Περί το 1482, σε ηλικία 30 ετών, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, γιος του Μεσέρ Πιέρο ντα Βίντσι, συμβολαιογράφου μιας μικρής πόλης της Τοσκάνης, γνωστό πρόσωπο της κοινωνίας της Φλωρεντίας, απηύθυνε μια επιστολή στον Λουδοβίκο Σφόρτσα με την οποία επεδίωκε να θέσει στην υπηρεσία του ισχυρού δούκα του Μιλάνου τις πολυάριθμες ικανότητές του. Για δέκα ολόκληρες παραγράφους προέτασσε τις γνώσεις του στη μηχανική – την ευχέρειά του στον σχεδιασμό γεφυρών, καναλιών, κανονιών, θωρακισμένων οχημάτων. «Μόνο στο τέλος της ενδέκατης παραγράφου προσθέτει πως είναι και καλλιτέχνης» επισημαίνει στην πιο πρόσφατη, εξαντλητική και γλαφυρή βιογραφία του («Leonardo Da Vinci – Η βιογραφία μιας μεγαλοφυΐας», εκδ. Ψυχογιός) ο Γουόλτερ Αϊζακσον: «Ομοίως, στη ζωγραφική μπορώ να δημιουργήσω οτιδήποτε είναι δυνατόν».
Ο άνθρωπος που ήδη στον καιρό του θα αποκτούσε τη φήμη ενός από τους κορυφαίους ζωγράφους όλων των εποχών προτιμούσε ενίοτε να βλέπει τον εαυτό του ως μηχανικό. Ακούγεται ίσως παράδοξο για εμάς, για εκείνον όμως δεν ήταν αντιφατικό. Σε όλη τη σταδιοδρομία του καθοδηγούνταν από οξυμμένη παρατηρητικότητα και ακόρεστη περιέργεια. Δεν του αρκούσε η παραδεδεγμένη γνώση για να ζωγραφίσει, χρειαζόταν την πειραματική τεκμηρίωση της φωτοσκίασης, της ροής του νερού, της κίνησης των ανθρώπινων μυών. Δεν του έφτανε η εμπειρική μάθηση της φύσης των πραγμάτων, ζητούσε να την αναγάγει σε γενικότερους κανόνες. Ισορροπώντας μεταξύ της προσωπικής του απόλαυσης της τέχνης και της ανάγκης για ισχυρούς πάτρωνες που θα του εξασφάλιζαν οικονομική ανεξαρτησία, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι πορεύθηκε για σχεδόν σαράντα χρόνια μεταξύ Φλωρεντίας, Μιλάνου, Ρώμης και Γαλλίας και κατέλιπε στην Ιστορία το πρότυπο του κατεξοχήν πολυμαθούς «αναγεννησιακού ανθρώπου».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.