Αν ζούσε, τον περασµένο Δεκέµβριο θα γιόρταζε τα εκατό χρόνια του. Ο Ντιλίπ Κουμάρ έφυγε από τη ζωή το καλοκαίρι του 2021, σε ηλικία σχεδόν 99 ετών, έχοντας απολαύσει μια ζωή δόξας και πλούτου και χαρακτηρισμένος ως ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός σταρ της Ινδίας. Με την καριέρα του να διαρκεί περισσότερο από μισό αιώνα, καθώς έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη το 1941 και έπαιξε για τελευταία φορά το 1998, και με τις επιτυχίες να διαδέχονται η μια την άλλη, λατρεύτηκε όσο λίγοι ηθοποιοί στην πατρίδα του και έθεσε με την παρουσία του γερά θεμέλια στο Μπόλιγουντ, την ινδική απάντηση στην αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία. H μνήμη του τιμάται τώρα με εκδηλώσεις στα αστικά κέντρα της Ινδίας. Και η ιστορία του ακούγεται ξανά, ως ένα παραμύθι-υπερπαραγωγή με πολλές επιτυχίες, με πολύ χρήμα και με έρωτες που άνθισαν αλλά και έρωτες μου μαράθηκαν, όπως ακριβώς συνέβαινε δηλαδή και στα μπολιγουντιανά δράματα μέσα από τα οποία ο Κουμάρ αναδείχθηκε και αγαπήθηκε.
Μεγαλώνοντας στις φτωχογειτονιές
Ο πατέρας του ήταν έμπορος φρούτων στην πόλη Πεσαβάρ στις τότε Βρετανικές Ινδίες. Ο Ντιλίπ Κουμάρ γεννήθηκε ως Μοχάμαντ Γιουσούφ Χαν και ήταν ένα από τα 12 παιδιά της πολυμελούς οικογένειάς του. Στη φτωχική γειτονιά όπου μεγάλωσε στενός παιδικός φίλος του ήταν ο Ρατζ Καπούρ, ο οποίος στο μέλλον θα γινόταν επίσης μέγιστος σταρ στη βιομηχανία του Μπόλιγουντ, ως ηθοποιός (εθεωρείτο ο Τσάρλι Τσάπλιν του ινδικού κινηματογράφου), σκηνοθέτης και παραγωγός. Τη δεκαετία του ’40 ο Κουμάρ μετακόμισε στην πόλη Πούνε, όπου κέρδιζε τα προς το ζην εμπορευόμενος αποξηραμένα φρούτα και λειτουργώντας μία μικρή καντίνα. Η γοητευτική εμφάνισή του τράβηξε την προσοχή κινηματογραφικών παραγωγών που του έδωσαν πρωταγωνιστικούς ρόλους. Τότε υιοθέτησε και το ψευδώνυμο με το οποίο θα γινόταν διάσημος, κυρίως για να γλιτώσει από τις αντιδράσεις του πατέρα του που θεωρούσε το επάγγελμα του ηθοποιού αναξιοπρεπές. Οι πρώτες ταινίες του δεν έγιναν επιτυχίες.
Η ώρα της αναγνώρισης
Ηταν η πέμπτη εμφάνισή του, το 1947, στη ρομαντική κομεντί-μιούζικαλ «Jugnu», εκείνη που έστρεψε τα μάτια του φιλοθεάμονος κοινού επάνω του. Ο Ντιλίπ Κουμάρ βγήκε από την αφάνεια και έγινε σταρ. Δύο χρόνια μετά, το 1949 στην ταινία «Andaz», ερμήνευσε, στο πλευρό της Ναργκίς, της απόλυτης σταρ του ινδικού κινηματογράφου, έναν πολύ δυνατό ρόλο: Εκείνον του συζύγου που υποπτεύεται πως η γυναίκα του έχει σχέση με έναν άλλον άνδρα (τον ρόλο του αντίζηλου ερμήνευε ο φίλος του, Ρατζ Καπούρ). Η ταινία έγινε μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες στην ιστορία του ινδικού κινηματογράφου και εκτόξευσε τις καριέρες της Ναργκίς και του Κουμάρ. Ακολούθησαν δεκάδες ταινίες με πρωταγωνιστή τον νέο αγαπημένο του κοινού της Ινδίας και με συμπρωταγωνίστριές του τις μεγαλύτερες σταρ του Μπόλιγουντ, από τη Ναργκίς, τη «βασίλισσα της τραγωδίας» Μίνα Κουμάρι και την όμορφη Νίμι ως την Καμίνι Κοσάλ και την πολυβραβευμένη ηθοποιό, χορεύτρια και πολιτικό Βιτζαγιαντιμάλα. Η μία επιτυχία διαδεχόταν την άλλη.
«Μαντουμπάλα, αγάπη γλυκιά μου…»
Η ερωτική του σχέση με την επίσης διάσημη ηθοποιό του Μπόλιγουντ Μαντουμπάλα (τη γυναίκα που ενέπνευσε στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και στον Θόδωρο Δερβενιώτη το ομώνυμο τραγούδι που έκανε επιτυχία ο Στέλιος Καζαντζίδης) έγινε η συζήτηση της ημέρας στην Ινδία. Η σχέση τους ξεκίνησε το 1951 κατά τα γυρίσματα της ταινίας «Tarana» (άλλης μιας τεράστιας εισπρακτικής επιτυχίας) και κράτησε για περίπου έξι χρόνια. Οι τίτλοι τέλους ήρθαν το 1957, με μεγάλο θόρυβο: Το ζευγάρι επρόκειτο να πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Naya Daur». Τα γυρίσματα ξεκίνησαν με τους δύο σταρ να έχουν λάβει παχυλές προκαταβολές. Οταν ο σκηνοθέτης αποφάσισε να γυρίσει μερικές σκηνές σε μια τοποθεσία μακριά από τα στούντιο, ο πατέρας της Μαντουμπάλα, που δεν έβλεπε με καλό μάτι τη σχέση των δύο νέων, αρνήθηκε να της δώσει την άδεια να ταξιδέψει κατηγορώντας την παραγωγή πως τα εξωτερικά γυρίσματα ήταν μία αφορμή για να ξεμοναχιάζει ο Καπούρ την κόρη του. Η Μαντουμπάλα αποσύρθηκε από την παραγωγή (την αντικατέστησε η Βιτζαγιαντιμάλα) υποστηρίζοντας τον πατέρα της, ο σκηνοθέτης τη μήνυσε ζητώντας της να επιστρέψει την προκαταβολή και ο Κουμάρ στη δίκη που ακολούθησε κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας της αγαπημένης του. Δηλαδή της πρώην αγαπημένης του, γιατί η σχέση τους είχε πλέον διαλυθεί. Για την ιστορία, η Μαντουμπάλα, αφού έχασε την ευκαιρία να κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ (πάλι εξαιτίας του πατέρα της που της απαγόρευσε να ταξιδέψει στην Αμερική όταν τη ζήτησε ο Φρανκ Κάπρα), συνέχισε να γυρίζει επιτυχημένες ταινίες στη Ινδία και έκανε έναν – όχι πολύ ευτυχισμένο, όπως γράφτηκε – γάμο με τον κωμικό Κισόρ Κουμάρ. Πέθανε το 1969 από μια σπάνια καρδιακή πάθηση που εκείνη την εποχή δεν θεραπευόταν. Ηταν μόνο 36 ετών.
Προτάσεις από το εξωτερικό
Στο μεταξύ, ο Ντιλίπ Κουμάρ συνέχισε την κινηματογραφική σταδιοδρομία του, περνώντας μάλιστα με επιτυχία από τους δραματικούς σε πιο ανάλαφρους και πιο κωμικούς ρόλους, όταν οι γιατροί του διέγνωσαν κατάθλιψη την οποία απέδωσαν στην ταύτισή του με τους τραγικούς εραστές που ερμήνευε. Το μιούζικαλ «Aan» του 1952, όπου πρωταγωνιστούσε μαζί με τη Νίμι, ήταν η πιο ακριβή ινδική ταινία που είχε γυριστεί μέχρι τότε αλλά και η πρώτη technicolor ταινία του Μπόλιγουντ. Για πολλά χρόνια είχε το ρεκόρ της ινδικής ταινίας που είχε κάνει τις υψηλότερες εισπράξεις και στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό, καθώς προβλήθηκε σχεδόν παντού, από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως την Ιαπωνία. Οι μεγάλες επιτυχίες του ηθοποιού έκαναν το όνομά του γνωστό στα στούντιο του εξωτερικού. Το 1962 ο Ντέβιντ Λιν τον ζήτησε για έναν ρόλο στον «Λόρενς της Αραβίας». Ο Κουμάρ αρνήθηκε, για να αντικατασταθεί από τον Ομάρ Σαρίφ. Οι συζητήσεις για μια ταινία στην οποία θα συμπρωταγωνιστούσε με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ ναυάγησαν.
Τα χρόνια της κάμψης
Το 1966 παντρεύτηκε την κατά πολύ νεότερή του ηθοποιό Σαΐρα Μπανού, συμπρωταγωνίστριά του στις ταινίες που γύριζε εκείνη την εποχή. Μαζί της έμεινε ως το τέλος της ζωής του, αν και μεταξύ 1981 και 1983 έκανε και έναν δεύτερο γάμο μέσα στον γάμο του, που όμως δεν είχε διάρκεια. Στη δεκαετία του ’70 η καριέρα του άρχισε να παρακμάζει, πάρα τις προσπάθειές του να εντυπωσιάσει ερμηνεύοντας ακόμα και τρεις ρόλους (του πατέρα και των δίδυμων γιων του) στην ίδια ταινία. Ομως τη δεκαετία του ’80 έκανε δυναμικό και πολύ επιτυχημένο comeback ερμηνεύοντας πλέον μικρότερους ρόλους ηλικιωμένων. Πέθανε στη Βομβάη το καλοκαίρι του 2021, ταλαιπωρημένος από πολλά προβλήματα υγείας. Η κηδεία του έγινε με τιμές και με την πολιτική ηγεσία της χώρας να εξαίρει την προσφορά του στον χώρο των τεχνών και να τον χαρακτηρίζει ως έναν από τους θεμελιωτές του Μπόλιγουντ. Το «Νέο Μπόλιγουντ», όπως βαφτίστηκε ο πιο εξωστρεφής από τον παλιό, σύγχρονος ινδικός κινηματογράφος, συνεχίζει την επιτυχημένη πορεία του, απευθυνόμενο τώρα πια, μέσα από τις διαδικτυακές πλατφόρμες, και στα διεθνή κοινά.