Εναν αιώνα ζωής συμπλήρωσε πριν από λίγο καιρό, στις 27 Μαΐου συγκεκριμένα, ο πρώην διπλωμάτης, πολιτικός, ακαδημαϊκός, συγγραφέας και προεδρικός σύμβουλος Χένρι Κίσινγκερ – ο οποίος πέθανε εχθές Τετάρτη 29/11 στο σπίτι του στο Κονέκτικατ- και γιόρτασε τα γενέθλιά του δεόντως με εκδηλώσεις στο Economic Club of New York και στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης – στις οποίες παρέστησαν δεκάδες ισχυροί του χρήματος και διάσημες προσωπικότητες -, αλλά και με επισκέψεις στο Λονδίνο και την πατρίδα του, το Φιρτ της Βαυαρίας, όπως είχε πληροφορήσει την κοινή γνώμη ο γιος του, Ντέιβιντ Κίσινγκερ, ο οποίος έγραψε μάλιστα και στην εφημερίδα «The Washington Post» ότι η εκατονταετηρίδα του πατέρα του «μπορεί να έχει τη γεύση του αναπόφευκτου για όποιον γνωρίζει τη δύναμη του χαρακτήρα του και την αγάπη για τον ιστορικό συμβολισμό. Οχι μόνον έχει ξεπεράσει τους περισσότερους συνομηλίκους του, επιφανείς επικριτές και μαθητές, αλλά παρέμεινε ταυτόχρονα ανεξάντλητα ενεργός σε όλη τη δεκαετία του ’90».
Ο αιωνόβιος άνδρας είχε φυσικά το δικαίωμα να θεωρεί εαυτόν survivor με όλη τη σημασία της λέξης, όμως παραμένει μια αμφιλεγόμενη φιγούρα. Οσοι τον θαυμάζουν τον θεωρούν ιδιοφυΐα σε θέματα διπλωματίας, μια προσωπικότητα που δύναται να αντιληφθεί τι είναι πολιτικά εφικτό με ασύγκριτη διαύγεια πνεύματος. Οι επικριτές του τον θεωρούν βέβαια έναν εγκληματία πολέμου. Οι περισσότεροι ωστόσο βρίσκονται κάπου στη μέση, εκτιμούν την εξυπνάδα και τις γνώσεις του, όμως αναγνωρίζουν ότι πολλοί άνθρωποι υπέφεραν, βασανίστηκαν και έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας κάποιων από τους χειρισμούς του.
Κινώντας τα νήματα της Ιστορίας
Ο Κίσινγκερ γεννήθηκε στη Γερμανία το 1923 και το 1938 πήγε με την οικογένειά του πρόσφυγας στις ΗΠΑ όταν ήταν έφηβος για να ξεφύγει από το ναζιστικό καθεστώς. Από το 1954 μέχρι τα τέλη των 60s έκανε ακαδημαϊκή καριέρα στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ δημοσιεύοντας πολλά άρθρα και βιβλία (μεταξύ των οποίων τα ευπώλητα στην εποχή τους «A World Restored: Metternich, Castlereagh and the Problems of Peace, 1812-22» και «Nuclear Weapons and Foreign Policy»).
Κατά τη διάρκεια των οκτώ ετών που πέρασε στη συνέχεια ως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας και υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο δαιμόνιος άνδρας αναμείχθηκε με σημαντικά γεγονότα της εξωτερικής πολιτικής της υπερδύναμης, στα οποία συμπεριλαμβάνονται το πρώτο παράδειγμα «διαμεσολαβητικής διπλωματίας» (shuttle diplomacy) που αναζητούσε την ειρήνη στη Μέση Ανατολή και το άνοιγμα των σχέσεων με την Κίνα, ενώ κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι λειτούργησε ως βασικός μοχλός στη διπλωματική προσπάθεια μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ενωσης που ξεκίνησε το 1967 και διήρκεσε έως το 1979 χάρη στην οποία πραγματοποιήθηκε μείωση των εντάσεων του Ψυχρού Πολέμου και έγιναν διαπραγματεύσεις για το εμπόριο και τα όπλα οι οποίες κατέληξαν σε Συνθήκη για τον Περιορισμό Στρατηγικών Οπλων (SALT).
Σημαντικά αυτά τα επιτεύγματα, αναντίρρητο γεγονός αυτό, όμως σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές των διεθνών σχέσεων επισκιάζονται από τις αποφάσεις που πήρε όσον αφορά τη στήριξη του πολέμου στο Βιετνάμ και τον ενεργό ρόλο που είχε στην παράτασή του, παρ’ όλο που γνώριζε καλά ότι αυτός δεν θα μπορούσε να κερδηθεί. Ο Νίξον και ο Κίσινγκερ ενορχήστρωσαν επίσης την επέκταση της σύγκρουσης στο Λάος και την Καμπότζη, επιτρέποντας την άνοδο του γενοκτονικού καθεστώτος των Ερυθρών Χμερ που σκότωσε περίπου 2 εκατομμύρια Καμποτζιανούς και ενίσχυσαν συνειδητά απολυταρχικά καθεστώτα στο Πακιστάν, την Ινδονησία και τη Χιλή. Eγγραφα του Εθνικού Αρχείου των ΗΠΑ από τη δεκαετία του ’70 τα οποία δημοσιεύθηκαν 40 χρόνια αργότερα αποδεικνύουν, για παράδειγμα, ότι είχε πιέσει τον πρόεδρο Νίξον να ανατρέψει τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο της Χιλής Σαλβαδόρ Αλιέντε το 1973 επειδή θεωρούσε ότι το παράδειγμα της χώρας θα υπονόμευε τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή. Με τον τρόπο αυτόν ο Κίσινγκερ επέτρεψε ουσιαστικά την άνοδο στην εξουσία του δικτάτορα Πινοσέτ, το καθεστώς του οποίου σκότωσε και βασάνισε χιλιάδες ανθρώπους.
Τα τελευταία χρόνια ο Κίσινγκερ δεν έπαψε να θεωρείται από τους επαΐοντες της Ουάσιγκτον μία σεβάσμια πολιτική προσωπικότητα. Παρείχε συμβουλές σε Ρεπουμπλικανούς και Δημοκρατικούς προέδρους – στους πρώτους συμπεριλαμβάνεται και ο Ντόναλντ Τραμπ. Μετά την αποχώρησή του συνέχισε να προσφέρει «γεωπολιτικές συμβουλές» σε δεκάδες διεθνείς ηγέτες, τα ονόματα των οποίων παραμένουν άγνωστα, μέσω της συμβουλευτικής εταιρείας Kissinger Associates. Προσφάτως συνυπέγραψε μάλιστα μια επιστολή αναφορικά με τους κινδύνους που εγκυμονεί η αλματώδης και χωρίς όρια ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης για τον κόσμο, υποστηρίζοντας πως η απειλή είναι εφάμιλλη με εκείνη των πυρηνικών όπλων.
Στην «Deutche Welle» διαβάζουμε πως σχετικά με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ο Κίσινγκερ προκάλεσε σάλο, ζητώντας την ειρηνική επίλυση μέσω διαπραγματεύσεων, μία έκκληση η οποία διατυπώθηκε τη στιγμή που οι δυτικοί σύμμαχοι μόλις είχαν αρχίσει να αυξάνουν ουσιαστικά τη στρατιωτική τους βοήθεια προς το Κίεβο. Σε μια σπάνια αλλαγή πλεύσης, ο Κίσινγκερ υποστήριξε λίγο αργότερα τη μελλοντική ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «η ιδέα μιας ουδέτερης Ουκρανίας υπό αυτές τις συνθήκες» δεν έχει πλέον νόημα.
Οσον αφορά τις σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας, σε πρόσφατη συνέντευξή του στον «Economist» είχε πει πως «και οι δύο πλευρές έχουν πείσει τους εαυτούς τους ότι η μία αντιπροσωπεύει για την άλλη έναν στρατηγικό κίνδυνο και βρισκόμαστε καθ’ οδόν προς τη σύγκρουση δύο μεγάλων δυνάμεων». Ο Κίσινγκερ θεωρούσε ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα μπορούν να συνυπάρξουν χωρίς την απειλή ενός ενδεχόμενου πολέμου να κρέμεται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από την ανθρωπότητα. Παραδεχόταν ωστόσο ότι η επιτυχία δεν είναι εγγυημένη. Ο διάλογος δεν αποτελεί εγγύηση, μπορεί να αποτύχει, «γι’ αυτό και πρέπει να είμαστε στρατιωτικά δυνατοί για να αντέξουμε την πιθανή αποτυχία» έλεγε.
Με αφορμή τα γενέθλιά του, πάντως, πολλοί έκαναν και μια αποτίμηση του ύστερου συγγραφικού του έργου, με τον Στίβεν Μ. Γουόλτ, καθηγητή στη Σχολή Πολιτικής Επιστήμης Κένεντι του Χάρβαρντ, να δημοσιεύει ένα πολύ εμπεριστατωμένο κείμενο στο «Foreign Policy», στο οποίο καταλήγει ότι τα βιβλία του Κίσινγκερ δεν είναι σπουδαία, υπάρχει όμως μία εξαίρεση: «Τα απομνημονεύματα του Κίσινγκερ είναι κατά τη γνώμη μου ένα σημαντικό επίτευγμα: ο καλύτερος προσωπικός απολογισμός που γράφτηκε ποτέ από υψηλόβαθμο πολιτικό των ΗΠΑ. Οπως όλα τα αυτοβιογραφικά έργα, και αυτό υπερασπίζεται σθεναρά όσα έκανε ο συγγραφέας του ενόσω ήταν στην εξουσία και, επομένως, πρέπει να διαβαστεί με σκεπτικισμό. Παρ’ όλα αυτά, δίνει στους αναγνώστες μια εκ του σύνεγγυς προσωπική περιγραφή τού τι σημαίνει να είσαι ο επικεφαλής διπλωμάτης για την πιο ισχυρή χώρα στον κόσμο, εξισορροπώντας συνεχώς αντικρουόμενες πιέσεις και προτεραιότητες σε πραγματικό χρόνο και εν μέσω τεράστιας αβεβαιότητας. Είναι επίσης ελκυστικά γραμμένο, γεμάτο με επιδέξιες σκιαγραφήσεις χαρακτήρων και με μια ισχυρή αίσθηση δράματος».