Η βαθιά μετριοφροσύνη του Ντανιέλ Οτέιγ είναι ένα από τα πράγματα που μου κάνουν αμέσως εντύπωση ενώ κάθομαι για δεύτερη φορά στη ζωή μου στο ίδιο τραπέζι μαζί του, στην ταράτσα του ξενοδοχείου Marriott των Καννών, σχεδόν 22 χρόνια από τον «Αντίζηλο» της Νικόλ Γκαρσιά, επίσης στις Κάννες (και μάλιστα στο ίδιο ξενοδοχείο).
Η ευγένεια και η σεμνότητα του Οτέιγ σε χαλαρώνουν, σου φτιάχνουν τη διάθεση και σε κάνουν να πιστεύεις ότι το αποτέλεσμα της συνάντησης μπορεί είναι μια πολύ όμορφη, «γεμάτη» συζήτηση.
Το θυμάμαι και από την προηγούμενη φορά που τον είδα από κοντά. Η εφετινή συνάντησή μας έγινε με αφορμή την ταινία «Μια συνηθισμένη υπόθεση» (Le fil – προβάλλεται ήδη στους ελληνικούς κινηματογράφους, σε διανομή ΣΠΕΝΤΖΟΣ ΦΙΛΜ), που δεν έφερε τον Οτέιγ μόνο μπροστά αλλά και πίσω από την κάμερα (καθώς και στους ρόλους του συν-σεναριογράφου και του συμπαραγωγού).
Η «Συνηθισμένη υπόθεση» σηματοδοτεί την επιστροφή του Οτέιγ στην καρέκλα του σκηνοθέτη, έξι χρόνια μετά την προηγούμενη ταινία του, «Eρωτευμένος με τη γυναίκα μου» (2018). Πρόκειται επίσης για το ένατο φιλμ στο οποίο συμμετέχει που προβάλλεται σε πρόγραμμα του Φεστιβάλ των Καννών (εν προκειμένω, εκτός συναγωνισμού).
Ο 74χρονος, γεννημένος στο Αλγέρι, ηθοποιός (στις 24 Ιανουαρίου 1950), δεν έχει υπογράψει πολλές ταινίες. Η «Συνηθισμένη υπόθεση» είναι μόλις η πέμπτη του. «Οταν αποφασίζω να σκηνοθετήσω, θέλω πάντα να έχω κάποιον λόγο» είπε.
Σε αυτή την περίπτωση ήταν ο παραγωγός του εκείνος που του έδωσε την ιστορία και είχε επίσης την ιδέα ο Οτέιγ να σκηνοθετήσει ξανά: «Οταν μου το πρότεινε, ήταν κάτι που με έκανε να σκεφτώ αρκετά.
Η σκηνοθεσία δεν είναι εύκολο πράγμα και πιστεύω ότι χρειάζεσαι ένα κίνητρο για να γυρίσεις εσύ, ένας ηθοποιός, μια ταινία. Και θα πρέπει να είναι ισχυρό κίνητρο. Νομίζω ότι το θέμα της ταινίας αυτής ήταν που μίλησε βαθιά μέσα μου και ανανέωσε την επιθυμία να σκηνοθετήσω ξανά.
Οπως επίσης μου μίλησε ο ήρωας που υποδύομαι, ο δικηγόρος Ζαν Μονιέ, ένας άνθρωπος ο οποίος μέσα του υποφέρει πολύ. Γιατί θέλει περισσότερο να σώσει τον πελάτη του, όχι απλώς να τον υπερασπιστεί. Είναι ένας υπέροχος ρόλος που πιστεύω κάθε ηθοποιός θα ήθελε να υποδυθεί».
Γράφοντας το σενάριο
Η «Συνηθισμένη υπόθεση» είναι εμπνευσμένη από μια πραγματική υπόθεση. Ο Οτέιγ, που συνεργάστηκε στη συγγραφή του σεναρίου με τον Στίβεν Μιτζ (βασισμένοι στο βιβλίο του Ζαν-Ιβ Μουαγιάρ), είπε ότι έγραψε τον ρόλο του δικηγόρου Ζαν Μονιέ «ως κάποιου που φέρει μέσα του ένα βαρύ φορτίο ενοχών».
Στο παρελθόν, ο Μονιέ είχε καταφέρει να απαλλάξει κάποιον από την κατηγορία του φόνου, με αποτέλεσμα ο πελάτης του να διαπράξει και άλλον φόνο με το που βγήκε από τη φυλακή. «Αυτό το γεγονός κατέστρεψε τελείως τη ζωή του Μονιέ και τον ώθησε στην απόφαση να παραιτηθεί από το ποινικό δίκαιο, μια τεράστια επαγγελματική κρίση για τον ίδιο» είπε ο Οτέιγ.
«Οπότε 15 χρόνια αργότερα, όταν εμείς οι θεατές τον συναντάμε στην ταινία, ο Μονιέ έρχεται τυχαία και πάλι αντιμέτωπος με κάποιον που επίσης κατηγορείται για δολοφονία (της γυναίκας του) και που δείχνει απελπισμένος. Και παρά το πάθημά του, ή ίσως ακριβώς εξαιτίας αυτού, ο Μονιέ τον πιστεύει. Και τον συμπονά τόσο πολύ που αποφασίζει να εμπλακεί ξανά σε μια ποινική υπόθεση αναλαμβάνοντας την υπεράσπισή του. Θαρρείς ότι η αθώωση του νέου πελάτη του θα είναι η δική του λύτρωση».
Η ειρωνεία είναι ότι ο παραγωγός του Οτέιγ δεν είχε σκεφτεί τον ίδιο τον σκηνοθέτη για τον ρόλο του Μονιέ αλλά κάποιον άλλον, νεότερο ηθοποιό. «Η αρχική ιδέα ήταν ο Ζαν Μονιέ να είναι ένας νεαρός δικηγόρος, οπότε η ταινία να απεικονίζει τις ψευδαισθήσεις του και πώς αυτές καταστρέφονται από την ίδια την ιστορία» είπε σχετικά ο Οτέιγ.
«Ωστόσο εγώ ένιωσα ότι θα ήταν ενδιαφέρον ο δικηγόρος να είναι κάποιος που είχε ήδη χάσει τις ψευδαισθήσεις του, πριν από 15 ολόκληρα χρόνια, και που συναντώντας τον νέο κατηγορούμενο, τον νέο πελάτη, θέλει να εργαστεί ξανά, γιατί βλέπει ότι έτσι θα αναζωπυρωθεί η αγάπη του για τη δικαιοσύνη και τη δουλειά του. Ολοι γνωρίζουμε ότι κάνεις καλά τη δουλειά σου αν την αγαπάς, αλλά ακόμα και τότε υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως συμβαίνει με τον Μονιέ, του οποίου οι προθέσεις ήταν πάντα ενάρετες. Το ότι αγαπάς τη δουλειά σου δεν σημαίνει ότι την κάνεις πάντα καλά».
Αναζητώντας την ανθρωπιά
Παρατηρώ ότι ο Ντανιέλ Οτέιγ μιλάει χαμηλόφωνα, αφού πρώτα επεξεργάζεται καλά στο μυαλό του την κάθε απάντηση που πρόκειται να δώσει. Επιλέγει με προσοχή τις λέξεις του, όχι επειδή δεν θέλει να εκτεθεί, αλλά επειδή απλώς αυτή είναι η φύση του.
«Επίσης», συνεχίζει, «ήταν η ανθρωπιά μέσα στο δικαστήριο, κεκλεισμένων των θυρών, αυτή που μου κίνησε την περιέργεια στο εγχείρημα αυτό. Ολοι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η αίθουσα του δικαστηρίου είναι ένα μέρος όπου συναντάς τα χειρότερα τέτοια παραδείγματα. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, στην υπόθεση δεν υπάρχουν αποδείξεις, δεν υπάρχει καν κίνητρο. Μένει μόνο το πώς ο καθένας θα «διαβάσει» την κατάσταση.
Η κατηγορούσα αρχή καταθέτει κάποια στοιχεία στη δίκη, από τα οποία οι ένορκοι θα πρέπει να αποφασίσουν. Για εμένα πάντως, προκειμένου να υπερασπιστεί άλλους ανθρώπους, ένας δικηγόρος πρέπει να κοιτάξει βαθιά μέσα του και να προσπαθήσει να βρει την ανθρωπιά. Αυτή ήταν η βάση της ιστορίας μου, για την οποία χρησιμοποίησα πραγματικά γεγονότα έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια αφήγηση».
Από το δράμα στην κωμωδία
Ξεφεύγοντας λίγο από το θέμα της ταινίας, η συζήτηση αγγίζει τη γενικότερη πορεία του Οτέιγ. «Μου αρέσουν οι ηθοποιοί που συνδυάζουν τη δύναμη με την ευθραυστότητα και αυτόν τον συνδυασμό οφείλω να πω ότι τον εκτιμώ κυρίως στις γυναίκες συναδέλφους» σχολίασε όταν του ανέφερα την εμφανή κλίση του στο δράμα.
«Συνήθως από τις ηθοποιούς ζητούν να είναι πάντα ωραίες, ποτέ κουρασμένες. Εμείς οι άνδρες δεν είμαστε υποχρεωμένοι να φαινόμαστε ωραίοι».
Ωστόσο, η ευχέρεια με την οποία (όχι συχνά) ταλαντεύεται από το δράμα στην κωμωδία είναι χαρακτηριστική. Εξάλλου, η προηγούμενη ταινία που ο Οτέιγ σκηνοθέτησε, με τίτλο «Ερωτευμένος με τη γυναίκα μου», είναι μια κομεντί στην οποία και πάλι πρωταγωνιστεί ο ίδιος δίπλα στον Ζεράρ Ντεπαρντιέ, με τον οποίο έχει παίξει πολύ στον κινηματογράφο. «Δεν είναι πιο δύσκολο να παίξεις σε μια κωμωδία» είπε.
«Βεβαίως, οι κωμωδίες που επιλέγω να παίξω είναι κωμωδίες καταστάσεων. Νομίζω ότι το όλο ζήτημα είναι να μπορείς να κατευθύνεις τον κόσμο προς τα κάπου και με αυτή την έννοια δεν είμαι υποχρεωμένος να κάνω τον κωμικό.
Αν με ρωτήσετε τι προτιμώ να παίζω, θα σας πω «τα πάντα»». «Μου αρέσει να διηγούμαι ιστορίες, είτε κωμωδίες λέγονται αυτές είτε δράματα. Δεν μπορούμε να επιλέξουμε την επιτυχία, μπορούμε μόνο να κάνουμε τη δουλειά μας. Είναι όμως καλό να κάνουμε επιτυχίες, γιατί αυτό μάς προσφέρει την ελευθερία για πιο απαιτητικές επιλογές».