Η Ντορίνα Παπαλιού είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και σίγουρα από τις πιο αφοσιωμένες στο μυθιστόρημα. Ενα είδος που υπηρετεί με σοβαρότητα και συνέπεια προσφέροντας στα κείμενά της την απαραίτητη περίοδο ωρίμασης που θα της επιτρέψει να διερευνήσει σε βάθος πολλές αθέατες πλευρές της ανθρώπινης ψυχής.

Με το νέο της βιβλίο, «Η φωνή στα χέρια της» (εκδ. Ικαρος), συνθέτει μια καθηλωτική ιστορία για τη μουσική, την καλλιτεχνική ανέλιξη και την εσωτερική αναζήτηση. Μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος, που ακολουθεί την πορεία μιας νεαρής βιολίστριας στον απαιτητικό και σκληρά ανταγωνιστικό κόσμο της διεθνούς σκηνής της κλασικής μουσικής, η Παπαλιού μάς καλεί να στοχαστούμε πάνω στις αγωνίες και τα όρια των καλλιτεχνών, οι οποίοι παλεύουν όχι μόνο με τις εξωτερικές προκλήσεις αλλά και με τους δικούς τους εσωτερικούς δαίμονες.

Επιπλέον, το προηγούμενο βιβλίο της, «Το απαραίτητο φως» (από τις ίδιες εκδόσεις), που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το κοινό και βρέθηκε και στη βραχεία λίστα για το European Union Prize for Literature (EUPL), μεταφέρεται στη μικρή οθόνη σε σενάριο Μιρέλλας Παπαοικονόμου και Κάτιας Κισσονέργη, σε μια σειρά που θα προβληθεί από την ΕΡΤ.

Η ηρωίδα σας αναζητεί την αυθεντικότητα στην τέχνη και στην προσωπική ζωή. Πόσο εύκολο είναι να τη βρει κανείς όταν υπάρχουν αυτές οι απαιτήσεις που επιβάλλουν να προβάλλει μια συγκεκριμένη εικόνα στο κοινό αλλά και στα κοινωνικά δίκτυα;

«Είναι ένα αδιάκοπο κυνήγι αναζήτησης. Ως παιδί έχεις έναν αυθορμητισμό στον τρόπο με τον οποίο λειτουργείς. Μεγαλώνοντας, αποκτάς μια αντίληψη του χάσματος ανάμεσα στο δικό σου «θέλω» και των άλλων, της δικής σου εικόνας του εαυτού σου και αυτής που έχουν οι άλλοι για εσένα, συγκρούεσαι ή συμβιβάζεσαι με τις απαιτήσεις των γύρω σου, διαχειρίζεσαι αυτά που σου συμβαίνουν με το συναίσθημα αλλά και τη λογική.

Ως καλλιτέχνης, παλεύεις καθημερινά με τους εσωτερικούς σου δαίμονες, αυτή την αυτοκαταστροφική φωνή που σε χτυπάει αλύπητα, αλλά και με τον έξω κόσμο, τις απαιτήσεις εκείνων που επενδύουν στη δουλειά σου. Στον χώρο της κλασικής μουσικής, για παράδειγμα, οι ατζέντηδες θέλουν να σου χτίσουν ένα ξεκάθαρο προφίλ για να σε «πουλήσουν» στους μαέστρους, τις δισκογραφικές, τις φιλαρμονικές. Πώς όμως επιδρά αυτό στις καλλιτεχνικές σου επιλογές;

Η εμπορευματοποίηση της τέχνης, αυτό που απαιτείται από έναν δημιουργό σήμερα, είναι κάτι πολύ σύνθετο. Προσαρμόζεσαι εσύ στο κοινό ή κερδίζεις εσύ το κοινό, πιστός στο καλλιτεχνικό σου όραμα; Και πώς διαμορφώνεις αυτό το όραμα μέσα στη φασαρία; Θα καταφέρεις να δοθείς ασυμβίβαστα; Ή θα αφεθείς να μπεις στο «κουτάκι» και να τοποθετηθείς στην ειδική θέση σου στο ράφι εκείνων που σε εμπορεύονται;».

Πώς θα ορίζατε την αυθεντικότητα στο παίξιμο μιας μουσικού;

«Δεν έχω ορισμό, αλλά ως ακροάτρια θα έλεγα πως είναι το παίξιμο με προσωπική φωνή, που έχει κάτι δικό της να πει. Μία σολίστ που παίζει με εξαιρετική δεξιοτεχνία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δίνει και μια επιτυχημένη ερμηνεία. Πρέπει να μπορεί να ταιριάξει το ενστικτώδες παίξιμο, τον αυθορμητισμό, με την αναλυτική και εγκεφαλική προσέγγιση στην παρτιτούρα, να τολμά να πάρει ελευθερίες που πηγάζουν από κάπου βαθιά μέσα της, από μια δική της γλώσσα, συναρπαστική.

Οταν έγραφα, άκουσα με αφορμή κάποια κομμάτια που αναφέρονται στο μυθιστόρημα, ερμηνείες από αρκετούς σολίστ, και ένιωσα όσο ποτέ άλλοτε πως ενώ έπαιζαν τις ίδιες νότες, αυτό που άκουγα κάθε φορά ήταν ένα διαφορετικό κομμάτι. Σήμερα, ωστόσο, στους πιο νέους, παρατηρείται μια ομοιομορφία στις ερμηνείες, πράγμα που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ευκολία που προσφέρει στην εποχή μας η πρόσβαση στις ηχογραφήσεις μέσω Διαδικτύου. Οι καλλιτεχνικές φωνές τείνουν να μοιάζουν όλο και περισσότερο μεταξύ τους. Παλαιότερα μπορούσες να ακούσεις ένα κομμάτι και να ξεχωρίσεις αμέσως ποιος παίζει προτού σ’ το πουν».

Και στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος;

«Και πάλι δεν έχω ορισμό. Ωστόσο, γράφοντας κανείς ένα βιβλίο καλείται να αντλήσει από τη ζωή, από την πραγματικότητα γύρω του, και να χτίσει την ίδια στιγμή έναν άλλον κόσμο που για τον αναγνώστη να είναι εξίσου αληθινός. Αν κάτι αφαιρεί από την αυθεντικότητά σου, είναι το να γράφεις για να ευχαριστήσεις ή να ταΐσεις τις ορέξεις άλλων, να ενημερώσεις, να πεις τις δικές τους απόψεις και όχι των χαρακτήρων σου, επιτρέποντας στον αληθινό κόσμο να κλέψει την αλήθεια του επινοημένου».

Μου έκανε εντύπωση ότι στο βιβλίο, όταν παίρνουν από την ηρωίδα σας το βιολί της, εκείνη νιώθει ότι της παίρνουν τη φωνή της και αρχίζει να αναστοχάζεται γύρω από το παρελθόν της. Τελικά τις απαντήσεις τις βρίσκει μέσα από ένα άλλο έργο τέχνης, ένα θεατρικό που παραθέτετε επίσης στο βιβλίο.

«Πολλές φορές ένα έργο τέχνης – για την ηρωίδα είναι το θεατρικό έργο του φίλου της του Αρη, (για εμένα έχει υπάρξει ένα μυθιστόρημα ή και ένας πίνακας ζωγραφικής) – έχει κάτι να σου πει που θα σε κάνει να αντιληφθείς τον δικό σου κόσμο αλλιώς, βγάζοντας στην επιφάνεια θαμμένα συναισθήματα και σκέψεις».

Είχατε από μικρή μέσα σας το μικρόβιο της συγγραφής;

«Οχι. Θυμάμαι ότι στο δημοτικό μια δασκάλα μού είχε πει ότι θα έπρεπε να γίνω συγγραφέας κι εγώ γέλασα. Ημουν στην πέμπτη τάξη και δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό. Μεγάλωσα σε μια καλλιτεχνική οικογένεια (σ.σ.: ο πατέρας της είναι ο παραγωγός του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου Γιώργος Παπαλιός και η μητέρα της η σκηνοθέτρια ντοκιμαντέρ Μαρία Χατζημιχάλη-Παπαλιού) και στην εφηβεία μου ήθελα να επαναστατήσω, να ακολουθήσω κάτι τελείως διαφορετικό, μακριά από τον κόσμο της μητέρας μου.

Ομως, στην πραγματικότητα, πήγαινα ενάντια σε αυτό που ήθελα. Κάποια στιγμή, ενώ είχα αρχίσει να σπουδάζω νευροεπιστήμες στην Αμερική, άρχισε να με ενδιαφέρει η συγγραφή σεναρίων για το σινεμά. Στη μέση των σπουδών μου άλλαξα κατεύθυνση, και παράλληλα με το ΒΑ στη σύγχρονη Ιστορία, έκανα στο πανεπιστήμιο και δύο φοιτητικές, μικρού μήκους ταινίες (σενάριο-σκηνοθεσία). Ομως δεν με κέρδισε το σινεμά. Πρέπει να μοιράζεσαι το όραμά σου με άλλους συντελεστές και αυτό το βρήκα δύσκολο, ήθελα να έχω τον απόλυτο έλεγχο των πραγμάτων. Κι έπειτα, η αφηγηματική γλώσσα στο σινεμά έχει πολλούς περιορισμούς.

Στηρίζεσαι κυρίως στην εικόνα και τους διαλόγους. Γράφοντας ένα μυθιστόρημα, εισχωρείς στην ψυχή και τις σκέψεις των χαρακτήρων, και αυτό με συνεπαίρνει, ο σύνθετος εσωτερικός κόσμος των ανθρώπων. Η ελευθερία όταν γράφεις μια σκηνή στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση είναι περιορισμένη, αγωνιάς για το πόσο θα κοστίσει και αν είναι εφικτό να γυριστεί. Στο μυθιστόρημα ταξιδεύεις όπου θέλεις. Τώρα που το «Απαραίτητο φως» έγινε σειρά, είδα πόσο σύνθετο ήταν για τους σεναριογράφους και τον σκηνοθέτη να μεταφέρουν τον κόσμο του έτσι όπως εγώ τον έχτισα. Αλλά πιστεύω πως έκαναν το καλύτερο δυνατό και θα είναι μια πολύ ιδιαίτερη σειρά».

Οι γονείς σας πώς είδαν την αρχική «αποστασία» από την καλλιτεχνική δημιουργία;

«Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν να είμαι εγώ ευτυχισμένη, ό,τι και αν κάνω. Δεν μου είπαν ποτέ ότι δεν πίστεψαν πως μου ταιριάζει η επιστήμη. Δεν ανακατεύτηκαν ποτέ με το τι θέλω να σπουδάσω. Από πολύ μικρή μού έλεγαν: «Εσύ ξέρεις». Δεν ήταν καθόλου καθοδηγητικοί. Είχαν τη νοοτροπία ότι πρέπει να έχω την απόλυτη ευθύνη του εαυτού μου».

Σπάνια αντιμετώπιση από έλληνες γονείς.

«Πράγματι, αλλά η απόλυτη ελευθερία είναι υπέροχη και συνάμα τρομακτική, ειδικά όταν είσαι παιδί. Ανήκαν όμως στη γενιά των 70s, είχαν τις ιδεολογίες τους. Από την άλλη, είχαν απαιτήσεις, και ένιωθα από μικρή πως είχα ευθύνες και απέναντί τους. Το να είμαι καλή μαθήτρια, πάντα εντάξει στις υποχρεώσεις μου, τα είχα αντιληφθεί ως αντάλλαγμα γι’ αυτή την ελευθερία που δεν ήθελα να χάσω. Βέβαια, όσο ξανασκέφτομαι εκείνα τα χρόνια, θα έλεγα πως η αίσθηση της ευθύνης του εαυτού σου όταν είσαι μικρό παιδί είναι μεν ωραίο αλλά και μοναχικό».

Μετά από όλη αυτή την πορεία στη συγγραφή, θα θέλατε να μπείτε στον δρόμο του κινηματογράφου και δη του σεναρίου;

«Φορές-φορές η σκέψη είναι πολύ δελεαστική, γιατί παρά τους περιορισμούς, σπάει τη μοναχικότητα του γραψίματος, που έχει κάτι καταναγκαστικό και ψυχοβγαλτικό όταν καθημερινά δεν έχεις να τα βάλεις με άλλον από τον εαυτό σου».

Αυτό που εντυπωσιάζει είναι ότι τα βιβλία σας έχουν γραφτεί με μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους. Γιατί συνέβη αυτό;

«Κυρίως επειδή είναι μεγάλα σε όγκο, και χρειάστηκαν αρκετή έρευνα για να χτίσω τον κόσμο τους, στον οποίο έπρεπε πρώτα να μπω εγώ η ίδια, για να ταυτιστώ με τους ήρωες και τα ζητήματά τους. «Η φωνή στα χέρια της» μου πήρε 3-4 χρόνια γραψίματος, αλλά τα υπόλοιπα τέσσερα που μεσολάβησαν από το «Απαραίτητο φως», κρύβουν άλλα βιβλία που τελικά δεν με κέρδισαν, και βρίσκονται ανολοκλήρωτα στο συρτάρι. Το μυθιστόρημα για εμένα δεν γράφεται γρήγορα, απαιτεί τον χρόνο του. Οταν νιώθεις έξω από αυτό που γράφεις, είναι καλύτερα να το αφήσεις και να προχωρήσεις σε κάτι άλλο που θα γίνει πραγματικά δικό σου».

Απαίτησαν, φαντάζομαι, εκτενή έρευνα. Είναι αυτή η επίπονη διαδικασία απότοκο των σπουδών σας στην Ιστορία και την Κοινωνική Ανθρωπολογία;

«Ναι, με γοητεύει η έρευνα. Μου αρέσει να εξετάζω πρωτογενείς πηγές, βιογραφίες, συνεντεύξεις και να μιλάω με ανθρώπους που σχετίζονται με τον κόσμο των χαρακτήρων μου. Οταν έγραφα το «Απαραίτητο φως», πρόλαβα να συναντήσω ανθρώπους που είχαν συμμετάσχει στην Αντίσταση και είχαν πολλές ιστορίες να μοιραστούν από τα χρόνια της Κατοχής. Στη «Φωνή» μίλησα με πολλούς μουσικούς.

Αυτή είναι η μόνη εξωστρεφής πλευρά του γραψίματος. Δεν χάνω την ευκαιρία! Μελέτησα από όπου μπορούσα τη διεθνή σκηνή της κλασικής μουσικής. Εχω διαβάσει αυτοβιογραφίες και βιογραφίες πολλών σολίστ, ακόμα και μία ανθρωπολογική μελέτη για τα παιδιά-θαύματα και τον κόσμο των  διαγωνισμών κλασικής μουσικής. Ομως η ενέργεια, το όχημα για να πω μια ιστορία, σε εμένα βρίσκεται σε μια εικόνα ή έναν χαρακτήρα με τον οποίο ταυτίζομαι συναισθηματικά, και όχι σε μια αυθαίρετη ιδέα· να γράψω για ένα θέμα που με ενδιαφέρει, εκεί βρίσκω την αφετηρία μου».

Η ηρωίδα σας στη «Φωνή» είναι βιολίστρια, ένα πεδίο που γνωρίζετε, μια και εσείς παίζατε βιολί για πολλά χρόνια, αφότου ασχοληθήκατε με την ιππασία σε επίπεδο πρωταθλητισμού. Με τη ζωγραφική ποια είναι η σχέση σας;

«Λατρεύω να τριγυρίζω σε μουσεία και πινακοθήκες όποτε βρίσκω ευκαιρία. Με συγκινεί η ζωγραφική που μιλά στο συναίσθημα και όχι στον νου. Στο «Απαραίτητο φως» αναφέρομαι στους Glasgow Boys, μια μικρή ομάδα ζωγράφων του 19ου αιώνα που έφεραν τη δική τους επανάσταση στη σκωτσέζικη ζωγραφική. Ισως επειδή με άγγιξαν συναισθηματικά, είναι που τρύπωσαν από την γκαλερί στο μυθιστόρημά μου. Η ζωγραφική και η μουσική είναι απωθημένο. Θαυμάζω τους σπουδαίους ζωγράφους όσο και τους μουσικούς, καμιά φορά τους ζηλεύω κιόλας. Είναι παράξενο».

Μια και μιλάμε για ζωγραφική, πώς είδατε τα συμβάντα στην Εθνική Πινακοθήκη;

«Θυμίζουν άλλες εποχές, όπου ο σκοταδισμός είχε τον έλεγχο και της τέχνης. Θλιβερά πράγματα. Αν ένα συγκεκριμένο έργο έχει θέση σε ένα μουσείο ή έναν χώρο σαν την Εθνική Πινακοθήκη πρέπει να κρίνεται από τη συνολική αξία του ως έργο τέχνης».