Αετοί που κυνηγάνε το θήραμά τους καθ’ υπόδειξη των εκπαιδευτών τους, παιχνίδια ευφυΐας και στρατηγικής που θυμίζουν το σκάκι, τοξοβολία πάνω σε άλογα, διελκυστίνδα, πάλη που θυμίζει τζούντο, πάλη που θυμίζει σούμο ή ολίγη από ελληνορωμαϊκή. Η μεγάλη ατραξιόν; Ενα παιχνίδι όπου οι παίκτες χρησιμοποιούν τα γυμνά τους χέρια και το αποκεφαλισμένο σώμα μιας κατσίκας. Οι Παγκόσμιοι Νομαδικοί Αγώνες (World Nomad Games) ή άτυπα «Ολυμπιακοί Αγώνες των νομάδων» δεν είναι ιδιαίτερα γνωστοί στη Δύση, αλλά μόλις ακούσεις για αυτούς θέλεις να μάθεις πολύ περισσότερα. Εκτός βέβαια και αν είσαι ο Στίβεν Σιγκάλ και λαμβάνεις προσωπική ενημέρωση και βεβαίως και πρόσκληση για να παρευρεθείς σε αυτούς, δεδομένου ότι ο χολιγουντιανός ηθοποιός ήταν παρών στην τελετή έναρξης των αγώνων του 2016 στο Κιργιστάν και εκείνος που άνοιξε την παρέλαση των αντιπροσωπειών ντυμένος με παραδοσιακή στολή Κιργιζίου.

Για τους υπόλοιπους που αγνοούν την ύπαρξη των συγκεκριμένων «Ολυμπιακών» υπάρχει το ιδιαίτερα ενημερωτικό site (worldnomadgames.com) της διεθνούς αυτής αθλητικής διοργάνωσης, η οποία έχει ως στόχο να αναδείξει και να διατηρήσει τον πολιτισμό, την ταυτότητα και τους τρόπους ζωής των λαών της Κεντρικής Ασίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Υπάρχουν όμως και οι φωτογραφίες του Ελβετού Ρενέ Χαμπερμάχερ, ο οποίος, αφότου διάβασε ένα άρθρο σε εφημερίδα για τους τελευταίους αγώνες οι οποίοι θα διοργανώνονταν τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε, αποφάσισε να ταξιδέψει μέχρι την πάλαι ποτέ Δημοκρατία της Σοβιετικής Ενωσης, για να αποτυπώσει με τον φακό του τη μοναδική ατμόσφαιρα αυτής της πολυφυλετικής και πολυπολιτισμικής γιορτής. Εκεί, στις όχθες της λίμνης Ισίκ-Κουλ και στην πόλη Τσόλπον Ατα, στους βασικούς δηλαδή χώρους όπου πραγματοποιούνται οι αγώνες, περιπλανήθηκε με τη φωτογραφική μηχανή του ανάμεσα στους ιδιαίτερα φιλικούς λαούς, οι οποίοι, όπως αποδείχθηκε, υποδέχονται με μεγάλη χαρά τους δυτικούς ταξιδιώτες.

Είδε λοιπόν ανθρώπους ιδιαίτερα περήφανους για την καταγωγή και τον πολιτισμό τους, γυναίκες ακόμα και σε προχωρημένη εγκυμοσύνη να συμμετέχουν σε ορισμένα από τα αγωνίσματα, όπως η τοξοβολία, αφότου είχαν ταξιδέψει πολλά μίλια για να είναι παρούσες, παρακολούθησε αθλήματα που δεν μπορείς να τα πεις ακριβώς «ευγενή» και κατέγραψε με τον δικό του, ιδιαίτερο τρόπο την ατμόσφαιρα αυτής της μεγάλης γιορτής.

«Το πιο δημοφιλές και εντυπωσιακό αγώνισμα είναι το λεγόμενο Kok Boru, το οποίο είναι ίδιο µε το Buzkashi, το εθνικό άθληµα του Αφγανιστάν. Μοιάζει με το πόλο, μόνο που αντί για μπάλα και μπαστούνια οι παίκτες παίζουν με τα χέρια τους και με το αποκεφαλισμένο σώμα μιας κατσίκας ή ενός προβάτου. Η ομάδα που βάζει το κουφάρι στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας κερδίζει και παίρνει ως τρόπαιο το κρανίο του πεθαμένου ζώου! Αυτό ήταν και το αγώνισμα στο οποίο αμφισβητούνταν οι αποφάσεις των εποπτών από τους παίκτες σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στα υπόλοιπα» περιγράφει ο Χαμπερμάχερ. Οι ρίζες του Kok Boru και του Buzkashi είναι πολύ βαθιές και φτάνουν σε εποχές προ Χριστού, όταν οι άνδρες πήγαιναν για κυνήγι και άφηναν τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους με τα βοοειδή. Oταν επέστρεφαν και έβλεπαν ότι λύκοι είχαν επιτεθεί στα ζώα τους, τους κυνηγούσαν, τους σήκωναν από το έδαφος, τους σκότωναν και τους πετούσαν ο ένας στον άλλο. Σήμερα, στο αγώνισμα δεν χρησιμοποιείται το πτώμα αληθινού ζώου αλλά ένα ομοίωμά του. Πάντως, σε πολλά από τα αγωνίσματα συμμετέχουν (ζωντανά) ζώα, συνήθως άλογα – τα οποία μάλλον δεν καλοπερνάνε πάντα. Στο Er Enish, για παράδειγμα, δοκιμάζεται σκληρά η αντοχή τους, δεδομένου ότι οι αναβάτες τους παλεύουν ως έφιπποι και κερδίζει όποιος καταφέρει να ρίξει τον άλλον από τη ράχη του αλόγου. Αν και ξενίζουν τον φιλόζωο Δυτικό αυτού του είδους τα αγωνίσματα, η οργανωτική επιτροπή των αγώνων μάς προτρέπει να θυμόμαστε ότι οι νομαδικοί λαοί «δεν ήταν πολεμοχαρείς, αλλά περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους παίζοντας παιχνίδια που απαιτούσαν σωματική ή πνευματική ρώμη».

Στους Παγκόσμιους Αγώνες Νομάδων διοργανώνεται και ένα μεγάλο εθνογραφικό φεστιβάλ όπου οι λαοί παρουσιάζουν τη μουσική τους, τις φορεσιές τους, το θέατρό τους, τη λαϊκή τους τέχνη, τους τρόπους με τους οποίους αφηγούνται ιστορίες, αλλά και την αρχιτεκτονική τους, κοινώς τους διαφορετικούς τύπους γιουρτ (τέντες με περίτεχνο εσωτερικό που είναι γνωστές πρωτίστως χάρη στον πολιτισμό των Μογγόλων). «Αυτό που μου έκανε τελικά τη μεγαλύτερη εντύπωση, ακόμα μεγαλύτερη και από το Kok Boru, ήταν ότι οι παρευρισκόμενοι ήθελαν να επικοινωνήσουν και να μοιραστούν πράγματα μεταξύ τους. Ηταν κάτι εντελώς διαφορετικό από οποιαδήποτε άλλη αθλητική διοργάνωση έχω παρευρεθεί, όπου πάντα νιώθεις στην ατμόσφαιρα τον ανταγωνισμό. Εκεί η ατμόσφαιρα ήταν φιλική και ένιωσα ότι αυτοί οι αγώνες διοργανώνονται περισσότερο για να έρθουν οι φυλές κοντά, να γιορτάσουν όσα τους ενώνουν και να γνωριστούν καλύτερα. Είναι και μια πολιτική κίνηση προκειμένου να βρεθούν κοινοί τόποι ανάμεσα στις χώρες της περιοχής (σ.σ.: και όχι μόνο) και είναι πολύ ενδιαφέρον για την εποχή μας».

Για τον Χαμπερμάχερ η Δημοκρατία της Κιργιζίας αποτελεί τον ιδανικό τόπο διεξαγωγής των αγώνων δεδομένου ότι περικλείεται από χώρες όπως το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν, το Καζακστάν, οι οποίες βέβαια δίνουν ηχηρό «παρών» στους αγώνες. «Πολίτες από τις γειτονικές χώρες μπαίνουν στα αυτοκίνητά τους και διασχίζουν τα σύνορα για να τους παρακολουθήσουν» θα πει. «Οι επόμενοι αγώνες θα διοργανωθούν στην Αττάλεια το 2020, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο θα είναι το ίδιο εύκολη και άμεση η πρόσβαση σε αυτή την περιοχή για την πλειονότητα των νομαδικών λαών». Το Κιργιστάν είναι βέβαια και δικαιωματικά ο τόπος διεξαγωγής των αγώνων, καθώς ξεκίνησαν εκεί το 2014, έπειτα από μια ιδέα του τέως προέδρου της χώρας, Αλμάζμπεκ Αταμπάγεφ. Ηδη από το 2012 είχε αρχίσει να μορφοποιεί το φιλόδοξο σχέδιο στο μυαλό του για την αναβίωση του ολυμπιακού ιδεώδους που θα προωθούσε τη σύμπνοια και την κατανόηση μεταξύ των λαών αλλά βεβαίως θα συνέβαλλε δραματικά και στην τουριστική ανάδειξη της – απομονωμένης και σχετικά άγνωστης στον Δυτικό κόσμο –
χώρας.

Σύντομα βρήκε υποστήριξη από το Αζερμπαϊτζάν, το Καζακστάν και την Τουρκία και η παρθενική διοργάνωση ήταν γεγονός. Εκτοτε οι αγώνες πραγματοποιούνται κάθε δύο χρόνια με γεωμετρικά αυξανόμενη επιτυχία. Για παράδειγμα, στους πρώτους αγώνες εμφανίστηκαν 589 αθλητές από 19 χώρες σε 10 αγωνίσματα, στους δεύτερους, του 2016, 1.200 αθλητές από 62 χώρες σε 26 αγωνίσματα και στους τρίτους, του 2018, 2.000 αθλητές από 82 χώρες σε 37 αγωνίσματα. Υπολογίζεται δε ότι τους τελευταίους αγώνες τούς παρακολούθησαν από τους δέκτες τους περί τα 800 εκατομμύρια άτομα. Σημειωτέον, όπως πιστοποιεί ο Χαμπερμάχερ τουλάχιστον, η τελευταία διοργάνωση ήταν άψογη και η υποδοχή και τα κομφόρ για τους επαγγελματίες του Τύπου υψηλού επιπέδου. Τα βλέμματα των νομαδικών λαών είναι πλέον στραμμένα στην Αττάλεια το 2020. Το ίδιο και τα δικά μας.

Ρενέ Χαµπερµάχερ

Από τους νομάδες στον Δημήτρη Παπαϊωάννου

Oπως δηλώνει ευθύς εξαρχής στο site renehabermacher.com,
ο Ρενέ Χαμπερμάχερ έχει γεννηθεί στην Ελβετία, συγκεκριμένα στην πόλη Φράουενφελντ, κατοικεί στο Παρίσι αλλά είναι «Ελληνας στην καρδιά». Οι δεσμοί του με τη χώρα έχουν βάθος και διάρκεια, ενώ μεταξύ άλλων έχει υπάρξει συνεργάτης του Δημήτρη Παπαϊωάννου, καθώς φωτογραφίες του έχουν χρησιμοποιηθεί ως οπτικό υλικό στις παραστάσεις «Μήδεια» (αφίσα και κατάλογος παράστασης) και «Μέσα» (κατάλογος παράστασης). Ο Χαμπερμάχερ έχει συνεργαστεί επίσης με το Ιδρυμα ΔΕΣΤΕ αλλά και με την εικαστικό Εφη Σπύρου. «Οταν ήμουν μικρός, ήθελα να γίνω αρχαιολόγος. Είχα εμμονή με τη μυθολογία και τον ελληνικό και τον αιγυπτιακό πολιτισμό. Το όνειρό μου λοιπόν ήταν να επισκεφθώ κάποια στιγμή την Ελλάδα, κάτι που τελικά συνέβη για πρώτη φορά το 1992. Πήγα στη Θεσσαλονίκη και στο Αγιον Ορος ενώ αργότερα, στα επόμενα ταξίδια μου, βρέθηκα από τη Νότια Πελοπόννησο έως τον Εβρο, αλλά και στα νησιά του Σαρωνικού, στις Κυκλάδες, στην Κρήτη και αλλού» θα πει στο BHΜΑgazino.

Ο Ρενέ Χαμπερμάχερ έχει ζήσει στην Αθήνα περίπου τέσσερα χρόνια και διατηρούσε μάλιστα το στούντιό του στην περιοχή του Ψυρρή και στη «δύσκολη» οδό Ευριπίδου. Πλέον, όταν έρχεται στην Ελλάδα μένει στην Κυψέλη και δουλεύει πάνω στο εν εξελίξει πρότζεκτ «This is Athens». «Μέσω αυτού διερευνώ την έννοια του τσολιά, ενός αμιγώς ελληνικού εθνικού συμβόλου, μια και προσπαθώ να αρθρώσω ένα σχόλιο για την πολιτιστική κληρονομιά και την εθνική ταυτότητα». Για αυτόν τον σκοπό την επόμενη φορά σκοπεύει να ταξιδέψει μέχρι τη Νάουσα για να δει από κοντά το έθιμο με τις Μπούλες και τους Γενίτσαρους. Κατά τ’ άλλα, όταν δεν δουλεύει τα προσωπικά πρότζεκτ του ασχολείται με τη φωτογραφία μόδας και δημοσιεύει δουλειά του σε περιοδικές εκδόσεις όπως οι «Vogue Japan», «L’Uomo Vogue», «Numéro Paris», ενώ έχει συνεργαστεί με οίκους όπως οι Bulgari, L’Οreal, Shu Uemura, Issey Miyake και Christian Dior. Μάλιστα, έχει συμπεριληφθεί στη λίστα με τους δέκα πιο σημαντικούς φωτογράφους για τη δεκαετία 2000-2009 στο λεύκωμα «Coming into Fashion. A Century of Photography at Condé Nast» (εκδόσεις Prestel) υπό την επιµέλεια της ιστορικού τέχνης ειδικευµένης στη φωτογραφία Νάταλι Χερσντόρφερ. Αυτόν τον καιρό μαθαίνει να παίζει τζουρά, το μουσικό όργανο που θεωρείται μια μικρογραφία του μπουζουκιού, ενώ τελειοποιεί τα ήδη πολύ καλά ελληνικά του.