Πενήντα χρόνια πριν, στις 28 Απριλίου 1969, μία από τις μεγαλύτερες φιγούρες της μεταπολεμικής Ευρώπης αποχωρούσε από την πολιτική σκηνή. Ο Σαρλ Αντρέ Ζοζέφ Μαρί ντε Γκωλ, προσωπικότητα σαγηνευτική και διχαστική, συνεσταλμένη και εκρηκτική, συναινετική και πολωτική, παραμένει ο ηγέτης με τον οποίο κάθε σημαίνων γάλλος πολιτικός (και κάθε ευρωπαίος statesman άξιος του ονόματός του) οφείλει να αναμετράται. Και αν η σκιά του Φρανσουά Μιτεράν μοιάζει στις μέρες μας να αποτελεί συχνότερα μέτρο σύγκρισης στη δημόσια σφαίρα, αυτό οφείλεται στο ότι βρίσκεται πιο κοντά στη σύγχρονη μνήμη, όχι στο ότι ξεπερνά το «παράστημα» του στρατηγού. Το 2010, στα 40 χρόνια από την επέτειο του θανάτου του, την 9η Νοεμβρίου του 1970, η εφημερίδα «Le Monde», η οποία στα χρόνια της κυριαρχίας του τον μαχόταν και την οποία ο ίδιος απεχθανόταν, θα έγραφε ότι οι Γάλλοι «είναι ακόμη τα ορφανά του Ντε Γκωλ». Αποτελούσε έμπρακτη απόδειξη ότι η πολιτική κληρονομιά του, πρωτίστως ιδιοκτησία της γαλλικής Δεξιάς, διαχύθηκε μεταθανάτια σε όλο το πολιτικό φάσμα και συνταιριάστηκε επιδέξια και με την Αριστερά: ο συντηρητισμός για τους μεν, η ενωτική προσέγγιση για τους δε καθιστούσαν τον Σαρλ ντε Γκωλ ιδανικό πολιτικό μύθο.
Κατά μία έννοια ο μύθος αυτός ήταν συνέχεια εκείνου που ο στρατηγός είχε φροντίσει να χτίσει για τον εαυτό του. Γεννημένος στη Λίλλη το 1890, σε περιβάλλον μετριοπαθούς συντηρητικής καθολικής οικογένειας, με τρεις αδελφούς και μία αδελφή, ο Σαρλ ντε Γκωλ αναζήτησε μια στρατιωτική καριέρα εν μέρει για να ευχαριστήσει τους γονείς του – αλλά και γιατί συνιστούσε μία από τις λίγες ενοποιητικές δυνάμεις της διαιρεμένης μετά την ήττα στον Γαλλογερμανικό Πόλεμο του 1870 χώρας. Η ανέλιξή του υπήρξε γοργή: έχοντας σωθεί από το σφαγείο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (αιχμάλωτος των Γερμανών από το 1916), έγινε στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο νεότερος γάλλος στρατηγός – σε ηλικία 50 ετών. Το επίτευγμα ήταν αναμφίβολα μέτρο της αξίας του, αλλά και, όπως υπαινίσσεται στην κορυφαία βιογραφία του με τίτλο «A Certain Idea of France. The Life of Charles de Gaulle» (εκδ. Allen Lane, 2018) ο διακεκριμένος βρετανός ιστορικός του Πανεπιστημίου Queen Mary, Τζούλιαν Τζάκσον, δείκτης της ικανότητάς του να συναναστρέφεται τους κατάλληλους πάτρωνες. Αρχικά ο στρατάρχης Φιλίπ Πετέν, έπειτα ο συντηρητικός πολιτικός Πολ Ρεϊνό τού έδωσαν τη δυνατότητα να ασκηθεί – κυρίως στο πολιτικό πεδίο: από διοικητής μεραρχίας τις τελευταίες ημέρες των μαχών κατά των Γερμανών τον Ιούνιο του 1940 είχε ήδη προαχθεί σε υφυπουργό Εξωτερικών για την Εθνική Αμυνα στην κυβέρνηση του Ρεϊνό. Με αυτή την ιδιότητα διέφυγε στη Μεγάλη Βρετανία στις 17 Ιουνίου 1940 για να δημιουργήσει μια εξόριστη κυβέρνηση των «Ελεύθερων Γάλλων». Θα γινόταν έτσι ο αντίθετος πόλος της δωσιλογικής κυβέρνησης του Βισί, της οποίας προΐστατο ο Πετέν, ο άνθρωπος που τέσσερα χρόνια μετά θα εισερχόταν θριαμβευτής στο απελευθερωμένο Παρίσι: «Στη μεγαλύτερη πορεία στην Ιστορία της Γαλλίας» ο Ντε Γκωλ τέθηκε επικεφαλής ενός τεράστιου πλήθους «περπατώντας αργά τη Σανζ Ελιζέ προκειμένου να δείξει τον εαυτό του στον πληθυσμό, στον «λαό του»». Δεν θα απολάμβανε για πολύ τον θρίαμβο: ανίκανος να βρει κοινή γλώσσα με τους κομμουνιστές, τους σοσιαλιστές, ακόμα και με τους μετριοπαθείς συντηρητικούς, θα παραιτούνταν από την προεδρία της προσωρινής κυβέρνησης στις 26 Ιανουαρίου 1946. Για τα επόμενα δώδεκα χρόνια ο «ελευθερωτής» θα επεδίωκε να επανέλθει ως «σωτήρας».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος