Τις πρώτες ημέρες του λοκντάουν, στις 27 Μαρτίου 2020, ενώ σύνορα έκλειναν, η κυκλοφορία απαγορευόταν και ο πανικός για την παγκόσμια διασπορά του κορωνοϊού οδηγούσε σε πρωτοφανή για καιρό ειρήνης μέτρα, ο Μπομπ Ντίλαν ανέβαζε στο προσωπικό του κανάλι στο YouTube ένα ακυκλοφόρητο τραγούδι. Μπαλάντα διάρκειας σχεδόν 17 λεπτών, το «Murder Most Foul», προπομπός του 39ου άλμπουμ του με τίτλο «Rough and Rowdy Ways», είναι μια αναδιήγηση της δολοφονίας του Τζον Κένεντι και μια λιτανεία αναφορών στα πολιτισμικά θεμέλια της σύγχρονης αμερικανικής μουσικής. Ανεβαίνοντας στο νούμερο 1 του ψηφιακού καταλόγου του Billboard, έγινε το μοναδικό σινγκλ που έφτασε ως την κορυφή των τσαρτ των ΗΠΑ με τη δική του υπογραφή: το «Blowin’ in the Wind» είχε βρεθεί εκεί στην εκδοχή των Peter, Paul and Mary, το «Mr. Tambourine Man» σε εκείνη των Byrds, ο ίδιος είχε πλησιάσει ως το νούμερο 2 με τα «Like a Rolling Stone» το 1965 και «Rainy Day Women #12 & 35» το 1966. Για τον ήρωα των τραγουδιών διαμαρτυρίας της δεκαετίας του ’60, κάτοχο 10 βραβείων Grammy, ενός βραβείου Οσκαρ και του Νομπέλ Λογοτεχνίας 2016, η διάκριση αυτή δεν ήταν καν επιβεβαίωση – ίσως ένα απλό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την ιστορία μόνο. Γιατί, όπως σημειώνει ο διακεκριμένος μουσικοκριτικός Γκρέιλ Μάρκους στη νέα του βιογραφία με τίτλο «Folk Music. A Bob Dylan Biography in Seven Songs» (εκδ. Yale University Press) που εκδόθηκε μέσα στον Οκτώβριο, σε 60 συναπτά έτη καριέρας ο Μπομπ Ντίλαν ξεκίνησε από τα καφενεία της Μινεάπολης για να αναγορευθεί τελικά σε δαφνοστεφή ποιητή του ροκ με αδιάλειπτη ακόμη και σήμερα παραγωγή και σκηνική παρουσία.
O ποιητής του Zeitgeist
Γενέτειρα του Ρόμπερτ Αλεν Ζίμερμαν είναι η Ντουλούθ της Μινεσότα, πατρίδα του όμως είναι το Χίμπινγκ, μια κωμόπολη 16.000 κατοίκων όπου μεγάλωσε φιλοδοξώντας να γίνει ο επόμενος Λιτλ Ρίτσαρντ – ο πρωτοπόρος που ταυτόχρονα με τον Ελβις άναψε τη σπίθα του ροκ εντ ρολ με τα «Tutti Frutti» και «Long Tall Sally». Το γκαράζ της οικογενειακής οικίας έγινε το πρώτο στούντιο, η συνήθης διαφωνία περί μουσικής ή σπουδών έληξε με συμβιβασμό, ο νεαρός Ζίμερμαν όδευσε το 1959 προς το Πανεπιστήμιο της Μινεάπολης με τη συμφωνία να δοκιμάσει το κολεγιακό περιβάλλον για έναν χρόνο. Το δοκίμασε, το απέρριψε και στις αρχές του 1961 τον τράβηξε η βαρυτική έλξη της Νέας Υόρκης. Εχοντας ήδη ξεκινήσει τη μεγάλη περιπλάνησή του στα τοπία της παραδοσιακής αμερικανικής μουσικής, γοητευόταν από το κίνημα της φολκ: «Ηταν μια ολόκληρη κοινότητα», θα έλεγε αργότερα, «μπορούσες να πας ως την Καλιφόρνια και παντού να έχεις ένα μέρος να μείνεις, κάπου να παίξεις, ανθρώπους να συναντήσεις». Ως «Μπομπ Ντίλαν» πια, έμεινε σε δωμάτια γνωστών, έπαιξε στα κλαμπ του Γκρίνουιτς Βίλατζ, συνάντησε το είδωλό του, Γούντι Γκάθρι, άρρωστο τότε από τη νευροεκφυλιστική νόσο του Χάντινγκτον. Υιοθετώντας το στυλ άλλων, με δάνεια κομμάτια μελωδίας, με τραγούδια εμπνευσμένα από την καθημερινή επικαιρότητα, τον πόλεμο, την κοινωνική αδικία, τη φυλετική ανισότητα, με μια κιθάρα και μια φυσαρμόνικα, ο νεαρός τραγουδοποιός εξέφρασε ξαφνικά το πνεύμα της εποχής. Η θριαμβευτική εμφάνιση στο φολκ φεστιβάλ του Νιούπορτ τον Ιούλιο του 1963, η συμμετοχή με την Τζόαν Μπαέζ στην πορεία στην Ουάσιγκτον όπου τραγούδησαν πριν από τον ιστορικό λόγο «I Have a Dream» του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στις 28 Αυγούστου του ίδιου χρόνου, η ταύτισή του με το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων και τα τραγούδια διαμαρτυρίας, το «Blowin’ in the Wind», το «The Times They Are A-Changin’», το «Masters of War», το «A Hard Rain’s Α-Gonna Fall» μετέτρεψαν έναν 22χρονο σε θρύλο. Για κάποιους, όλο αυτό ήταν μια μάσκα: «Ο Μπομπ δεν είναι διόλου αυθεντικός» έλεγε η άλλη αστέρας του καιρού εκείνου, Τζόνι Μίτσελ, το 2010. «Είναι λογοκλόπος και τόσο το όνομά του όσο και η φωνή του είναι ψεύτικα. Τα πάντα πάνω του είναι μια απάτη». Πιο κοντά στην αλήθεια η τότε σύντροφός του, Σούζι Ρότολο, παρατηρούσε ότι «είχε μια αφύσικη ικανότητα να καθιστά πολύπλοκο το αυτονόητο και να καθαγιάζει το κοινότοπο».
Ειδοποιό χαρακτηριστικό ωστόσο του Μπομπ Ντίλαν ήταν ότι δεν προτίθετο να καθοριστεί από τους οπαδούς του. «Διάφοροι αναχρονισμοί με περιέβαλλαν. […] «Θρύλος», «είδωλο», «αίνιγμα» («Βούδας με ευρωπαϊκή ενδυμασία» είναι ο αγαπημένος μου)» γράφει στην επιλεκτική αυτοβιογραφία του που καλύπτει στιγμιότυπα από το 1961, το 1970 και το 1989 με τίτλο «Η ζωή μου» (εκδ. Μεταίχμιο). «Τέτοιοι τίτλοι ήταν ακίνδυνοι, ξεφτισμένοι, εύκολα τους ξέφευγες. «Προφήτης», «Μεσσίας», «Σωτήρας», αυτοί ήταν ζόρικοι». Προκειμένου να διαφύγει από ορισμούς και αναχρονισμούς, προσανατολίστηκε στον ηλεκτρικό ήχο και το ροκ. Η στροφή ξένισε το κοινό του. Ο τροβαδούρος της εξέγερσης ασφυκτιούσε στο καλούπι του και οι οπαδοί της φολκ πλευράς του αρνούνταν να τον ακολουθήσουν στη διαδοχή των ροκ πειραματισμών. Στη μεγάλη περιοδεία του 1966 (44 συναυλίες) οι εκπαιδευμένοι στις πολιτικές μπαλάντες θεωρούσαν πως πλήρωναν για τον πραγματικό Ντίλαν και εισέπρατταν ένα κακέκτυπο του Μικ Τζάγκερ. «Μην ανησυχείτε, κι εγώ θέλω να ξεμπερδέψω και να φύγω όπως κι εσείς» απαντούσε στις αποδοκιμασίες στο Παρίσι στις 24 Μαΐου. Στο Μάντσεστερ θα τον προσφωνούσαν «Ιούδα». Στο Royal Albert Hall στο Λονδίνο θα επενέβαιναν ως και οι Beatles που παρακολουθούσαν από τα θεωρεία φωνάζοντας στους ακροατές «αφήστε τον ήσυχο, σκάστε!». Μετά την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, το σοβαρό ατύχημα με τη μηχανή του τον Ιούλιο του 1966 και ο τραυματισμός του στον αυχένα επικύρωσαν την απόφασή του να αποσυρθεί από τα φώτα της δημοσιότητας. Οχι ότι έγινε ερημίτης. Μεγάλωσε τα τέσσερα παιδιά του από τη σύζυγό του, Σάρα Λόουντς, συνέθεσε μεστά άλμπουμ («Blood on the Tracks», «Desire»), έκανε μια περαστική βόλτα από τον κινηματογράφο (στο γουέστερν του 1973 «Pat Garrett and Billy the Kid» του Σαμ Πέκινπα). Η δεκαετής αποχή από τις περιοδείες, ωστόσο, σήμαινε, όπως σχολιάζει ο Γκρέιλ Μάρκους, ότι ο Μπομπ Ντίλαν «ήταν παντού και πουθενά». Θα επανέκαμπτε με ένα διετές απίθανο μπουρλέσκ το 1975-1976, όταν διέσχισε τις ΗΠΑ οριζόντια και κάθετα παίζοντας σε κάθε είδος ακροατηρίου, χωρίς αυστηρό playlist και με έναν γαλαξία γκεστ, από τον αρχετυπικό μπιτ Αλεν Γκίνσμπεργκ ως την Τζόαν Μπαέζ, την Τζόνι Μίτσελ, την Πάτι Σμιθ και τον Μπρους Σπρίνγκστιν.
Οσκαρικός και νομπελίστας
Για πολλούς, ακόμη και για τον ίδιο σε στιγμές αυτοκριτικής, τα 80s θεωρούνται μια χαμένη δεκαετία. «Παρέλαση λάσπης» χαρακτηρίζει ο Γκρέιλ Μάρκους μια σειρά από 10 άλμπουμ που κυκλοφόρησαν μεταξύ 1979 και 1990: «Ο Μπομπ Ντίλαν έτρεχε σε έναν παράλληλο διάδρομο αναζητώντας μια ιστορία να αφηγηθεί, κάτι, οτιδήποτε θα χτυπούσε ένα γκονγκ, […] που θα έκανε ένα τραγούδι μέρος της ιστορίας ή, ακόμη καλύτερα, μέρος μιας ζωής». Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει ότι αισθανόταν «τελειωμένος, άδειος, καμένος», το μέλλον του ήταν αυτό «ενός γέρου ηθοποιού που ψάχνει σε σκουπιδοτενεκέδες έξω από το θέατρο των περασμένων θριάμβων του». Ομως και στα «χριστιανικά» LP, την τριλογία της περιόδου 1979-1981, όταν ο άλλοτε λιγόλογος και νυν θρησκευόμενος Ντίλαν κήρυττε σχοινοτενώς στον κόσμο από σκηνής («σας λέω ότι ο Ιησούς έρχεται, και πράγματι θα έρθει, και δεν υπάρχει άλλος δρόμος προς τη σωτηρία»), αργότερα οι κριτικοί θα αναγνώριζαν τη μετάπλαση της παράδοσης του γκόσπελ, την ποιότητα του «Gotta Serve Somebody», το κρυμμένο στα ακυκλοφόρητα διαμάντια «Blind Willie McTell». Κατά κοινή παραδοχή ήταν η απομάκρυνση από τα πειράματα της μετά-φολκ περιόδου που έφερε τη μακρά ανάκαμψη του καλλιτέχνη – η επάνοδος στην παραδοσιακή μουσική, στην κάντρι, στο μπλουζ, στη λιτότητα της φόρμας. Το 2006, για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια, ένας δικός του δίσκος, το «Modern Times», θα βρισκόταν στην κορυφή του καταλόγου των επιτυχιών. Ενδιάμεσα, το 2001, θα κέρδιζε το Οσκαρ καλύτερου τραγουδιού για το «Things Have Changed» από την ταινία «Τρομερά παιδιά» του 2000.
Για οποιονδήποτε άλλον η βράβευση με το Νομπέλ Λογοτεχνίας στις 13 Οκτωβρίου 2016 «για τη δημιουργία νέων ποιητικών εκφράσεων στο πλαίσιο της μεγάλης αμερικανικής τραγουδιστικής παράδοσης» θα συνιστούσε το αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του. Απρόβλεπτος ως συνήθως, ο Ντίλαν τήρησε σιωπή αρκετών ημερών τρέφοντας ως και φήμες άρνησης προτού δηλώσει στην αμερικανίδα δημοσιογράφο Εντνα Γκούντερσεν ότι το γεγονός ήταν «εκπληκτικό, απίστευτο, ποιος θα μπορούσε να το ονειρευτεί;». Θεωρούμενη ως η μεγαλύτερη έκπληξη στα χρονικά του Νομπέλ, η απόφαση πράγματι επιβεβαιώνει τη «συνεχή διεύρυνση των ορίων της λογοτεχνίας», όπως παρατηρούσε τότε στον «Guardian» o Σαλμάν Ρούσντι, και κανονικοποιεί το ροκ ως διακριτή μορφή της τέχνης του 20ού αιώνα, αναγνωρίζει όμως και την ξεχωριστή θέση του Μπομπ Ντίλαν ως ποιητή. Μακριά από τα απλά κουπλέ και τα εύκολα ρεφρέν, οι στίχοι του (που εκδόθηκαν το 2014 σε έναν ογκώδη τόμο 960 σελίδων) είναι συχνά αφηγήσεις με πλοκή, συνέχεια, χαρακτήρες. «Η μηχανή των τραγουδιών του είναι η ενσυναίσθηση» επισημαίνει ο Γκρέιλ Μάρκους, «η διάθεση και η ικανότητα να μπαίνει στις ζωές των άλλων». Το επίμονο βλέμμα του Ντίλαν στον κόσμο δεν περιορίζεται στους φανταστικούς ήρωές του. Την 1η Νοεμβρίου κυκλοφόρησε το «The Philosophy of Modern Song» (εκδ. Simon & Schuster), μια συλλογή 66 δοκιμίων για ισάριθμα τραγούδια καλλιτεχνών που εκτιμά, από τη Νίνα Σιμόν και την Τζούντι Γκάρλαντ ως τον Χανκ Γουίλιαμς, τον Φρανκ Σινάτρα, τους Who και τους Clash. Κριτική προσέγγιση, ανάλυση του νοήματος της τραγουδοποιίας, υπενθύμιση αφανών πρωτοπόρων, είναι μια μαρτυρία του εύρους των ακουσμάτων αλλά και του τρόπου σκέψης μιας μουσικής ιδιοφυίας για τους ομότεχνούς της. Οπως και ο φόρος τιμής που απέδωσε επί σκηνής μαθαίνοντας τον θάνατο του θρύλου Τζέρι Λι Λιούις στη συναυλία του στο Νότιγχαμ στις 28 Οκτωβρίου, τα παραπάνω εξηγούν ίσως το γιατί ο ίδιος, στα 81 του χρόνια, παρά τις κατά καιρούς εκκεντρικότητες, παρά τη συχνά ελλειμματική επικοινωνία με Τύπο και κοινό, παρά την πώληση των δικαιωμάτων του καταλόγου του στη Universal αντί 300 ως 400 εκατομμυρίων δολαρίων, επιμένει να παραμένει στον δρόμο εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες με 100 εμφανίσεις τον χρόνο και περίπου 3.000 συναυλίες μεταξύ 1988 και 2019. Για τον Μπομπ Ντίλαν η μουσική δεν είναι εγκεφαλική άσκηση ή η μοναχική ενασχόληση του στούντιο, η μουσική είναι ένας διάλογος.