργηµά σας;

«Αχ, η αμφιβολία! Η πιο πιστή σύζυγος! Στην αρχή οι δυνατότητες είναι άπειρες. Κάποια στιγμή ο χρόνος τελειώνει και πρέπει από αυτό που έχω βρει να κατασκευάσω και να παραδώσω κάτι το οποίο είναι πάντοτε χειρότερο από τη δυνατότητα που υπήρχε για το καλύτερο. Απλώς το δέχεσαι, βάζεις το κεφάλι κάτω, γίνεσαι όπως ο τεχνίτης που θα φτιάξει το τραπέζι με ένα συγκεκριμένο ξύλο και δουλεύοντάς το θα φτάσει στο όριό του το υλικό, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Είναι μια συνείδηση της θνητότητας των πραγμάτων, ελπίζεις πάντα να φτάσεις σε ένα τοπίο καλύτερο από αυτό που μπορείς αλλά τελικά καταλήγεις να κάνεις μόνο αυτό που μπορείς. Από τη μέση και πέρα λοιπόν η διαδικασία είναι θλιμμένη, αλλά αρχίζεις και αγαπάς τους περιορισμούς. Στην αρχή αγαπάς τη δυνατότητα και μετά αν είσαι τεχνίτης – εγώ πιστεύω στο να είναι κανείς τεχνίτης, να επεξεργάζεται το υλικό του και με ταπεινοφροσύνη να σκύβει πάνω του – υπάρχει περιθώριο να το αγαπήσεις πάλι το υλικό μέσα από μια ταπείνωση που έχεις υποστεί, ότι ούτε αυτή τη φορά θα ξεπεράσεις τον εαυτό σου».

©Julian Mommert

Πώς µάθατε να σκύβετε µε ταπεινοφροσύνη πάνω στο υλικό σας; Είναι κάτι που σας έµαθε η µαθητεία σας κοντά στον Τσαρούχη;

«Είναι κάτι που μου ενέπνευσε με τον τρόπο που ένας μεγάλος δάσκαλος διδάσκει εμπνέοντας και όχι υπαγορεύοντας. Eπειτα, ο πατέρας μου ήταν τεχνίτης. Εφτιαχνε έπιπλα, φωτεινές επιγραφές, κατασκεύαζε αντικείμενα. Ο αδελφός μου είναι επίσης τεχνίτης. Η δυσκολία τού να δαμάσεις ένα υλικό, η δουλειά με τα χέρια που έμαθα στη ζωγραφική και στη γλυπτική, σου διδάσκουν αυτή την ταπεινότητα. Αν είσαι συγκεντρωμένος, καταλαβαίνεις ότι είναι μέρος κάθε δημιουργικής διαδικασίας και δεν μπορείς να την αγνοήσεις κατά τη γνώμη μου. Αλλά εγώ είμαι και λίγο παλαιών αρχών».

Είναι πλέον µια κυρίαρχη τάση στην τέχνη η επιστροφή στην υλικότητα και η χειρωναξία. Είναι σαν να επιστρέφει ο κόσµος στην ουσία των πραγµάτων.

«Εγώ συμφωνώ απόλυτα ότι είναι η ουσία των πραγμάτων και ότι το ζήτημα είναι να μεταμορφώνει αλχημιστικά κανείς την ύλη, να τη δαμάζει και όχι απλώς να μιλάει για αυτήν ή να επιβάλλεται πάνω της. Γιατί είναι άλλο να δαμάζεις και άλλο να επιβάλλεσαι. Αλλο να φυλακίζεις ένα ζώο και άλλο να είσαι σε διαρκή διάλογο με τον κίνδυνο που σου θέτει η επιθετικότητά του».

Πώς επιβάλλεται ένας καλλιτέχνης στην ύλη;

«Σκέφτεται κάτι αλλά δεν γίνεται να δηµιουργεί ερήµην της δυνατότητας του υλικού. Στη σύγχρονη τέχνη βλέπει κανείς πολλές φορές την επιβολή ενός concept επάνω στη µορφή. Αντί να διαπνέεται από αυτό, αντί η µορφή να έχει αποκρυσταλλωθεί σαν ένα αιθέριο έλαιο του concept, βρίσκεται εκεί για να το περιγράψει ή για να είναι µια διακοσµητική αφορµή για να µιλήσει κανείς για αυτό».

©Julian Mommert

Στο «INK» ο συσχετισµός των δύο ανδρών παραπέµπει σε αρχετυπικές σχέσεις, µε κυρίαρχη από ό,τι φαίνεται εκείνη του πατέρα και του γιου, µια αναφορά που ενυπήρχε και στην «Πρώτη Υλη». Γιατί επανέρχεστε σε αυτήν;

«Οταν ξεκίνησα, και το φυσικό για μένα ήταν να βρίσκομαι πάλι απέναντι σε ένα γυμνό σώμα και να δημιουργείται αυτός ο συσχετισμός δυνάμεων, αναρωτήθηκα γιατί το κάνω. Οταν όμως συνειδητοποίησα ότι υπάρχει αυτή η δραματική διαφορά στην ηλικία, νομιμοποίησα τον εαυτό μου να ξαναγυρίσω σε αυτόν τον διάλογο γιατί υπάρχει αυτή η σχέση μεταξύ του παλαιού και του νέου. Κατάλαβα ότι έχει να κάνει με την ανίχνευση της πατρότητας μέσα μου. Με την ανακάλυψη ότι στις σχέσεις μου με τους μαθητές, συνεργάτες, ακόμα και τους εραστές μου, η φύση μου ταυτίζεται με τη φύση του πατέρα μου. Ενα κομμάτι μου βρίσκεται βέβαια και στις δύο προσωπικότητες που βρίσκονται επί σκηνής. Απλώς τώρα μπορώ να ακουμπήσω και την άλλη μεριά και να καταλάβω κι εγώ πού φτάνει το όριο της γενναιοδωρίας μου ώστε να απελευθερώσω τον άλλο, όπως η αγάπη των γονιών φτάνει συνήθως σε ένα όριο καθώς είναι δύσκολο να αποδεχτούν ότι η απελευθέρωση του παιδιού σημαίνει να μη σε έχει πλέον ανάγκη. Είναι δύσκολο να φτάσει η αγάπη σε αυτό το σημείο».

 

Εχει να κάνει µε το γεγονός ότι µεγαλώνετε και επεξεργάζεστε το αποτύπωµά σας; Είδα ότι έχετε αρχίσει να ανεβάζετε και δουλειές σας στο Διαδίκτυο, όπως το «Μέσα» και το «2».

«Εχω κάνει και μια περίληψη της «Πρώτης Υλης» και τώρα ολοκλήρωσα το «Πουθενά». Είμαι σε μια διαδικασία να μοντάρω προσωπικά το καταγεγραμμένο υλικό των έργων μου και να το μοιράσω στο Διαδίκτυο υπογεγραμμένο και ως κινηματογραφικό υλικό από μένα τον ίδιο. Ο απώτερος στόχος είναι να παραδώσω ο ίδιος σε μια μορφή άυλη αυτά τα άυλα τα οποία έφτιαξα. Είναι μακροχρόνια διαδικασία και έχει να κάνει με το αποτύπωμα και την αίσθηση της αποχώρησης. Ολα αυτά έχουν να κάνουν και με το «INK». Με το πώς τοποθέτησα την προσωπικότητά μου ως ένας άνθρωπος που έχει περάσει στο παρελθόν, που θα μείνει εγκλωβισμένος στο δικό του σύστημα ενώ η νεότητα θα διακτινιστεί».

©Julian Mommert

Μια και λέµε για το αποτύπωµα, κάπου διάβασα ότι έχετε πει πως «η τέχνη είναι η τεκνοποίηση των οµοφυλοφίλων».

«(Γελάει). Είναι μάλλον μια υπερβολική σκέψη αυτή, αλλά ενδεχομένως στις παλαιότερες εποχές να εμπεριείχε ένα είδος αλήθειας. Κατά κάποιον τρόπο έπρεπε να ξεπεράσεις αρκετά εμπόδια για να παραδεχτείς και να ζήσεις τη ζωή σου σαν ομοφυλόφιλος και παρατηρήθηκε ότι η τέχνη ήταν ένας τομέας που αγκάλιαζε αυτές τις φύσεις. Μέσα από αυτή την επιρροή που είχε η τέχνη στην κοινωνία βρήκαν οι ομοφυλόφιλοι άνδρες και οι ομοφυλόφιλες γυναίκες συχνά ένα καταφύγιο έκφρασης ιδεών και διαμόρφωσης ιδεών, και αυτό είναι ένα είδος τεκνοποίησης».

Η κυριολεκτική τεκνοποίηση δεν σας ενδιέφερε ποτέ;

«Προφανώς όχι, γιατί αλλιώς θα το είχα κάνει. Δεν με ενδιέφερε να ενταχτώ, να μπω στην οργάνωση της οικογένειας με έναν εναλλακτικό τρόπο, με έναν σύντροφο και μια μονογαμική σχέση της οποίας η φυσιολογική εξέλιξη θα ήταν να τεκνοθετήσουμε ή να κάνουμε παιδιά. Ερχομαι από μια άλλη γενιά και διαμορφώθηκα αλλιώς. Τη βγήκα με έναν μεγάλο τσαμπουκά που δεν επέτρεψε σε κανέναν να σταθεί στον δρόμο μου και να με κρίνει γι’ αυτό που είμαι. Αυτός ήταν ο δικός μου ακτιβισμός την εποχή που το έσκασα από το σπίτι μου και αποφάσισα ότι δεν θα βρεθώ ποτέ σε περιβάλλον που θα χρειαστεί να πω ψέματα γι’ αυτό που είμαι».

«Επιστρέψατε» ποτέ στο σπίτι;

«Δεν υπήρξε ποτέ επιστροφή, υπήρξε συμφιλίωση. Λίγο πριν πεθάνει ο πατέρας μου γνωρίσαμε και οι δύο ξανά την αρχική, πρώτη μας πολύ μεγάλη αγάπη».

Αναρωτιέµαι, πώς διαµορφώνεται ένας τέτοιος τσαµπουκάς σαν κι αυτόν που περιγράφετε;

«Κατ’ αρχάς υπάρχει κάτι που σου δίνεται. Για κάποιον λόγο από μικρό παιδί μπορούσα να ζωγραφίζω, όπως άλλος μπορούσε να παίζει ποδόσφαιρο ή να τραγουδάει. Η απόλαυση που παίρνεις σε μια τέτοια φάση φέρνει ένα αποτέλεσμα το οποίο σού δίνει θέση στο κοινωνικό σύνολο. Είσαι ο ζωγράφος, έρχονται τα άλλα παιδάκια και σε θαυμάζουν. Οταν στην πορεία έρχεται ο οποιοσδήποτε να σου πει ότι πρέπει να πας σε μια περιοχή που δεν θα παίρνεις αυτή την απόλαυση για να πάρεις τη θέση σου στην κοινωνία, όπως εμένα μου είπαν οι γονείς μου θα γίνεις αρχιτέκτονας αφού μπορείς να σχεδιάζεις και όχι ζωγράφος, μπορείς εύκολα μέσα σου να αντιδράσεις. Νομίζω με έναν τέτοιον τρόπο δημιουργείται ο τσαμπουκάς. Γιατί καταλαβαίνεις από τη ζωή ότι υπάρχει απόλαυση που σε οδηγεί στο φως και θες να πας εκεί. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η ερωτική επιθυμία».

 

Είχατε όµως το ταλέντο για να ξεχωρίσετε και αυτό είναι θέµα τύχης.

«Είναι μια τρομερή ευλογία να έχεις μια τάση, να σου δείχνει η φύση σου έναν δρόμο. Αν θα τον ακολουθήσεις ή όχι είναι ζήτημα της προσωπικότητάς σου. Το περιβάλλον μου είναι ανοιχτό σε όλους τους ανθρώπους, θεατρολόγους, σκηνοθέτες, εικαστικούς, χορευτές που ενδιαφέρονται να έρθουν να μάθουν στο εργαστήριό μου, να γίνουν αυτό που λέμε interns. Παρακολουθώ και βλέπω ότι αμέσως ξεχωρίζεις τα παιδιά που η φύση τους τα οδηγεί και το γνωρίζουν, όπως κι εκείνα που αγωνίζονται να βρουν τη φύση τους. Είναι τόσο πιο τυχερά τα πρώτα… Εγώ ήμουν από αυτά τα παιδιά. Συνήθως όταν υπάρχει το ταλέντο το εντοπίζεις, αλλά υπάρχει κι ένα ποσοστό το οποίο θα ανθίσει με την αφοσίωση και την επιμονή και θα ξεπεράσει άλλα ταλέντα τα οποία είναι πιο γενναιόδωρα. Υπάρχουν άνθρωποι με πολύ ταλέντο που δεν έχουν την προσωπικότητα και την ανάγκη να το αναπτύξουν».

Τελικά περάσατε στον χορό «για λάθος λόγους» όπως έχετε πει. Τι εννοούσατε;

«Οταν μεγάλωνα σε ένα σχολείο αρρένων σαν ένα ομοφυλόφιλο παιδί – καλλιτεχνικής φύσης επιπροσθέτως – δεν συμμετείχα στον αθλητισμό των αγοριών όσο θα ήθελα, παρόλο που η φύση μου ήταν αθλητική. Συμβαίνει συχνά αυτό γιατί υπάρχει ένας φυσικά βίαιος ανταγωνισμός μεταξύ αγοριών με τον οποίο πολλά ομοφυλόφιλα παιδιά στην εφηβεία αισθάνονται άβολα. Οχι επειδή είναι πιο φιλειρηνικά ζώα αλλά επειδή δεν έχουν την ευκολία της έκφρασης αυτής της σωματικής βίας που βγάζουν τα αγόρια μεταξύ τους. Οπότε στερήθηκα όλα τα ομαδικά αθλήματα, για παράδειγμα πηδούσα πολύ ψηλά αλλά ποτέ δεν έπαιξα μπάσκετ, έκανα άλμα εις ύψος. Η σωματική μου φύση ήταν αγείωτη και όταν ανακάλυψα τον χορό βρήκα ένα αθλητικό πάθος μέσα από έναν άλλον δρόμο. Πήγα γι’ αυτόν τον λόγο στον χορό και όχι για την ανάγκη της καλλιτεχνικής έκφρασης».

Εξακολουθείτε όµως να θεωρείτε τον εαυτό σας ζωγράφο;

«Οχι ακριβώς, απλώς τα πιο ισχυρά εργαλεία για τη σκηνοθετική δουλειά μου είναι τα εργαλεία του ζωγράφου. Είναι ο τρόπος που βλέπω τα πράγματα. Ο Τσαρούχης μού είχε πει πολύ καθαρά: «Πρέπει να καταλάβεις ότι είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσεις σε όσους δεν ζωγραφίζουν πώς βλέπουν οι ζωγράφοι». Φαντάζομαι ότι είναι το ίδιο με το πώς ακούνε οι μουσικοί. Ο ζωγράφος ο οποίος βλέπει τις σχέσεις των τόνων και των χρωμάτων σε οτιδήποτε πέφτει το βλέμμα του έχει μια τελείως διαφορετική αντίληψη για τον κόσμο. Μέσα από αυτό το εργαλείο μπορώ να οργανώσω τη σκηνή και να κάνω τις επιλογές μου. Οταν κάτι πρέπει να φύγει 20 πόντους πιο αριστερά δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί. Αλλά πρέπει».

Οι ποιότητες της ζωγραφικής του Τσαρούχη είναι παρούσες στο έργο σας. Νιώθετε κατά κάποιον τρόπο συνεχιστής του έργου του;

«Δεν ξέρω τι να πω πάνω σε αυτό. Πολλές φορές τον σκέφτομαι, είχε δει ένα από τα πρώτα μου έργα στο θέατρο λίγο πριν πεθάνει, το «Δωμάτιο Ι» (σ.σ.: 1988). Μου είπε: «Εμείς δεν θα τολμούσαμε ποτέ στη δική μας γενιά να κάνουμε αυτό που τολμάς να κάνεις εσύ». Ηταν ό,τι πιο κολακευτικό μπορούσα ν’ ακούσω. Τον σκέφτομαι συχνά έτσι όπως φτιάχνω τις εικόνες με πολύωρες δοκιμές φωτισμού: θα χαμογελάει άραγε, θα καταλαβαίνει ότι έμαθα να βλέπω και να φτιάχνω αυτή τη φωτοσκίαση; Θέλω να πω και κάτι που μου δημιουργεί βαθύτατη συγκίνηση. Περνάει ο καιρός και ο Τσαρούχης που ήταν ισόβαθμος πολλών καλλιτεχνών της γενιάς του όλο και ανεβαίνει και ενώ η λαίλαπα του χρόνου θαμπώνει τόσους καλλιτέχνες εκείνος λάμπει όλο και πιο πολύ. Αυτό με συγκινεί πολύ γιατί σημαίνει ότι κάτι κάνει ο χρόνος. Ενα λουλουδάκι, την αγγελική, σε ένα ποτηράκι όπως τη ζωγράφιζε, είναι από τα πιο συγκινητικά πράγματα που μπορείς να δεις στη ζωγραφική».

Πώς βλέπετε σήµερα τα πράγµατα, που υπάρχει πιο εύκολα τόλµη στην τέχνη και διεκδικείται χώρος για τη διαφορετικότητα µε ακτιβιστικό τρόπο;

«Υπάρχει ο ακτιβισμός από τη μία και υπάρχει και η δήλωση του ακτιβισμού από την άλλη. Υπάρχει η σκέψη ότι μπορείς να κάνεις κάτι ώστε τα πράγματα να προχωρήσουν προς έναν καλύτερο δρόμο σταδιακά και υπάρχει και η σκέψη ότι αρκεί να δηλώνεις πως είσαι σύμφωνος με μια επόμενη τάξη πραγμάτων για την οποία δεν θα κάνεις τίποτα για να έρθει, αλλά μονίμως θα το δηλώνεις. Αυτό δεν είναι τόσο χρήσιμο».

Βλέπουµε όµως ότι αποκτούν φωνή και βήµα δηµιουργικοί άνθρωποι που ήταν αόρατοι, όπως γυναίκες, µέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, µαύροι καλλιτέχνες.

«Αυτή είναι η νέα οργάνωση βάσει φυλών (tribalism) και έχει να κάνει με τα πολιτικά ζητήματα γύρω από θέματα ταυτότητας (identity politics), μια καινούργια τάση η οποία ενώ μοιάζει ότι είναι προοδευτική ανησυχώ ότι στην πραγματικότητα γυρνάει τους ανθρώπους πίσω σε περιχαρακωμένες ομάδες που ζητάνε μεν τα δικαιώματά τους αλλά χάνουν το δικαίωμα της διάχυσης από ομάδα σε ομάδα. Ξαναγινόμαστε, φοβάμαι, φυλές. Είναι ένα φαινόμενο που ελπίζω να περάσει, έχει βέβαια και θετικές προεκτάσεις».

Υπάρχει και η άποψη ότι αποκαθίστανται αδικίες χρόνων, οπότε είναι αναµενόµενη µια υπερβολή.

«Στην πίστα της τέχνης και στην πίστα της ανθρωπότητας αυτό που πρέπει να μας απασχολεί είναι ο άνθρωπος που κάνει ελεύθερα και καλά τη δουλειά του. Επειδή όμως επί χρόνια έχουν καταπιεστεί ομάδες ανθρώπων και δεν τους έχουν δοθεί η εκπαιδευτική και η κοινωνική δυνατότητα να αναπτύξουν τα εργαλεία για να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής και δημιουργίας, είναι επείγον να διορθωθεί αυτό το πρόβλημα. Στην τέχνη όμως το αποτέλεσμα που πρέπει να λάμπει είναι εκείνο της καλής χρήσης των εργαλείων από τον καλλιτέχνη, για να κρατάμε το «άθλημα» καθαρό και ζωογόνο. Αισθάνομαι ένα προσωπικό σχίσμα και μια μικρή δυσφορία σε αυτή την καινούργια εποχή. Είναι ένα πολύ ζωντανό, καυτό θέμα, προσπαθώ να βρω τη θέση μου σαν ένας άνθρωπος μιας άλλης γενιάς που προσπαθεί να πλοηγηθεί ανάμεσα στο δίκαιο και το άδικο αυτής της υπόθεσης. Καμιά φορά όταν πολεμάς για την ελευθερία με φασιστικό τρόπο δεν ξέρω αν κάνεις πόλεμο για την ελευθερία ή για τον φασισμό. Εκεί ένα μεγάλο θέμα που πρέπει να διαπραγματευτούμε είναι το βάρος της εποχής μας».

INFO

«INK»: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Βασ. Σοφίας & Κόκκαλη), στις 12, 13, 14, 15 και 19, 20, 21 Ιανουαρίου 2023.