Είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ιταλούς συγγραφείς, όπως επίσης ποιητής, που μέσα από το έργο του διερευνά τα όρια της ύπαρξης, της μνήμης και της αναζήτησης της λύτρωσης. Στο πολυσυζητημένο μυθιστόρημά του με τίτλο «Ζητείται σωτηρία» (εκδόσεις Ικαρος), το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Strega Giovani το 2020, ο Ντανιέλε Μενκαρέλι μάς οδηγεί σε ένα συγκλονιστικό ταξίδι στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.

Το βιβλίο βασίζεται στις δικές του εμπειρίες από τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρικό τμήμα υπό καθεστώς αναγκαστικής νοσηλείας. Μέσα από γραφή άμεση, ειλικρινή και ποιητική, ο Μενκαρέλι αφηγείται την ιστορία του Ντανιέλε, ενός νεαρού που αναζητεί νόημα μέσα στον πόνο και στη σύγχυση. Το έργο μεταφέρθηκε με επιτυχία στην οθόνη μέσω της ομώνυμης σειράς του Netflix, προβάλλοντας ζητήματα όπως η ψυχική υγεία, η ανάγκη για κατανόηση και το αέναο κυνήγι νοήματος στη ζωή.

Εχετε προσπαθήσει να πιστέψετε και να υιοθετήσετε διάφορα συστήματα αξιών, όπως αναφέρετε στο βιβλίο σας. Πώς θα ορίζατε τελικά τη σωτηρία και πώς αυτή σας η θέση επηρεάζει τη γραφή σας;

«Η σωτηρία είναι αυτή η στάση, τουλάχιστον από τη δική μου οπτική, να ξεπερνάς το φράγμα τού «εγώ» και να βρίσκεις στους άλλους έναν «τόπο» όπου μπορούν να κατοικήσουν τα συναισθήματά σου, ενώ ταυτόχρονα γίνεσαι κι εσύ ένα «σπίτι» για τα συναισθήματα αυτών οι οποίοι ζουν γύρω σου, αυτών που γνωρίζεις αλλά και αυτών που σου είναι άγνωστοι. Η ζωή είναι η τέχνη της συνάντησης, αν εξασκούμε αυτή την τέχνη με την ψυχή μας, πλησιάζουμε τη σωτηρία. Επιπλέον, αν και δεν πιστεύω, αλλά είμαι «επίδοξος πιστός», δεν μου είναι ξένη η ελπίδα ότι μπορεί να υπάρχει μια σωτηρία πέρα από τη γήινη εμπειρία μας».

Διάβαζα σε μια συνέντευξή σας ότι διαφωνείτε εντελώς με το να σας αποκαλούν «ευαίσθητο ποιητή». Γιατί; Πιστεύετε ότι η λέξη «ευαισθησία» δημιουργεί συνειρμούς που περιορίζουν την κατανόηση του έργου σας;

«Δεν μου αρέσει η έννοια της ευαισθησίας, γιατί συχνά χρησιμοποιείται ως τέχνασμα για να οριστεί κανείς με έναν στατικό, παγιωμένο τρόπο, ενώ η ζωή είναι διαρκής μεταμόρφωση. Λέμε «είμαι ευαίσθητος» περίπου όπως μιλάμε για το ύψος ή το χρώμα των ματιών μας… Προτιμώ την έννοια της ευθραυστότητας, μιας ψυχικής κατάστασης που έχει αδύναμα σημεία, που μπορεί να σπάσει, αλλά που, για να αντέξει τα χτυπήματα, προϋποθέτει ότι πρέπει να γνωρίζουμε τον εαυτό μας κάθε ημέρα και περισσότερο, να βρίσκουμε τα ευάλωτα σημεία του. Οχι για να τα εξαλείψουμε, αλλά για να τα προστατεύσουμε όσο καλύτερα γίνεται».

Στην ίδια συνέντευξη διάβασα ότι συναντήσατε έναν πρώην ασθενή, έναν από αυτούς που περιγράφετε στο βιβλίο σας, στη στάση του λεωφορείου. Τι συναισθήματα σας προκάλεσε και σας προκαλεί η «σύγκρουση» μεταξύ μνήμης και πραγματικότητας;

«Ο συγγραφέας αντλεί από ό,τι του ανήκει – από το βίωμα, το ονειρικό, το φαντασιακό, το ανεκδοτολογικό, το μαρτυρικό. Οταν γράφει, πρέπει να είναι ψυχρός, για να μπορεί να παρατηρεί όσο το δυνατόν καλύτερα αυτό που θέλει να αποτυπώσει στη σελίδα. Αυτό ισχύει για τον συγγραφέα. Ο άνθρωπος Ντανιέλε Μενκαρέλι, όταν ξαναείδε τον Αλεσάντρο σε μια στάση λεωφορείου, απλώς έκλαψε».

Στο βιβλίο σας, ένας άλλος ήρωάς σας λέει ότι από τους γιατρούς μπορεί κανείς να λάβει μόνο μια μικρή βοήθεια, «τα υπόλοιπα εξαρτώνται από εσένα, από τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα, από τη δύναμη με την οποία παίρνεις τη ζωή στα χέρια σου». Ποιες προετοιμασίες και ποια ψυχική ανθεκτικότητα χρειάζονται για να οικοδομηθεί αυτή η «δύναμη»;

«Ο άνθρωπος καταρρέει σε μια μορφή υπαρξιακού αναλφαβητισμού: εκπλησσόμαστε από τα ίδια τα αρχέτυπα της ζωής, όπως η ύπαρξη του θανάτου. Πρέπει να ξαναπιάσουμε τις μεγάλες επιστήμες που βοηθούσαν τον άνθρωπο να διερευνήσει τη φύση του, να τον φέρουν σε επαφή με την ετερότητα, με την καθολικότητα των μεγάλων θεμάτων. Η πρώτη γλώσσα που λείπει από αυτή την εποχή είναι η ποίηση. Εχω ωριμάσει πολύ χάρη σε αυτή τη γλώσσα. Με συγκινεί, λοιπόν, που σε αυτή τη συνέντευξη μπορώ να αναφέρω έναν έλληνα ποιητή που αγάπησα και αγαπώ ακόμα: τον Νάσο Βαγενά».

Πιστεύετε ότι μια έμφυτη ή «θεϊκή» κλίση βοηθάει για να καλλιεργηθεί αυτή η ψυχική ανθεκτικότητα; Οπως, ας πούμε, στην περίπτωσή σας, η συγγραφή αποτέλεσε μια σωτήρια δημιουργική διέξοδο;

«Πιστεύω ακράδαντα στην έννοια του ταλέντου. Δηλαδή, σε μια εγγενή αξία του ατόμου που το ίδιο το άτομο πρέπει να ανακαλύψει και στη συνέχεια να καλλιεργήσει. Οχι για να επιβεβαιωθεί στην κοινωνία, να ανέλθει στις κοινωνικές ιεραρχίες, αλλά για να έρθει σε επαφή με την πιο βαθιά του φύση. Επιπλέον, είναι σίγουρα αλήθεια ότι η γραφή μπορεί να αποτελέσει ένα εξαιρετικό εργαλείο για να κοιτάξουμε τον εαυτό μας από τη σωστή απόσταση, για να παρατηρήσουμε τόσο εμάς όσο και τον κόσμο, το μεγάλο θέατρο της πραγματικότητας».

Πιστεύετε ότι υπάρχει υπερβολική διάγνωση-«συνταγογράφηση» ψυχικών ασθενειών, καταστάσεων ή ιδιαιτεροτήτων; «Ολοι σπεύδουν να χαρακτηρίσουν ως διαταραχή αυτό που μέχρι χθες ήταν απλώς ένα χαρακτηριστικό του ατόμου, αν όχι και μια αρετή» λέει ένας χαρακτήρας σας. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, συμβαίνει αυτό;

«Αυτό είναι ένα ζήτημα της εποχής μας. Πού τελειώνει η λεγόμενη νευρωτικότητα του ανθρώπου και πού αρχίζουν τα συμφέροντα των μεγάλων παγκόσμιων φαρμακευτικών λόμπι; Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε τη νεωτερικότητα και τη μετανεωτερικότητα, εποχές που κληρονόμησαν μια μορφή «υπέρβασης» του ανθρώπου από τον ίδιο τον άνθρωπο. Ωστόσο, παραμένουμε πάντα οι ίδιοι, οι ίδιοι άνθρωποι του Ομήρου, για πάντα ανθρώπινοι.

Και σε αυτή την περίπτωση, για να ξεφύγουμε από την ανεξέλεγκτη ιατρικοποίηση, πρέπει να επαναδιεκδικήσουμε τις μεγάλες ανθρώπινες γλώσσες, την ποίηση που ανέφερα νωρίτερα, αλλά και τη φιλοσοφία, καθώς και το μεγάλο ζήτημα της πνευματικότητας. Να επιστρέψουμε σε έναν κόσμο όπου η επιστήμη εξερευνούσε τους μηχανισμούς, τα «πώς», ενώ οι ανθρωπιστικές επιστήμες επικεντρώνονταν στα «γιατί». Να επιστρέψουμε στην αμφισβήτηση, γνωρίζοντας απόλυτα ότι το ανθρώπινο πεπρωμένο βρίσκεται στην ανανέωση των ερωτήσεων, και όχι στις οριστικές απαντήσεις…».

Πώς πιστεύετε ότι μπορεί να καταπολεμηθεί η προκατάληψη, το στίγμα της ψυχικής ασθένειας;

«Σήμερα υπάρχουν δύο μεγάλα ρεύματα σκέψης, αντίθετα μεταξύ τους, τα οποία συνυπάρχουν χωρίς να συγκρούονται. Από τη μία πλευρά, εξακολουθούν να υπάρχουν εστίες άγνοιας που αντιμετωπίζουν την ψυχική ασθένεια με προκατάληψη, σαν να ήταν κάτι έξω από την ανθρώπινη φύση. Από την άλλη, υπάρχει ένα είδος «νεο-κομφορμισμού», ιδιαίτερα μεταξύ των νέων που μεγάλωσαν στην ψηφιακή εποχή και βρίσκουν κοινή ταυτότητα μέσω των ψυχικών διαταραχών.

Η έλλειψη ιδεολογιών, συλλογικών τελετουργιών, κοινοτικών εμπειριών αντάξιων του ονόματός τους έχει οδηγήσει τους νέους να λένε κατά κάποιον τρόπο το εξής: «Το άγχος που έχεις εσύ είναι το ίδιο με το δικό μου, αυτό μας κάνει ίσους». Για να έχουν κάτι κοινό, τα παιδιά μας βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα στις νευρικές παθολογίες. Ομως η ευθύνη είναι δική μας. Εμείς τους δώσαμε έναν κόσμο φτωχό σε λέξεις και, κυρίως, απελπιστικά φτωχό σε συλλογικές εμπειρίες».

Από την εμπειρία σας, υπάρχει κάποια χώρα, κάποιο κράτος πρόνοιας που καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες ώστε να διαμορφώσει αποτελεσματικές πολιτικές στα συστήματα Υγείας και Δικαιοσύνης;

«Η Ιταλία, με τον Φράνκο Μπαζάλια και τον νόμο που φέρει το όνομά του, το 1978 έκλεισε τα ψυχιατρεία. Ημασταν μια πρωτοποριακή χώρα, που έβλεπε το άτομο όχι μόνο ως φορέα μιας παθολογίας, αλλά ως ένα σύνολο φαινομένων, ένα μοναδικό παζλ που έπρεπε να παρατηρηθεί με αφοσίωση και φροντίδα. Σήμερα κυριαρχεί η βιοχημική προσέγγιση: νιώθουμε άσχημα επειδή έχουμε έλλειψη σεροτονίνης ή ντοπαμίνης. Αλλά, ευτυχώς, αυτή η θεώρηση αρχίζει να φθίνει. Ο άνθρωπος θα επιστρέψει στο να είναι άνθρωπος. Επιβάλλω στον εαυτό μου την εμπιστοσύνη προς τις νέες γενιές και ήδη την έχω σε μεγάλες ποσότητες με ειλικρινή διάθεση».

Το βιβλίο σας έγινε σειρά στο Netflix. Πόσο «αποδίδει» η διάδοση αυτής της συζήτησης μέσα από ένα σίριαλ σε μια δημοφιλή παγκόσμια τηλεοπτική πλατφόρμα;

«Βοηθάει πολύ. Ο κίνδυνος μιας αφήγησης που γίνεται σε συνέχειες, όπως και όλων των αφηγήσεων που απευθύνονται σε ένα διεθνές και πολύ μεγάλο κοινό, είναι η αποδόμηση της πολυπλοκότητας του θέματος. Ωστόσο, η σειρά που βασίζεται στο μυθιστόρημά μου κατάφερε να διατηρήσει ζωντανή την ανθρώπινη ανάγκη που υπήρχε στο βιβλίο, τουλάχιστον αυτή είναι η γενική άποψη. Εχω συνυπογράψει το σενάριο των επεισοδίων.

Πιστεύω, όμως, ότι η επιτυχία του «Tutto chiede salvezza», τόσο όσον αφορά το βιβλίο όσο και τη σειρά, οφείλεται στο γεγονός ότι το κεντρικό θέμα που αναδεικνύει δεν είναι τόσο η ψυχική ασθένεια όσο τα μεγάλα ζητήματα της ύπαρξης. Είμαστε πεινασμένοι για αυτά τα θέματα πάντα και για πάντα, ακόμα κι αν δεν το γνωρίζουμε. Σε αυτές τις ανάγκες μας θα έπρεπε να ανταποκρίνεται ο πολιτισμός».