Αν κάποιος διαβάσει τη βιογραφία του Ντιν Μητρόπουλου, ίσως να θεωρήσει ότι στη ζωή του τα πάντα συνέβησαν αβίαστα. Σαν κάποιος να είχε χαράξει για εκείνον μια πορεία όπου με απολύτως φυσικό τρόπο το ένα βήμα ακολουθούσε το άλλο, με αποφασιστικότητα και σιγουριά. Γεννημένος στους Χράνους, ένα ορεινό χωριό της Αρκαδίας, σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ. Εκεί τελείωσε τις σπουδές του στο Babson College, απέκτησε το διδακτορικό του στο Κολούμπια, σε ηλικία μόλις 25 ετών έγινε οικονομικός διευθυντής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής της πολυεθνικής τηλεπικοινωνιών που μετέπειτα σχημάτισε τη Verizon και πολύ σύντομα απέκτησε την πρώτη του εταιρεία στο Ντένβερ. Ακολούθησαν δεκάδες άλλες, με αποτέλεσμα σήμερα η περιουσία του να ανέρχεται στα 2,6 δισ. δολάρια και το όνομά του να φιγουράρει συνεχώς στις λίστες του «Forbes» με τους πλουσιότερους ανθρώπους στον πλανήτη.
Η δραστηριότητα με την οποία έχει συνδέσει περισσότερο το όνομά του έχει να κάνει με την αναβίωση μεγάλων εταιρειών που είναι έτοιμες να «πεθάνουν». Τις αγοράζει για τρία χρόνια, επενδύει σε εκείνες ειδικά στους τομείς του marketing και της διαφήμισης και στη συνέχεια τις πουλάει. Στις ΗΠΑ έχει αποκτήσει διασημότητα επειδή κατόρθωσε να δώσει νέα πνοή σε εμβληματικές μάρκες με μεγάλη ιστορία, όπως είναι οι Ghirardelli Chocolate Company, Hostess, Bumble Bee Tuna, Chef Boyardee και πρόσφατα η Nestlé Waters North America κ.ά.
Αν και λόγω COVID-19 είχε περίπου τέσσερα χρόνια να επισκεφθεί την Ελλάδα, πριν από λίγο καιρό ταξίδεψε στη χώρα μας προκειμένου να παρευρεθεί στο 13ο Ετήσιο Forum Βιωσιμότητας της Capital Link, που πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Divani Caravel, και να συμμετάσχει σε συζήτηση με τίτλο «Βιωσιμότητα – Ευκαιρία Δημιουργίας Μακροπρόθεσμης Αξίας». Εκεί τον συναντήσαμε και συνομιλήσαμε μαζί του για τα παιδικά του χρόνια, για τη φιλοσοφία που διέπει τον επαγγελματικό του βίο, αλλά και για το πώς βλέπει την ελληνική πραγματικότητα.
Δεν γεννηθήκατε στις ΗΠΑ, αλλά πήγατε εκεί σε ηλικία δέκα ετών. Εχετε καθόλου αναμνήσεις από τη ζωή σας στο χωριό σας, τους Χράνους;
«Τα θυμάμαι όλα πολύ καλά. Ηταν ένα ωραίο χωριό και μάλιστα θα πάω αύριο να το δω. Είχα μια αγαπημένη οικογένεια και με τους γονείς μου ήμασταν πολύ κοντά. Ζούσα με τα ζωάκια μου, έτρεχα και έπαιζα στα βουνά και ήμουν ένα ευχαριστημένο παιδάκι. Οι γονείς μου όμως αποφάσισαν να μετακομίσουμε. Θυσιάστηκαν, δούλεψαν σε εργοστάσια, για να μας δώσουν την ευκαιρία να δούμε τον κόσμο, να μορφωθούμε. Και όντως το κατάφεραν. Εχω ταξιδέψει σε 140 χώρες, έχω ζήσει σε διάφορα μέρη της Γης. Ηταν μια υπέροχη διαδρομή».
Θεωρείτε δηλαδή ότι σε εκείνους οφείλετε μεγάλο κομμάτι της επιτυχίας σας;
«Ναι, πήρα και από τους δύο πολλά. Η μητέρα μου μού έδωσε αγάπη και αυτοπεποίθηση. Ο πατέρας μου, αυστηρός και δυνατός, μου μετέδωσε την εργατικότητά του. Είχα λοιπόν αυτοπεποίθηση και όρεξη για δουλειά, τα οποία πάντοτε με καθοδηγούσαν στη ζωή μου. Βέβαια, πάντα υπάρχει και ο παράγοντας «τύχη». Αν, για παράδειγμα, δεν έχεις την τύχη να διαθέτεις καλή υγεία, δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα. Επίσης, θα πρέπει τις όποιες ευκαιρίες σού παρουσιάζονται να μην τις αφήνεις ανεκμετάλλευτες. Ολα όμως ξεκινούν από την οικογένεια, που σου δίνει τις ρίζες για να ακολουθήσεις τους στόχους σου».
Από νωρίς δώσατε μεγάλη έμφαση στις σπουδές σας – οι οποίες είναι εντυπωσιακές και στοχευμένες – ενώ, παράλληλα, δείξατε γρήγορα επιχειρηματική τόλμη. Κινηθήκατε βάσει σχεδίου; Υπήρχε δηλαδή όλο αυτό στο μυαλό σας διαμορφωμένο από νεαρή ηλικία;
«Δεν μπορώ να πω ότι υπήρχε σχέδιο, αλλά οπωσδήποτε δεν άφηνα τις ευκαιρίες. Μάλιστα, στην αρχή σκεπτόμουν να γίνω γιατρός, αλλά η επιχειρηματικότητα με κέρδισε. Θυμάμαι ότι πήγαινα συχνά τον πατέρα μου σε νοσοκομεία γιατί έπασχε από πέτρες στα νεφρά και έβλεπα τους γιατρούς εν δράσει. Δεν ήθελα να κάνω το ίδιο. Οταν πήρα το πτυχίο μου, ήμουν ακόμη μπερδεμένος. Δούλευα όμως τα καλοκαίρια σε μεγάλες εταιρείες. Οταν έκανα το διδακτορικό μου στο Κολούμπια, εργαζόμουν παράλληλα σε μια μεγάλη εταιρεία, την GTE International, η οποία τώρα λέγεται Verizon. Ηταν μια πολυεθνική με γραφεία σε ολόκληρο τον κόσμο. Παρακολουθούσα το πώς λειτουργούσαν και το έβλεπα συναρπαστικό. Οταν άνοιξε μια θέση καλή, τη διεκδίκησα και αφού πέρασα από συνέντευξη, μου την έδωσαν. Μάλλον δεν είχαν καταλάβει ότι ήμουν μόλις 25 ετών και με έκαναν οικονομικό διευθυντή στα γραφεία τους σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική. Πήγα και έζησα σε Παρίσι, Γενεύη, Βρυξέλλες… Ανοιξα τα φτερά μου αμέσως».
Τι πιστεύετε ότι είδαν σε εσάς και σας εμπιστεύτηκαν;
«Οτι αγαπούσα τις προκλήσεις, εργαζόμουν σκληρά, είχα αυτοπεποίθηση και διέθετα κίνητρα. Και μέχρι σήμερα λειτουργώ με τον ίδιο τρόπο. Και το έχω μεταδώσει στους γιους μου, με τους οποίους συνεργάζομαι. Εχουμε 80 εταιρείες σε ολόκληρο τον κόσμο. Ωραίες εταιρείες, με καλά προϊόντα, όπως είναι οι Mumm και Perrier-Jouët και η Premier Foods. Τις μεταμορφώνουμε, τους δίνουμε ενέργεια, φέρνουμε την καινοτομία και το marketing που είναι πρωτότυπα και μοναδικά. Αυτά τα χαρακτηριστικά διαμορφώνουν τα brands μας – περίπου 340 brands σε όλον τον κόσμο. Φυσικά, λειτουργούμε με αυστηρότητα για να δημιουργήσουμε ρευστότητα, η οποία θα χρηματοδοτήσει την καινοτομία και το marketing. Θέλουμε να φτιάχνουμε κάτι το ξεχωριστό, που θα το θυμάται ο κόσμος».
Θεωρείστε ο βασιλιάς στην αναβίωση εταιρειών. Πώς καταλαβαίνετε ότι μια εταιρεία που πηγαίνει να κλείσει έχει τη δυνατότητα να αναγεννηθεί; Φαντάζομαι ότι υπάρχουν τα αντικειμενικά κριτήρια, αλλά παίζει ρόλο και κάποιο έμφυτο ταλέντο ή ένστικτο;
«Ξέρετε τι λέω στους συνεργάτες μου; Οτι έχει σημασία να είναι αναλυτικοί, να φροντίζουν να βλέπουν όλα τα νούμερα, τους δείκτες, τα στοιχεία, αλλά να ακούν και το ένστικτό τους. Το ένστικτο εμπνέει τον ενθουσιασμό και την αφοσίωση σε αυτό που κάνουν. Είναι ένας συνδυασμός αντικειμενικών δεδομένων και ενστίκτου. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Πρόσφατα αγοράσαμε τη Nestlé Waters. Ανήκε σε έναν διεθνή κολοσσό, ο οποίος δεν έδινε μεγάλη σημασία σε μια επιχειρηματική δραστηριότητα στην Αμερική της τάξης των 5 δισ. δολαρίων. Εμάς μας κίνησε το ενδιαφέρον γιατί όλα αυτά τα νερά προέρχονταν από φυσικές πηγές – από πενήντα πηγές σε ολόκληρη την Αμερική. Οι γιοι μου αμέσως είδαν την ευκαιρία να διαφοροποιηθούμε από τον ανταγωνισμό. Επίσης, στην εταιρεία υπήρχε πολλή γραφειοκρατία την οποία καταργήσαμε. Υπήρχαν δυσανάλογα μεγάλα έξοδα και το έμψυχο δυναμικό δεν διέθετε δυναμισμό. Ολα αυτά θέλουμε να τα αλλάξουμε. Μια άλλη εταιρεία, πάλι, που έχει σουπερμάρκετ λατινοαμερικανικών προϊόντων, την επιλέξαμε γιατί είδαμε ότι τα καταστήματά της ήταν σε καλές τοποθεσίες και ότι η κοινότητα των Λατινοαμερικανών έχει ανάπτυξη 25%, πολύ μεγαλύτερη από άλλες εθνικές ομάδες. Αρπάξαμε την ευκαιρία».
Μιλήσατε αρκετά για το ότι εστιάζετε στο πρωτότυπο marketing. Τι κάνετε δηλαδή;
«Θα σας πω για μερικές περιπτώσεις που ξεχωρίζω. Είχαμε αγοράσει τη Chef Boyardee, η οποία είναι μια εταιρεία με έτοιμα γεύματα ζυμαρικών σε κονσέρβες. Εβγαζε 1,5 δισ. δολάρια σε ετήσιες πωλήσεις και παρουσίαζε πτώση 8% τον χρόνο. Θυμάμαι ότι οι γιοι μου, 14-15 ετών τότε – τους έφερνα στη δουλειά μετά το σχολείο -, με άκουγαν που πίεζα τον CEO της εταιρείας να κάνουμε κάτι για να σταματήσουμε την πτώση και εκείνος μου έλεγε «κύριε Μητρόπουλε, όταν αγοράζατε την εταιρεία, πιστεύατε ότι τα ζυμαρικά σε κουτί θα είχαν ανάπτυξη» και του απαντούσα ότι τα πάντα μπορούν να αναπτυχθούν. Κάποια στιγμή περάσαμε με το αυτοκίνητο έξω από το κτίριο της WWF (τώρα WWE, της επιχείρησης στην οποία ανήκει η αμερικανική πάλη/wrestling). Αμέσως τα αγόρια μου σκέφτηκαν να συνεργαστούμε μαζί τους για την προώθηση των προϊόντων. Υστερα από λίγο καιρό είχαμε δημιουργήσει διαφημιστικό spot όπου ο επαγγελματίας wrestler τότε και τωρινός ηθοποιός «The Rock» (σ.σ.: Ντουέιν Τζόνσον), ύστερα από έναν αγώνα όπου τον χτυπούσαν με μπουνιές στο πρόσωπο, έτρωγε με μεγάλη όρεξη μια κονσέρβα Chef Boyardee. Και ένα άλλο όπου μια ομάδα αγοριών χάνεται στη ζούγκλα και το μόνο που έχουν για φαγητό είναι οι κονσέρβες. Ετσι, το brand έγινε γνωστό ως εκείνο που χορταίνει τα πολύ πεινασμένα αγόρια. Σε μια άλλη περίπτωση, η Τζένιφερ Ανιστον – την οποία γνωρίζαμε από τον πατέρα της – σε μια σκηνή της ταινίας «Picture Perfect», ως νεαρή διαφημίστρια, προωθεί ένα συγκεκριμένο brand μουστάρδας. Τα Bumble Bee Tuna διαφημίστηκαν χάρη σε ένα στοίχημα ανάμεσα στον γιο μου και τον Χάουαρντ Στερν για το αν θα έχανε έναν συγκεκριμένο αριθμό κιλών μια υπέρβαρη γυναίκα που είχε στο κτίριο τρώγοντας επί έξι εβδομάδες αυτόν τον τόνο. Κόσμος από όλες τις ΗΠΑ τηλεφωνούσε στην εκπομπή για το πώς πήγαινε το αδυνάτισμα».
Βλέπω ότι καθώς τα διηγείστε αυτά έχετε ενθουσιασμό. Σας συναρπάζει ακόμη η δουλειά σας;
«Φαίνεται, ε; Αυτόν τον ενθουσιασμό και την ενέργεια θέλουμε να δώσουμε στα brands που αγοράζουμε. Θέλουμε να τα ενεργοποιήσουμε, να τα μεταμορφώσουμε. Και είχαμε την ευκαιρία να σώσουμε ωραίες εταιρείες με ιστορία, όπως η Ghirardelli που ιδρύθηκε το 1852, η Hostess που είναι 104 ετών, η Poland Spring 153 ετών κ.ο.κ. Προϊόντα που ήταν κομμάτι της ζωής μας για τόσα χρόνια».
Πώς βλέπετε τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα από άποψη οικονομίας;
«Βλέπω ότι τα πάει πολύ καλά. Ημουν σε ένα συνέδριο στο Λος Αντζελες, στο οποίο συμμετείχαν 68 χώρες, 5.000 άνθρωποι. Εκεί έμαθα ότι πολίτες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Κίνας και άλλων ξένων χωρών αγοράζουν ιδιοκτησίες στην Ελλάδα. Πήγα χθες στην παραλία στη Βουλιαγμένη. Υπάρχει μεγάλη κατασκευαστική δραστηριότητα παντού. Στην Ελλάδα επίσης ανοίγουν γραφεία εταιρείες όπως οι Pfizer, Microsoft, JΡ Morgan, Google. Είναι ένας υπέροχος κόσμος και χαίρομαι πολύ. Το μόνο που θα άλλαζα είναι το δικαστικό σύστημα. Θα πρέπει να βοηθήσει στο να απλοποιηθούν κάποιες διαδικασίες».
Θα επενδύατε σε κάτι εδώ;
«Θα μου άρεσε πολύ, αλλά δεν υπάρχουν εδώ εταιρείες τόσο μεγάλες».
Πιστεύετε ότι στη σύγχρονη πραγματικότητα θα μπορούσε ένα δεκάχρονο αγόρι που μετακομίζει με τους γονείς του στις ΗΠΑ να εξελιχθεί όπως εσείς;
«Ενα «πεινασμένο» νεαρό αγόρι, ναι».