Μια πρωτότυπη θεατρική παράσταση με τίτλο «Οταν μεγαλώσω, θα γίνω Νάνα Μούσχουρη» θα παιχτεί στις 14 Ιουλίου στο Θέατρο Βράχων «Αννα Συνοδινού». Ερμηνεύει ο Μάνος Καρατζογιάννης σε σκηνοθεσία Ελισσαίου Βλάχου. Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά το 2019 στη Γαλλία, στο Φεστιβάλ της Αβινιόν, και τον προσεχή Οκτώβριο θα παρουσιαστεί στο Παρίσι. Το έχει γράψει ο Νταβίντ Λελαί-Ελό, συγγραφέας και δημοσιογράφος, με μυθιστορήματα, φιλοσοφικού περιεχομένου διηγήματα και βιογραφίες γυναικών του καλλιτεχνικού στερεώματος στο ενεργητικό του (μεταξύ των οποίων η Εβίτα Περόν, η Μπαρμπαρά και η Νταλιντά). Η αντίστοιχη βιογραφία της Μαρίας Κάλλας, μάλιστα, με τίτλο «Μαρία Κάλλας – Εζησα με τέχνη, έζησα με έρωτα» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη.
Στο ομώνυμο αυτοβιογραφικό βιβλίο του πάνω στο οποίο βασίστηκε η παράσταση, ένας γάλλος έφηβος που μεγαλώνει σε μια επαρχιακή πόλη τη δεκαετία του ’80 ακούει στην τηλεόραση τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη – η οποία μεσουρανεί εκείνη την εποχή σε όλη την Ευρώπη – και αποφασίζει να μεταμορφωθεί στο είδωλό του. Η ίδια η σπουδαία τραγουδίστρια, φίλη και συνεργάτιδα πλέον του συγγραφέα, σημειώνει για το έργο: «Ο Μιλού, το μικρό αγόρι που ζει το όνειρό του, συνεχίζει να βαδίζει στον δρόμο του με ενθουσιασμό και σεβασμό για να καταφέρει να υπάρξει, μέχρι τα όρια της ζωής του. Γιατί το όνειρό του είναι η ελπίδα για το μέλλον του. Είμαι ευτυχής που μοιράζομαι ένα μέρος της διαδρομής του, συγκινημένη που του απλώνω το χέρι και του δανείζω τη φωνή μου. Και νιώθω ότι μου δίνει και αυτός το χέρι του και μοιραζόμαστε μυστικά τη μεγάλη ευθύνη να βρούμε την Αλήθεια μας».
Πείτε μας για το πρώτο τραγούδι που ακούσατε να ερμηνεύει η Νάνα Μούσχουρη. Παραμένει ακόμη από τα αγαπημένα σας;
«Το πρώτο τραγούδι της που θυμάμαι να ακούω ήταν το «L’amour en héritage», το οποίο θα γινόταν παγκοσμίως γνωστό με τον τίτλο «Only Love». Την ίδια δεν την είδα εκείνη την ώρα, άκουσα μόνο το κομμάτι που έπαιζε στους τίτλους της σειράς «Η κόρη του Μιστράλ». Θυμάμαι ένα μαύρο φόντο και ένα κόκκινο γαρίφαλο και τα ονόματα των συντελεστών της παραγωγής. Η φωνή αυτής της γυναίκας με διαπέρασε, ήταν εκθαμβωτική, μαγική».
Τι σας γοήτευσε εν συνεχεία περισσότερο σε αυτήν; Δεν ήταν, για παράδειγμα, τόσο glamorous όσο άλλα είδωλα της εποχής, όπως η Νταλιντά, για παράδειγμα…
«Την έβρισκα πάντα πολύ όμορφη, μου άρεσε η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα της, το μαργαριταρένιο χαμόγελό της, τα σκούρα μάτια της που πλαισιώνονται από κουρτίνες σκούρων μαλλιών, για να μην αναφέρουμε τα χαρακτηριστικά γυαλιά που δίνουν ακόμη περισσότερη έμφαση στο βλέμμα. Eχει κάτι από τη Μόνα Λίζα αναμφίβολα… Εκπέμπει μια γαλήνια χάρη που δεν είναι έμφυλη, σεξουαλικοποιημένη ή υπερβολικά θηλυκή, αφήνει το πεδίο ελεύθερο για τη μουσική και το τραγούδι. Στην πραγματικότητα, σε γοητεύει με έναν ήπιο τρόπο που δεν είναι ποτέ παρεμβατικός».
Ποιο πιστεύετε ότι είναι το καλύτερο άλμπουμ της καριέρας της; Σας αρέσουν και τα ελληνικά τραγούδια και άλμπουμ της;
«Είναι πολλά. Μου αρέσει το ελληνικό άλμπουμ του 1988 «Οι μύθοι μιας γυναίκας», το αγγλικό άλμπουμ του 1980 «Come with Μe» και φυσικά το «A Girl From Greece Sings» σε παραγωγή του Κουίνσι Τζόουνς στη Νέα Υόρκη το 1962. Στα γαλλικά, έχω αδυναμία στο «La dame de coeur», που κυκλοφόρησε το 1984 και είναι ο πρώτος δίσκος της που άκουσα ολόκληρος. Μου αρέσει πολύ και στα ελληνικά και στα γαλλικά. Το ελληνικό ρεπερτόριο είναι η βάση της ταυτότητάς του. Oλη της η αλήθεια βρίσκεται στους στίχους του Νίκου Γκάτσου, στη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι».
Πότε την είδατε, αλήθεια, να τραγουδάει ζωντανά για πρώτη φορά;
«Το 1986 τραγούδησε στο Olympia, στο Παρίσι. Hμουν 15 χρόνων και είχα ξοδέψει όλες μου τις οικονομίες αλλά και το χαρτζιλίκι μου για να μπορέσω να παρακολουθήσω αυτή τη συναυλία».
Εχετε γίνει πλέον φίλοι. Πώς γνωριστήκατε; Πώς είναι ως άνθρωπος;
«Πρωτογνωριστήκαμε κάνοντας συνεντεύξεις, ήμουν νεαρός δημοσιογράφος τότε. Η σχέση οικειότητάς μας εξελίσσεται τα τελευταία 20 χρόνια, και ακόμη περισσότερο την τελευταία δεκαετία. Είναι μια γυναίκα θυελλώδης, αφοσιωμένη σε ένα και μόνο πάθος, το τραγούδι, τη μουσική. Εμείς, οι κοντινοί φίλοι της, την αποκαλούμε «η τραγουδίστρια», δεν είναι τυχαίο, αυτό είναι πρωτίστως. Είναι βουτηγμένη σε αμφιβολίες, ανασφάλειες και φόβους που η φήμη δεν έχει ακόμη σβήσει. Νομίζουμε ότι είναι κάτι απλό αυτό που κάνει, είναι ωστόσο πολύπλοκο. Η Νάνα είναι πολύ απαιτητική, ψάχνει ένα ιδανικό, μια απόλυτη αλήθεια».
Υπάρχουν σύγχρονες ντίβες που θαυμάζετε όσο εκείνη;
«Προφανώς μου αρέσουν πολλές τραγουδίστριες αλλά, συχνά, αυτές οι σημερινές στερούνται υπεροχής, κομψότητας. Το glamour βρίσκεται σε ύφεση».
Εχετε γράψει τις βιογραφίες πολλών διάσημων γυναικών, από την Εβίτα Περόν και τη Μαρία Κάλλας μέχρι τη Ρόμι Σνάιντερ και την Μπαρμπαρά. Τι κάνει, πιστεύετε, τους ομοφυλόφιλους να λατρεύουν την τραγική ζωή αυτών των προσωπικοτήτων;
«Πράγματι, οι γκέι άνδρες δεν συμπαθούν απλώς αυτές τις γυναίκες, τις λατρεύουν. Με πάθος, με υπερβολές μερικές φορές. Οι τραγωδίες αυτών των γυναικών αναμφίβολα απηχούν τις δικές τους εσωτερικές τραγωδίες».
Ποιο είναι το μήνυμα που θέλατε να περάσετε στο κοινό με αυτό το πόνημά σας;
«Η λέξη «μήνυμα» είναι λίγο βαριά… Με αυτό το βιβλίο – αξίζει να τονιστεί ότι το θεατρικό έργο είναι βασισμένο στο βιβλίο μου που κυκλοφόρησε με τον ίδιο τίτλο στη Γαλλία το 2016 – ήθελα κατά βάση να τιμήσω τη Νάνα. Είναι ένας ζωντανός θρύλος, ένα είδωλο, και είναι σημαντικό να θυμόμαστε και να αποτίνουμε φόρο τιμής σε αυτούς που αγαπάμε και μας έχουν διαμορφώσει. Αλλά ήθελα επίσης να υπογραμμίσω τη δύναμη και την ομορφιά του ονείρου. Δεν είναι το να πιστεύεις στα όνειρά σου ο καλύτερος τρόπος για να πάρεις τον σωστό δρόμο και να πετύχεις στη ζωή;».