«Τα 80s αποδείχθηκαν μαγικά». Ο Ντέιβιντ Μπέιλι το δηλώνει ευθύς εξαρχής στον πρόλογο του λευκώματος «Eighties» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Taschen και δεδομένης της πλούσιας εμπειρίας του, στα 87 του έτη πλέον, μάλλον κάτι ξέρει παραπάνω. Και αν υπήρξε κάποιος που είχε τον ανήσυχο φακό για να καταγράψει αυτή τη μαγεία δεν ήταν άλλος από τον ίδιο, τον cockney Βρετανό που μπήκε με ορμή στα καλύτερα σαλόνια και κατέγραψε τη δυναμική της εποχής του με την οξεία του ματιά.
Με απλότητα, αμεσότητα και χωρίς περιττά στολίδια απέφυγε την επιφανειακότητα του δισδιάστατου μέσου του και επικεντρώθηκε στη βαθύτερη ουσία των προσώπων προς φωτογράφιση. Από την εκλεπτυσμένη κομψότητα του Ιβ Σεν Λοράν μέχρι την εκρηκτική προσωπικότητα της Τίνα Τέρνερ, κάθε φωτογραφία του Μπέιλι αποπνέει την αίσθηση ότι αιχμαλωτίζει το πιο αυθεντικό κομμάτι του ανθρώπου, ενώ ταυτόχρονα καταγράφει τη χρυσή εποχή της μόδας, της μουσικής και του lycra.
Το νέο του βιβλίο είναι γεμάτο από ιστορικές εικόνες που καθόρισαν τη δεκαετία του ’80 με όλο το γκλαμ, την υπερβολή και την τόλμη της: εικόνες μόδας με μοντέλα όπως η εξωπραγματική Τζέρι Χολ, η Ναόμι Κάμπελ και η ίδια του η (τέταρτη) σύζυγος, Κάθριν Ντάιερ, η οποία φιλοξενείται και στο εξώφυλλο της έκδοσης, αλλά και εικόνες με icons παγκόσμιας εμβέλειας, όπως η πρόωρα χαμένη πριγκίπισσα Νταϊάνα.

Η τέταρτη σύζυγος του Μπέιλι, Κάθριν Ντάιερ, φωτογραφημένη το 1986 με δερμάτινα γάντια Azzedine Alaïa, φιλοξενείται στο εξώφυλλο της έκδοσης «Eighties» της Tashen.
Πρόκειται για έναν εντυπωσιακό τόμο γεμάτο πορτρέτα προσώπων που «στοίχειωσαν» τα 80s, ένα βιβλίο που είναι κάτι παραπάνω από μια συλλογή φωτογραφιών και συνιστά ένα ερωτικό νεύμα στη γοητεία, το θράσος και την υπερβολή μιας αξέχαστης εποχής. Καθώς η δεκαετία του ’80 συνεχίζει να επηρεάζει και να εμπνέει τη σύγχρονη φωτογραφία, τη μόδα, τον κινηματογράφο και τη μουσική, το έργο του Ντέιβιντ Μπέιλι παραμένει μια αξεπέραστη αναφορά για τη δημιουργικότητα, την ειλικρίνεια και την ενέργεια που χαρακτήριζαν εκείνα τα χρόνια.
Ο φωτογράφος που έγινε ταινία
Ο Ντέιβιντ Μπέιλι γεννήθηκε στο Λέιτονστοουν και μεγάλωσε στο Ιστ Χαμ του Λονδίνου το 1938, σε μια οικογένεια που είχε βαθιές ρίζες στην εργατική τάξη, οπότε από μικρός έζησε την ένταση και τις αντιφάσεις της λαϊκής ζωής της πόλης του. Οπως έχει αναφέρει ο ίδιος, η παιδική του ηλικία μέσα στην ένταση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν γεμάτη εικόνες του Λονδίνου που καταστρεφόταν.
Ωστόσο, χρόνια αργότερα θα αναπολούσε με νοσταλγία τις βραδιές που περνούσαν στο σινεμά λόγω… ανωτέρας βίας. «Τον χειμώνα πηγαίναμε κάθε βράδυ στο σινεμά, γιατί ήταν φθηνότερο από το να ανάψουμε τη θέρμανση. Σίγουρα έβλεπα επτά ή οκτώ ταινίες την εβδομάδα».
Αυτή η αγάπη για τον κινηματογράφο και τις εικόνες του έκανε τον Μπέιλι να ξεχωρίσει αργότερα, όταν ο ίδιος έγινε πρωταγωνιστής στην ποπ κουλτούρα της εποχής του αλλά και ήρωας σε ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Διότι ο ιταλός auteur γύρισε την ταινία του «Blow-up» (1966), με πρωταγωνιστή τον Ντέιβιντ Χέμινγκς ως έναν δεινό και σέξι φωτογράφο μόδας, έχοντας τον Μπέιλι κατά νου, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις.

Η Ναόμι Κάμπελ με δημιουργία του αγαπημένου της Αζεντίν Αλαϊά το 1989.
Η πορεία του Μπέιλι στην καλλιτεχνική φωτογραφία είχε ξεκινήσει τη δεκαετία του ’60 και γρήγορα καθιερώθηκε ως ο φωτογράφος που κατέγραψε τη νέα και επαναστατική ατμόσφαιρα της βρετανικής πρωτεύουσας, κοινώς τα «Swinging 60s». Το Λονδίνο ήταν τότε το αδιαμφισβήτητο κέντρο της ποπ κουλτούρας, με τη μουσική, τη μόδα και τον κινηματογράφο να απογειώνονται, και ο Μπέιλι ήταν και φωτογράφος αλλά και ένα από τα πιο χαρακτηριστικά πρόσωπα αυτής της εποχής.
Η δεκαετία του ’60 ήταν επίσης καθοριστική για τη φήμη του, με τον ίδιο να έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτιστικού και καλλιτεχνικού κόσμου. Εκείνος ανακάλυψε και φωτογράφισε το «it girl» των καιρών, την πανέμορφη Τζιν Σρίμπτον, τον νεαρότατο Μικ Τζάγκερ, τον ανερχόμενο Αντι Γουόρχολ, αλλά και τους διαβόητους γκάνγκστερ, τους δίδυμους αδελφούς Κρέι.
Μάλιστα ο ένας εκ των δύο, ο Ρέτζι, ήταν υπεύθυνος για τον διψήφιο αριθμό ραμμάτων που αναγκάστηκε να κάνει ο πατέρας του Μπέιλι, όταν ο κακοποιός τον σημάδεψε με μαχαίρι. Τουλάχιστον σύμφωνα με όσα εξομολογούνταν ο Μπέιλι στο βιβλίο του με τίτλο «Look Αgain», αποδεικνύοντας έτσι ότι όλη του τη ζωή κινήθηκε με άνεση μεταξύ σαλονιού και λιμανιού.

Ο Καρλ Λάγκερφελντ στο σπίτι του το 1984.
Η ριζοσπαστική προσέγγιση και η αντίληψη του «Εγώ»
Με μια καριέρα που εκτείνεται πλέον σε περισσότερες από έξι δεκαετίες, ο Μπέιλι έχει φωτογραφίσει εκατοντάδες διάσημους και σημαντικούς ανθρώπους από όλον τον κόσμο, από τη βασίλισσα Ελισάβετ Β’ μέχρι τους γηγενείς της Αυστραλίας και τους Ινδούς Sadhu. Οι λήψεις του καταγράφουν τους ανθρώπους και τα τοπία με μια καθαρότητα και ειλικρίνεια που είναι σπάνια στην τέχνη της φωτογραφίας.
Εξίσου σημαντική είναι η συνεισφορά του στον κόσμο του κινηματογράφου και της διαφήμισης, όπου έχει κερδίσει βραβεία και αναγνώριση για τις τηλεοπτικές ως επί το πλείστον ταινίες και σειρές του που γύρισε ως σκηνοθέτης αλλά και για ένα διαφημιστικό του για την Greenpeace (1987) και τους πιθανούς κινδύνους της πυρηνικής ενέργειας, στο οποίο μάλιστα τη μουσική είχε γράψει ο Βαγγέλης Παπαθανασίου.
Ο Μπέιλι δεν περιορίστηκε ποτέ σε ένα είδος φωτογραφίας, και αυτή η ποικιλία στην προσέγγισή του είναι μέρος της μαγείας του. Οπως έχει δηλώσει ο ίδιος: «Η φωτογραφία μου είναι ένα πράγμα. Δεν λέω: «Α, σήμερα θα είμαι φωτογράφος ρεπορτάζ και αύριο θα είμαι φωτογράφος πολέμου και την επόμενη εβδομάδα θα είμαι φωτογράφος μόδας». Απλώς είμαι φωτογράφος. Κάνω αυτό που κάνω».
Το έργο δεν έχει την ανάγκη να ενταχθεί σε στενές κατηγορίες – η ουσία είναι η προσήλωσή του στο πάθος του και η ικανότητά του να αποτυπώνει την αυθεντικότητα και την ενέργεια του κάθε ανθρώπου που φωτογραφίζει. Συχνά τα πρόσωπα που απαθανατίζει βρίσκονται μπροστά από ένα απλό, ελάχιστο μονοχρωματικό φόντο που έρχεται σε αντίθεση με την ένταση και την πολυπλοκότητα του φωτογραφιζόμενου ατόμου.
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι οι λήψεις του δεν αφορούν το «Εγώ» του φωτογράφου, αλλά το πρόσωπο που ποζάρει μπροστά από τον φακό του. «Η δουλειά μου είναι απλή και άμεση και αφορά το πρόσωπο που φωτογραφίζω και όχι εμένα. Περισσότερο συνομιλώ μαζί του παρά τραβάω φωτογραφίες» έχει δηλώσει σχετικά, ενώ σε αντίστοιχο ύφος έχει πει: «Δεν με νοιάζει η τεχνική. Μου αρέσει όποιος έχει πάθος».

Η απίθανη λέαινα Τίνα Τέρνερ το 1984.
Η επανάσταση στη φωτογραφία μόδας
Οσον αφορά τη φωτογραφία μόδας, εκεί ανέτρεψε τα δεδομένα προσφέροντας έναν ανανεωμένο αέρα στην εικόνα των μοντέλων και του χώρου γενικότερα. Στο πρόσφατο λεύκωμά του παρουσιάζεται μια σειρά από εικόνες που δημοσιεύθηκαν σε γνωστά περιοδικά όπως η «Vogue Italia» και το «Tatler» με δημιουργίες από τον κόσμο της υψηλής ραπτικής, της πασαρέλας και του prêt-à-porter.
Πριν από τον ίδιο, πάντως, η φωτογραφία μόδας ήταν συνήθως ψυχρή και υπερβολικά στυλιζαρισμένη, καθώς οι φωτογράφοι ήταν καθωσπρέπει άνδρες της ανώτερης κοινωνίας. Αντίθετα, εκείνος έφερε μια αίσθηση ζωντάνιας και αλήθειας στα κάδρα του. Τα μοντέλα του ήταν μεν πανέμορφα αλλά με έναν τρόπο που ήταν σε επαφή με την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να μπορούν να ταυτιστούν μαζί τους οι καθημερινές γυναίκες της εργατικής τάξης.
Ο ίδιος σίγουρα ταυτίστηκε, πάντως, αν αναλογιστεί κανείς ότι όχι μόνο συγχρωτίστηκε και είχε ερωτικές σχέσεις μαζί τους (όπως με την Τζιν Σρίμπτον) αλλά παντρεύτηκε και ορισμένα από αυτά. Οπως την Αμερικανίδα Μαρί Χέλβιν ή την Κάθριν Ντάιερ, την τέταρτη και τελευταία σύζυγό του. Για να μην πούμε και για την ιέρεια του γαλλικού κινηματογράφου Κατρίν Ντενέβ, η οποία παρενεβλήθη μεταξύ πρώτης και τρίτης, «θύμα» και εκείνη της γοητείας του δημιουργού, ο οποίος μολονότι παλεύει πλέον με την αγγειακή άνοια έχει όλες τις εικόνες του στη διάθεσή του για να του θυμίζουν τον άνδρα που υπήρξε κάποτε και έγραφε τη δική του ιστορία.