«Ημασταν μποέμ, καλλιτέχνες των παραστατικών τεχνών, αβανγκάρντ». Πενήντα χρόνια μετά το big bang του νεοϋορκέζικου πανκ, η αποτίμηση μιας από τις αυτουργούς του ακούγεται ακριβής. Με μπαντάνα, καπέλο, φόρεμα, τζιν, μίνι, δερμάτινο, κοστούμι, μπότες, δικτυωτό καλσόν, φόρμα παραλλαγής, πλαστική απομίμηση σκουπιδοσακούλας, η Ντέμπι Χάρι υπήρξε η κατεξοχήν εμβληματική ξανθιά του ροκ στα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Σύμβολο του σεξ, κολυμπώντας άνετα στον μουσικό ωκεανό μεταξύ garage, pop, disco και hip hop, υπήρξε πρωτοποριακή φιγούρα: σε μια εποχή που οι γυναίκες προορίζονταν ακόμη για οφθαλμόλουτρα και δεύτερα φωνητικά, επιβλήθηκε ως frontwoman, στιχουργός, κεντρική παρουσία. Μπορεί οι υπόλοιποι πέντε μαντράχαλοι Blondie να τα έδιναν όλα επάνω στη σκηνή, όπως στο «Dreaming», αλλά ήταν εκείνη που κέρδιζε και πάλι την προσοχή με ένα πονηρό χαμόγελο στην κάμερα.
H «σπινταρισμένη Μπαρμπαρέλα», όπως την είχε αποκαλέσει κάποτε φιλικά ο Ιγκι Ποπ, ασύγκριτος γνώστης των διεγερτικών ουσιών ο ίδιος, γίνεται εφέτος 80 χρόνων, διάγει την έκτη δεκαετία της καριέρας της και, αν κρίνει κανείς από το πυκνό πρόγραμμα των συναυλιών της, δεν δείχνει διόλου διατεθειμένη να συνταξιοδοτηθεί.
Με τον Ντέιβιντ Μπόουι το 1980. Photo Nancy Kaye- AP
Ο καιρός της βιωμένης εμπειρίας
Γεννημένη στο Μαϊάμι ως Αντζελα Τριμπλ την 1η Ιουλίου 1945, δόθηκε για υιοθεσία σε ηλικία μόλις τριών μηνών. Οι θετοί γονείς της τη μετονόμασαν Ντέμπορα Αν. Στο Χόθορν του Νιου Τζέρσεϊ, μια κωμόπολη σχεδόν 15.000 κατοίκων τότε, η μικρή Ντέμπι έπαιζε στο δάσος και εκστασιαζόταν με το θαύμα της τηλεόρασης. Το όραμα της Νέας Υόρκης είχε τις ρίζες του σε αυτή την παιδική ηλικία της small town America: η γιαγιά της την πήγαινε μία φορά τον χρόνο στην πόλη για να της αγοράσει ένα παλτό και οι γονείς της τα Χριστούγεννα στο Rockefeller Center για να δει το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Στα 18 της όμως, το Χόθορν με τις περιορισμένες προοπτικές, τη δόξα της μαζορέτας και τις επισκέψεις με κοριτσοπαρέες στη γειτονική πόλη για να φορέσουν μέικαπ και να συναντήσουν αγόρια είχε γίνει ασφυκτικό. Η οικογένεια δεν είχε τα χρήματα για ένα κανονικό τετραετές καλλιτεχνικό κολέγιο. Η Ντέμπι φοίτησε σε διετές πρόγραμμα και έφυγε σφαίρα για το Μεγάλο Μήλο. Από τους Velvet Underground στην Τζάνις Τζόπλιν, από τα γεμάτα καλλιτέχνες φτηνά λοφτ της Κανάλ Στριτ και του Σόχο στους κακόφημους δρόμους του Αλφαμπετ Σίτι, η Ντέμπι Χάρι βρέθηκε σε ένα μυθικό περιβάλλον.
Στο εστιατόριο όπου εργαζόταν ως σερβιτόρα σύχναζαν ο Τζέιμς Κόμπερν, η Τζέιν Φόντα, ο Στιβ Γουίνγουντ, ο Τζίμι Χέντριξ, ο Μάιλς Ντέιβις. Ο Αντι Γουόρχολ ήταν πανταχού παρών. Σε ένα café μπορεί να καθόταν δίπλα σου ο Σαλβαδόρ Νταλί. Η εγγύτητα ήταν το καύσιμο της φιλοδοξίας. Γραμματέας, πωλήτρια, μπαργούμαν, go-go dancer, κουνελάκι σε Playboy Club, παρόμοιας χαμηλής στάθμης δουλειές μακριά από την καριέρα στο ροκ που ονειρευόταν η Ντέμπι, ήταν το τίμημα της παραμονής στη μεθυστική μητρόπολη.
Αλλά ο κυκλώνας σε παρέσερνε. «Ηταν ο καιρός της βιωμένης εμπειρίας, δεν υπήρχαν ειδικά εφέ, η ζωή ήταν ωμή, ενστικτώδης, αμοντάριστη» έγραφε η Ντέμπι Χάρι στο «Face It» (εκδ. HarperCollins), τα απομνημονεύματά της που κυκλοφόρησαν το 2019.
Η σκηνή του ροκ στα 70s ήταν ταυτισμένη με την άγρια μεριά της Νέας Υόρκης. Οταν το 1973 η Ντέμπι συνδέθηκε με την Ελντα Τζεντίλε και την Αμάντα Τζόουνς σχηματίζοντας τις Stilettos και γνώρισε τον κιθαρίστα Κρις Στάιν, με τον οποίο θα δημιουργούσαν τους Blondie και θα γίνονταν ζευγάρι μέχρι το 1985, όλοι ζούσαν σε φτηνά διαμερίσματα, κοιμούνταν στα λοφτ άλλων, φορούσαν μεταποιημένα ρούχα, έπαιζαν με δανεικά όργανα: «Δεν είχαμε τίποτα πέρα από τα νιάτα μας, τον πόθο, τον έρωτα και τη μουσική».
Ενας αλκοολικός νεκρός στον δρόμο, ένας φόνος σε κάποιον άλλον όροφο, ένας βιασμός με την απειλή μαχαιριού, όπως αυτός που υπέστη η Χάρι στη διάρκεια μιας διάρρηξης, ήταν καθημερινά φαινόμενα. Το ίδιο και τα ναρκωτικά. Μαριχουάνα, άσιντ, σπιντ, ηρωίνη «ήταν μέρος της κοινωνικής ζωής, μέρος της δημιουργικής διαδικασίας, θεωρούνταν σικ και είχε πλάκα».
Καταγώγια σαν το μετέπειτα θρυλικό CBGB φιλοξενούσαν άγνωστα τότε ονόματα σαν τους Ramones, τους Television, την Πάτι Σμιθ. Και καθώς το πανκ ως κίνημα ανατρεπτικό των πάντων βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα, το εγχείρημα της Ντέμπι Χάρι, μια μπάντα με frontwoman, προκαλούσε σε πολλούς τη δυσπιστία – η έννοια «ροκ συγκρότημα» αποτελούσε ανδρική υπόθεση.
Με τον Μπόι Τζορτζ το 1987. AP
Τα κατάφερε παίζοντας ένα ιδιοφυές παιχνίδι ρόλων και ισορροπιών: από τη μία πλευρά ο χαρακτήρας της ως Blondie ήταν «κάπως ανδρόγυνος»· από την άλλη, «τόνιζα την ιδέα μιας γυναίκας με πολλή θηλυκότητα που ηγούνταν μιας ανδρικής μπάντας σε έναν εξαιρετικά μάτσο χώρο».
Ο ανήφορος των συναυλιών, των μπαρ, των ντέμο, των μάνατζερ, των συναντήσεων, των απορρίψεων, της αναζήτησης συμβολαίου με μια δισκογραφική έβαινε παράλληλα με την έκρηξη του πανκ – και οι Blondie βρέθηκαν στην κόψη του κύματος, έχοντας πολλά στοιχεία του στον αρχικό τους ήχο, όπως θα έδειχνε το πρώτο τους άλμπουμ το 1976. Υιοθετώντας το look των mods, διέφεραν ως εικόνα από τους Ramones ή τους Television, αλλά και μουσικά επρόκειτο να αποβούν πολύ πιο εκλεκτικοί.
Μέσα σε τρία χρόνια, από το 1978 έως το 1980, θα καταλάμβαναν εξ εφόδου τα αμερικανικά και τα βρετανικά charts με μια σειρά από κορυφαία τραγούδια ποικίλων επιρροών: πανκ στο «One Way or Another», ντίσκο στο «Heart of Glass» και το «Call Me», ροκ στο «Ηanging on the Telephone» και το «Union City Blue», ρέγκε στο «The Tide is High», ηλεκτροπόπ στο «Atomic», ραπ στο «Rapture».
Τις όφειλαν στην ευελιξία και των υπόλοιπων μελών των Blondie, Κρις Στάιν, Τζίμι Ντέστρι, Κλεμ Μπερκ, Φρανκ Ινφάντε, Νάιτζελ Χάρισον, όπως και στo μεγάλο χωνευτήρι του Λόουερ Ιστ Σάιντ: εκεί όπου ο Τζόνι Ραμόν κυνηγούσε ένα βράδυ με την κιθάρα του τον Μάλκολμ Μακ Λάρεν, εκεί όπου έπαιζαν ταυτόχρονα οι Damned, οι Talking Heads και ο Ελβις Κοστέλο, εκεί όπου η Ντέμπι Χάρι γνώριζε τον Fab 5 Freddy, καλλιτέχνη του γκραφίτι και πρωτοπόρο του χιπ χοπ, ο οποίος με τη σειρά του τη μυούσε στα μυστικά του Grandmaster Flash και των άλλων πατριαρχών του ραπ.
Τα χρόνια εκείνα ήταν ένα ροκ εντ ρολ χάος. Πέφτοντας στα βαθιά στην πρώτη τους κιόλας περιοδεία, το 1977, βρέθηκαν να ανοίγουν τις συναυλίες των Ιγκι Ποπ και Ντέιβιντ Μπόουι – η Ντέμπι περιγράφει μια αξιομνημόνευτη σκηνή όπου έχουν ξεμείνει από κοκαΐνη, εκείνη τους χαρίζει ένα γραμμάριο και ένας μαστουρωμένος Μπόουι τη φλασάρει. Ακολούθησε μια φρενήρης εξόρμηση χωρίς διάλειμμα: Μεγάλη Βρετανία, ηπειρωτική Ευρώπη, Αυστραλία, Ταϊλάνδη, Ιαπωνία, και πάλι Μεγάλη Βρετανία, και πάλι ηπειρωτική Ευρώπη.
Γιόρτασαν την άνοδο του «Heart of Glass» στο νούμερο 1 με μια σαμπάνια σε ένα ξενοδοχείο στο Μιλάνο. Εγιναν εξώφυλλο στο «Rolling Stone». Εζησαν σκηνές Beatlemania στο Λονδίνο, όταν η αστυνομία χρειάστηκε να αποκλείσει τον δρόμο του δισκάδικου όπου εμφανίζονταν για να μην τους παρασύρει ένα ξετρελαμένο πλήθος. Στη Γερμανία οπαδοί σκαρφάλωναν στο πούλμαν τους ή έπεφταν μπροστά στις ρόδες του. Οι επιτυχίες μεταφράζονταν σε έσοδα. Οταν κόπασε ο ανεμοστρόβιλος, κάποια στιγμή στις αρχές του 1980, μπορούσαν πια να επιτρέψουν στον εαυτό τους μια αδιανόητη προηγουμένως πολυτέλεια: να επιστρέψουν στη Νέα Υόρκη με το Concorde.
Μία από τις παραλλαγές του διάσημου πορτρέτου της Ντέμπι Χάρι που ο Γουόρχολ ζωγράφησε το 1980. Πουλήθηκε για 6,6 εκατ. λίρες σε δημοπρασία των Sotheby’s το 2023. Photo AP
Αθεράπευτα πανκ
Οσο οι Blondie ανέρχονταν την κλίμακα της διασημότητας, η Ντέμπι Χάρι αναδεικνυόταν σε ποπ σύμβολο. Φωτογραφήθηκε από τον Ρίτσαρντ Αβεντον, τον Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, τον Μικ Ροκ. Ο Αντι Γουόρχολ έκανε το πορτρέτο της. Ο Τζον Κασαβέτης και ο Σαμ Σο, φωτογράφος της εμβληματικής εικόνας της Μέριλιν Μονρόε στη σχάρα του μετρό του Μανχάταν, σκηνοθέτησαν με πρωταγωνίστρια εκείνη μια μικρού μήκους ταινία η οποία τελικά δεν προβλήθηκε ποτέ.
Ο Ρίντλεϊ Σκοτ τής πρόσφερε έναν ρόλο στο «Blade Runner» (1982), η δισκογραφική εταιρεία όμως της απαγόρευσε να τον δεχθεί. Κέρδισε επαινετικές κριτικές για την εμφάνισή της στο «Videodrome» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ το 1983, το «Hairspray» του Τζον Γουότερς το 1988, το «Heavy» του Τζέιμς Μάνγκολντ το 1995. Δέκα και πλέον χρόνια αργότερα, η Mattel θα την εισήγαγε πανηγυρικά στο πάνθεον της ποπ κουλτούρας, λανσάροντας την Debbie Harry Barbie.
«Η επιτυχία είναι ένα παράδοξο χωρίς εύκολες λύσεις» σχολίαζε η ίδια στα απομνημονεύματά της: το στόρι υπήρξε πολύ καλό για να διαρκέσει αώνια. Διαφωνίες διέλυσαν το γκρουπ, εκείνη χώρισε με τον Κρις Στάιν, η βιολογική της μητέρα, την οποία θέλησε να γνωρίσει, απέκλεισε οποιαδήποτε επαφή, η σόλο καριέρα της δεν αποδείχθηκε το ίδιο αίσια εμπορικά.
Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν την κατέβαλε. Οταν οι Blondie επανασυνδέθηκαν το 1999, έθεσε ως όρο «να σκεφτούμε σοβαρά ποιοι ήμασταν και ποια κατεύθυνση θέλαμε να πάρουμε». Το αποτέλεσμα αναγνωρίζεται στο «Maria», το εμβληματικό χιτ της δεύτερης περιόδου τους, σαφώς διακριτό ηχητικά από την πρώτη.
Η υπερηφάνεια της για το «my way» της ζωής της είναι ευδιάκριτη στην επιμονή να ανεβαίνει στη σκηνή στα 80 της, όχι τιμητικά, αλλά με μια φωνή που αντιστέκεται σθεναρά στον χρόνο, και να δηλώνει εμφατικά στο τέλος του βιβλίου της «είμαι ακόμη μια πανκ Νεοϋορκέζα».