Ο,τι δεν τον σκοτώνει, τον κάνει πιο δυνατό. Ο λόγος για τον πρώην πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ανακοίνωσε περιχαρής πριν από μερικές ημέρες ότι τον Μάιο που μας πέρασε συγκεντρώθηκαν 141 εκατομμύρια δολάρια για την προεκλογική του εκστρατεία.
Από αυτά, 53 εκατομμύρια – περισσότερο από το ένα τρίτο του συνόλου – προσφέρθηκαν μέσα σε μόλις ένα 24ωρο αφότου δικαστήριο της Νέας Υόρκης τον έκρινε ένοχο και για τις 34 κατηγορίες παραποίησης επιχειρηματικών αρχείων, καθιστώντας τον πρώτο πρώην πρόεδρο στην ιστορία των ΗΠΑ ο οποίος έχει καταδικαστεί για κάποιο έγκλημα.
Ο απολογισμός – τον οποίο έκανε γνωστό η ομάδα του Τραμπ προτού απαιτηθεί βάσει των κανόνων χρηματοδότησης της προεκλογικής εκστρατείας, και δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί από επίσημες πηγές – είναι σχεδόν διπλάσιος από το σύνολο των 76 εκατομμυρίων δολαρίων που δημοσιοποιήθηκαν για τον Απρίλιο.
Η ομάδα του υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών τόνισε ότι η τεράστια αύξηση οφείλεται σε περισσότερες από 2 εκατομμύρια δωρεές που κυμάνθηκαν κατά μέσο όρο στα 70,27 δολάρια, με το ένα τέταρτο των δωρητών να συνεισφέρει στην κούρσα του Τραμπ εναντίον του σημερινού προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, για πρώτη φορά.
Οι συνεργάτες του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος εσχάτως απέκτησε και λογαριασμό στο TikTok, πιστεύοντας ότι αυτή η κίνηση θα τον βοηθήσει να αλιεύσει τις ψήφους των νέων στον αγώνα που δίνει για να διαβεί εκ νέου το κατώφλι του Λευκού Οίκου, ανέφεραν ότι η τεράστια αύξηση όσον αφορά την οικονομική στήριξή του αντανακλά μια έκρηξη συμπάθειας προς τον πρώην πρόεδρο για μια ετυμηγορία που «εξοργίζει και κινητοποιεί τους Αμερικανούς από κάθε κοινωνικό στρώμα».
Ο Τραμπ και η ομάδα του έχουν επανειλημμένα χαρακτηρίσει τη δίωξη στη Νέα Υόρκη «πολιτικό κυνήγι μαγισσών» που ενορχηστρώθηκε από τον Μπάιντεν, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι ο νυν πρόεδρος είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην υπόθεση, η οποία ανήκε στην κρατική, και όχι στην ομοσπονδιακή, δικαιοδοσία.
Ντόναλντ Τραμπ vs Τζο Μπάιντεν: «Πολιτικός κρατούμενος» vs «Sleepy Joe»
Παρά τους πανηγυρισμούς όσων τον περιφρονούν, μετά την καταδίκη του ο τέως επιχειρηματίας και νυν πολιτικός, που θα κλείσει στις 14 Ιουνίου τα 78 του χρόνια, γνωρίζει καλά ότι το μεγάλο του ταλέντο είναι να ξεπερνά τέτοια εμπόδια.
Τα τελευταία χρόνια έχει αντιπαρέλθει πολλά, σίγουρα τη δική του κακή συμπεριφορά αλλά και την μήνιν των χειρότερων επικριτών του. Ο ίδιος είναι αποδεδειγμένα survivor, όμως το πραγματικό ερώτημα είναι αν μπορεί η χώρα (ή ο πλανήτης ολόκληρος) να επιβιώσει άλλα τέσσερα χρόνια με αυτόν στο τιμόνι.
Στον απόηχο της ετυμηγορίας του δικαστηρίου, οι ιστοσελίδες του Τραμπ «έπεσαν» από τη μαζική πολιορκία του κόσμου που αναζητούσε απεγνωσμένα προϊόντα της προεκλογικής του εκστρατείας.
Το γεγονός ότι προηγήθηκε του Τζο Μπάιντεν στις περισσότερες εθνικές δημοσκοπήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης θα έπρεπε να ήταν το πρώιμο προειδοποιητικό σημάδι ότι ακόμη και μία αρνητική απόφαση θα είχε μικρή ή καθόλου επίδραση στην επικείμενη προεδρική αναμέτρηση.
Εχει γίνει πλέον ξεκάθαρο ότι ο Τραμπ βρίσκεται ακόμα στην πολιτική του ακμή και όσο περισσότερο χάος δημιουργεί γύρω του, τόσο καλύτερα τα καταφέρνει στο τέλος. Κάθε φορά που οι ειδικοί σκέφτονται πως «αυτή τη φορά, επιτέλους, το παρακάνει και θα υποστεί τις συνέπειες», η υποστήριξη προς το πρόσωπό του αυξάνεται, καθώς παριστάνει επιδέξια το θύμα, παίρνοντας με το μέρος του ακόμη και κάποιους που στέκονταν επικριτικά απέναντί του.
Η σκληρότητα του τελευταίου ξεσπάσματός του ήταν αναμενόμενη. Μέσα σε λίγα λεπτά από την ανακοίνωση της ετυμηγορίας ισχυρίστηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι είναι «πολιτικός κρατούμενος», δήλωσε ότι αυτή ήταν «η πιο σκοτεινή ημέρα στην αμερικανική Ιστορία», αμφισβήτησε το αποτέλεσμα της δίκης επειδή ήταν «στημένη» και κατηγόρησε τους συμμετέχοντες στη διαδικασία και τον ίδιο τον δικαστή για «διαφθορά». Και, φυσικά, οι οπαδοί του φρόντισαν με μεταδοθεί το μήνυμά του όσο πιο γρήγορα και αποτελεσματικά γινόταν.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση των «Financial Times»: «Για μεγάλο μέρος των τελευταίων οκτώ ετών, ο πρώην πρόεδρος απέφυγε ή αψηφούσε τους νόμους της εκλογικής βαρύτητας – καθώς και τους ίδιους τους πραγματικούς νόμους.
Μέχρι τώρα κανένας πρόεδρος στην αμερικανική Ιστορία δεν έχει πει αυτά που είπε ο Τραμπ, ούτε έκανε αυτά που έκανε, και επέζησε. Η περιφρόνηση που τρέφει για το νομικό σύστημα και για εκείνους που επιδιώκουν να τον κάνουν να λογοδοτήσει αντικατοπτρίζει με ακρίβεια την εχθρότητα των υποστηρικτών του προς την κυβέρνηση και τις ελίτ που τη διοικούν. Και αυτό εξηγεί την ανάδυσή του σαν τον φοίνικα από τις στάχτες μιας αποτυχημένης προσπάθειας επανεκλογής.
Η ρητορική του Τραμπ είναι συχνά ακραία και διχαστική, αλλά σε μια πολωμένη εποχή οι προσβολές του δεν έχουν πραγματικά σημασία και οι ψηφοφόροι του απολαμβάνουν τη διασκέδαση που τους προσφέρει.
Ο Τραμπ έχει πείσει τη μισή Αμερική ότι είναι απλώς ένας αθώος παρευρισκόμενος, ότι οι δικαστικές διώξεις δεν ήταν καθόλου εγκλήματα και ότι ο «Sleepy Joe» (σ.σ.: όπως αποκαλεί τον νυν πρόεδρο των ΗΠΑ) προσπαθεί απλώς να νοθεύσει τις εκλογές.
Τελικά, το γεγονός ότι ο Τραμπ κρίθηκε ένοχος για 34 κακουργήματα δεν θα έχει κανέναν σημαντικό αντίκτυπο στις εκλογές. Λίγοι Αμερικανοί θα διαβάσουν ποτέ τα κατηγορητήρια ή τη λεπτομερή απόφαση του δικαστηρίου. Πολύ περισσότεροι θα βασίσουν την ερμηνεία τους για το τι συνέβη στην οπτική γωνία του ίδιου του Τραμπ.
Ακόμη χειρότερες θα φαίνονται οι υστερικές καταδίκες από τους αναλυτές που τον μισούν ξεκάθαρα και τον μισούν από την πρώτη μέρα. Εχουν μηδενική επιρροή. Οι ψηφοφόροι του Τραμπ σταμάτησαν να τους ακούνε πριν από χρόνια. Για άλλη μια φορά, οι πιο δυνατοί επικριτές του Τραμπ αποδεικνύονται τα πυρομαχικά για το πιο αποτελεσματικό όπλο του – τη δική του φωνή».
Οι «double haters» και η Μελάνια
Πολλοί Αμερικανοί, το 50%, πιστεύουν ότι η καταδικαστική απόφαση σε βάρος του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και για τις 34 κατηγορίες στην πρόσφατη δίκη του για την «υπόθεση Στόρμι Ντάνιελς» ήταν σωστή, σύμφωνα με μια πολύ πρόσφατη δημοσκόπηση του ABC News/Ipsos, και σχεδόν τόσοι, το 49%, πιστεύει ότι πρέπει να δοθεί ένα τέλος στην προεκλογική του εκστρατεία έπειτα από αυτό το αποτέλεσμα.
Ωστόσο, μετά την ιστορική ποινική δίκη που ολοκληρώθηκε αυτή την εβδομάδα με την καταδίκη του πρώην προέδρου, η αποδοχή στον Τραμπ παρέμεινε σταθερή στο 31%.
Ο Τραμπ κρίθηκε ένοχος για 34 κατηγορίες στη δίκη του αναφορικά με την παραποίηση επαγγελματικών αρχείων σχετικά με μια πληρωμή που έγινε στην ηθοποιό ταινιών ενηλίκων, Στόρμι Ντάνιελς, πριν από τις εκλογές του 2016, προκειμένου να παραμείνει σιωπηλή για τη σχέση τους.
Ο πρώην πρόεδρος υποσχέθηκε να ασκήσει έφεση, λέγοντας την Παρασκευή ότι στην υπόθεση εναντίον του εμπλέκονται «κακοί άνθρωποι».
Το 47% των Αμερικανών δήλωσε ότι πιστεύει πως οι κατηγορίες εναντίον του Τραμπ σε αυτή την υπόθεση είχαν πολιτικά κίνητρα, ενώ το 38% υποστηρίζει ότι δεν είχαν. Ταυτόχρονα, μια οριακή πλειοψηφία, σε ποσοστό 51%, πιστεύει ότι ο Τραμπ σκόπιμα έκανε κάτι παράνομο σε αυτή την περίπτωση. Το 12% πιστεύει ότι ο Τραμπ έκανε κάτι λάθος, αλλά όχι εσκεμμένα, ενώ το 19% πιστεύει ότι δεν έκανε τίποτα λάθος.
Η αποδοχή για τον Μπάιντεν παραμένει επίσης χαμηλή και σχεδόν αμετάβλητη. Συγκεκριμένα ανέρχεται επί του παρόντος στο 32%, σε σύγκριση με 33% σε δημοσκόπηση του ABC News/Ipsos που διεξήχθη τον Μάρτιο του 2024.
Η αντίδραση του κοινού στην ετυμηγορία για τον Τραμπ εμπίπτει σε κομματικές γραμμές. Για παράδειγμα, το 83% των Δημοκρατικών πιστεύει ότι η ετυμηγορία ήταν σωστή και το 79% πιστεύει ότι θα πρέπει – συνεπακόλουθα – να τερματίσει την εκστρατεία του, ενώ μόνο το 16% των Ρεπουμπλικανών λέει ότι η ετυμηγορία ήταν ορθή και το ίδιο ποσοστό λέει ότι πρέπει να βάλει τέλος στην προεδρική του υποψηφιότητα.
Επειδή τόσο ο Μπάιντεν όσο και ο Τραμπ αντιμετωπίζονται σε γενικές γραμμές αρνητικά, οι εκλογές του Νοεμβρίου θα μπορούσαν να κριθούν από τους ανεξάρτητους ψηφοφόρους, ή ακόμη, ειδικότερα, από εκείνους που απορρίπτουν αμφότερους τους υποψηφίους – τους λεγόμενους «double haters».
Η δίκη πάντως και η όλη συζήτηση για τις ερωτικές σχέσεις του Ντόναλντ Τραμπ έβαλε πολλούς στη διαδικασία να θυμηθούν την προσωπική ζωή του, τους γάμους του με την Ιβάνα Τραμπ, τη Μάρλα Μέιπλς αλλά και την τωρινή του σύζυγο, Μελάνια Τραμπ, το γένος Κνάους, την οποία γνώρισε ενώ βρισκόταν σε ραντεβού με άλλη γυναίκα, σε ένα πάρτι στο Kit Kat Club της Νέας Υόρκης το 1998.
Το μοντέλο από τη Σλοβενία δεν του έδινε στην αρχή τον αριθμό του, και έτσι, ενώ η συνοδός του ήταν στην τουαλέτα, ο Τραμπ έδωσε «ύπουλα» στη Μελάνια τα προσωπικά στοιχεία επικοινωνίας του για να μπορούν να ορίσουν ένα ραντεβού.
Το ζευγάρι παντρεύτηκε τελικά στις 22 Ιανουαρίου 2005, σε μια τελετή γεμάτη διάσημους καλεσμένους όπως η Χάιντι Κλουμ, ο Ελτον Τζον, ο Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ και η μετέπειτα πολιτική αντίπαλος του Τραμπ, Χίλαρι Κλίντον.
Η Μελάνια κρατά χαμηλό δημόσιο προφίλ και έχει δείξει υποστήριξη στον συχνά αμφιλεγόμενο σύζυγό της, αλλά επιμένει ότι δεν συμμερίζεται πάντα τις απόψεις του. Μιλώντας με δημοσιογράφους στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια ενός σόλο ταξιδιού της στην Αφρική το 2018, η τότε πρώτη κυρία είχε πει:
«Δεν συμφωνώ πάντα (με) αυτό που σκέφτεται, και του το λέω αυτό. Του δίνω την ειλικρινή μου γνώμη και τις ειλικρινείς μου συμβουλές». Και πρόσθεσε: «Εχω τη δική μου φωνή και τις δικές μου απόψεις και είναι πολύ σημαντικό για εμένα να εκφράζω αυτό που νιώθω».
Η 53χρονη γυναίκα έχει αποσυρθεί από τη δημοσιότητα, κάνοντας σπάνιες εμφανίσεις, με πιο πρόσφατη αυτή που πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, τον Νοέμβριο συγκεκριμένα, στην επιμνημόσυνη δέηση για την πρώην πρώτη κυρία, Ρόζαλιν Κάρτερ.