«Πουπουλένιος». Εργο αμφίσημο. Είναι ψυχολογικό θρίλερ; Μαύρη κωμωδία; Τρομακτικό παραμύθι ή πολιτικό σχόλιο για την εξουσία της βίας, φτιαγμένο με τα πιο εφιαλτικά υλικά της παιδικής κακοποίησης; Το θεατρικό έργο του Μάρτιν Μακ Ντόνα, γραμμένο το 2003, μοιάζει να βάζει στο μίξερ την απόκοσμη γοητεία του Τιμ Μπάρτον με δόσεις από το παράλογο σύμπαν του Κάφκα.
Τόπος δράσης κάποιο ολοκληρωτικό καθεστώς. Κεντρικός ήρωας είναι ο Κατούριαν, ένας συγγραφέας ιστοριών τρόμου. Συλλαμβάνεται ως ύποπτος για την αποτρόπαια δολοφονία τριών μικρών παιδιών, καθώς τα θύματα βρήκαν τον ίδιο βασανιστικό θάνατο με εκείνον που περιγράφεται στις ιστορίες του: το ένα καταπίνει μήλα γεμισμένα με ξυράφια, το άλλο χτυπιέται με μπαλτά, το τρίτο σταυρώνεται και θάβεται ζωντανό.
Μήπως, όμως, ο δολοφόνος είναι ο διανοητικά καθυστερημένος αδελφός του Μίσαλ, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει το καλό από το κακό; Μέσα από τη σωματική και ψυχολογική ανάκριση δύο αστυνομικών, που κουβαλούν τους δικούς τους σκελετούς στην ντουλάπα, και τον λαβύρινθο της σκέψης του Κατούριαν αποκαλύπτεται ένας κύκλος βίας που ξεκινά από τα παιδικά του χρόνια.
Η ευθύνη της τέχνης
Συναντώ τον ηθοποιό, σεναριογράφο και συγγραφέα Νίκο Πουρσανίδη στο Σύγχρονο Θέατρο. Ερμηνεύει τον Κατούριαν. Στην πέμπτη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη Νικορέστη Χανιωτάκη, δηλώνει ευτυχής που συναντά τον «Πουπουλένιο» και ανταμώνει στη σκηνή με τον Αργύρη Αγγέλου (υποδύεται τον διανοητικά καθυστερημένο αδελφό του Μίσαλ) και τους Αλέκο Συσσοβίτη και Γεράσιμο Σκαφίδα, που υποδύονται τους αστυνομικούς Τουπόλσκι και Αριελ αντίστοιχα.
Τι επιζητεί να φωτίσει αυτό το περίεργο κείμενο; Χαμογελά. «Το να επιθυμείς συγκεκριμένες απαντήσεις είναι άδικο, νομίζω, για το ίδιο το έργο. Εάν με ρωτάτε, θέλει να φωτίσει την ανάγκη να μιλάς ελεύθερα χωρίς περιορισμούς, τη βία απέναντι στα παιδιά, τα τραύματα που όλοι μπορούμε να φέρουμε από την παιδική ηλικία, την ανάγκη να υπάρχει μέσα στον ανθρώπινο βίο ελπίδα».
Οπως υπογραμμίζει, είναι ευλογία και πρόκληση να ενσαρκώνεις τον Κατούριαν. «Νομίζω πως πίσω του κρύβεται ο ίδιος ο Μακ Ντόνα με τα ταραγμένα παιδικά χρόνια. Ουσιαστικά, ο Κατούριαν, όταν απευθύνεται στο κοινό, σπάει τον τέταρτο τοίχο, διηγούμενος αυτές τις άγριες ιστορίες που είχε γράψει στην πραγματικότητα ο Μακ Ντόνα και δεν εξέδιδε κανείς. Μοιάζει ο συγγραφέας να καραδοκεί πίσω από κάθε βήμα του ήρωά του».
Φυσικά, ένα ακόμη ερώτημα που τίθεται είναι η ευθύνη του συγγραφέα. «Μέσα από τα λόγια του Κατούριαν διαφαίνεται ότι το πρωταρχικό καθήκον ενός παραμυθά είναι να διηγηθεί μια ιστορία χωρίς να έχει στόχο ούτε να εμπνεύσει ούτε να αποθαρρύνει. Σκεφτείτε τον Superman. O δημιουργός του δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάποια παιδιά θα έπεφταν από τον τρίτο όροφο διαβάζοντας το κόμικ του. Είναι ένα μεγάλο ερώτημα η ευθύνη της τέχνης σε αυτό το επίπεδο. Προσωπικά, πιστεύω ότι μας επηρεάζει, αλλά, όπως λέει και ο Ταραντίνο, δεν νομίζω ότι εάν δεις το «Kill Bill» θα πάρεις ξαφνικά μια σπάθα και θα θερίσεις κόσμο. Νομίζω ότι η τέχνη δεν σπρώχνει στη βία, αντίθετα στη μεγάλη ανάγκη νοηματοδοτεί».
Για τα παιδιά
Στο τραπέζι έρχεται το ζήτημα της παιδικής κακοποίησης. Γιατί κάθε ημέρα εμφανίζεται και ένα καινούργιο περιστατικό;
«Νομίζω πως όλα αυτά, δυστυχώς, με έναν τρόπο συνέβαιναν πάντα. Πλέον, ευτυχώς, βγαίνουν προς τα έξω. Με σοκάρει η κακοποίηση ενός παιδιού από έναν μεγαλύτερό του, την ίδια στιγμή που με σοκάρει η ίδια η βία μεταξύ των ανηλίκων. Ο γιος μου είναι δέκα ετών. Προσπαθείς να μεγαλώσεις ένα παιδί που να είναι ευγενικό, αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να του μάθεις να αμύνεται. Θα μου πείτε: αυτό δεν συνέβαινε πάντα; Νομίζω πως πλέον τα πράγματα δυσκόλεψαν. Ο Ντέιβ Σαπέλ, σε ένα stand-up του, περιγράφει μια χαρακτηριστική ιστορία: Μια ημέρα, μαθητής, βρισκόταν στο σχολείο και παρακολουθούσε με τους συμμαθητές του την εκτόξευση του διαστημικού λεωφορείου «Challenger», που εξερράγη λίγα δευτερόλεπτα αφού βρέθηκε στον αέρα.
Οι τηλεοράσεις αμέσως έκλεισαν και τα παιδιά στάλθηκαν σπίτι. Είχαν σοκαριστεί όλοι. Σήμερα, με όλη αυτή την πληροφορία που δεχόμαστε μέσω του Internet, είναι σαν να εκρήγνυται ένας πύραυλος κάθε πέντε λεπτά. Και αυτό, τελικά, αποχαυνώνει· παθαίνεις ανοσία απέναντι στη φρίκη. Βλέπεις ένα παιδί στη Γάζα ή στην Ουκρανία να υποφέρει και απλά προχωράς στην επόμενη είδηση. Το πολεμώ. Υπάρχει μία εικόνα που με τάραξε βαθιά: Την πρώτη ημέρα της κήρυξης του πολέμου στην Ουκρανία, ένα κοριτσάκι που το κρατάει η μαμά του στο καταφύγιο φοράει ακόμη τη σχολική του τσάντα. Ενα παιδί πήγαινε στο σχολείο και ξαφνικά ξέσπασε πόλεμος».
Αυτή ήταν, μάλιστα, μία από τις εικόνες που τον οδήγησαν να γράψει το δεύτερο βιβλίο του, που σύντομα αναμένεται να εκδοθεί από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο. Σημειώνεται ότι το συγγραφικό του ντεμπούτο με το «Πέρα από το δάσος & Η μαγεμένη καρυδιά» (εκδ. Καλειδοσκόπιο) απέσπασε κρατικό βραβείο Εφηβικού-Νεανικού Βιβλίου. «Η νέα νουβέλα μου έχει θέμα τη γενοκτονία των Ποντίων, με έναν ήρωα που σώζει παιδιά. Ενιωσα αυτή την ανάγκη μπαίνοντας στο σύμπαν του «Πουπουλένιου». Λέω: «Δεν γίνεται, έστω και στη φαντασία μου κάποιος πρέπει να σώσει τα παιδιά»».
Διεθνής πορεία
Ο ίδιος δεν σταματά να διευρύνει τα όριά του πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Ισως τον καθόρισε η αρχή του. Μικρός αδελφός του ηθοποιού Δημήτρη Αλεξανδρή, συμμετείχε μόλις στα 14 του στην πρώτη του ταινία, το «Πες πως μ’ αγαπάς» (1997) της Κωστούλας Τωμαδάκη, για να ακολουθήσει το «Κάθε Σάββατο» (1999) του Βασίλη Βαφέα. Εχοντας περάσει στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος τον χρίζει πρωταγωνιστή του στην ταινία «Το λιβάδι που δακρύζει» (2004).
Αργότερα, περιζήτητος σε σινεμά, θέατρο και τηλεόραση, αποφασίζει να φύγει στο Λονδίνο μαζί με τη σύντροφό του Κατερίνα Παπαδοπούλου, η οποία σήμερα δραστηριοποιείται με το γραφείο ΚP Talent Management ως ατζέντης διεθνών ηθοποιών σε παραγωγές του εξωτερικού.
Αγνωστος μεταξύ αγνώστων, και όμως η απόφασή του τον δικαιώνει. Μεταξύ άλλων, κερδίζει έναν ρόλο στην ταινία του Στίβεν Φρίαρς «Το πρόγραμμα» (2015). Η εμπειρία στο Λονδίνο πολύτιμη. Εκεί θα παντρευτεί τη γυναίκα του, εκεί θα γεννηθεί και ο γιος του, ο οποίος παίζει καθοριστικό ρόλο στην απόφασή τους να γυρίσουν στην Ελλάδα. Και πλέον, με βάση του πια τη χώρα μας, ο ίδιος δεν σταματά να διεκδικεί ρόλους σε διεθνείς παραγωγές.
Για παράδειγμα, δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω για τη συμμετοχή του στην ταινία «Επιχείρηση: Dirty Angels» (βγήκε πρόσφατα στους κινηματογράφους) δίπλα στην Εύα Γκριν, με την υπογραφή του Μάρτιν Κάμπελ, του διάσημου σκηνοθέτη που βρίσκεται, μεταξύ άλλων, πίσω και από δύο ταινίες Τζέιμς Μποντ, το «GoldenEye» (1995) αλλά και το «Casino Royale» (2006).
«Η ταινία γυριζόταν στη Θεσσαλονίκη. Εψαχναν κάποιους ρόλους, αλλά δεν ήθελαν Ελληνες γιατί χρειάζονταν ηθοποιούς με αμερικανική προφορά. Η casting director αναζητώντας άτομα ήρθε σε επαφή με τη σύζυγό μου Κατερίνα. Με πρότεινε. Τους άρεσα, αλλά υπήρχε το ζήτημα της προφοράς. «Εάν κάνει ειδικά μαθήματα;» τους πρότεινε. Εχω μια έφεση στις γλώσσες και κάπως τα κατάφερα τελικά με τρία μαθήματα. Βρέθηκα στο σετ.
Το προηγούμενο βράδυ διαπίστωσα ότι διευθυντής φωτογραφίας ήταν ο Ντέιβιντ Τάτερσαλ, έχοντας στο ενεργητικό του τρία «Star Wars» αλλά και την ταινία «Το πράσινο μίλι» του 1999. Η Γκριν μπήκε στο σετ αγκαζέ με τον Κάμπελ, έβλεπες αυτή τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ αυτών των δύο ανθρώπων. Είχαμε μια δύσκολη σκηνή μαζί. Επρεπε να της μιλήσω πολύ άσχημα ως συνταγματάρχης της σε δικαστήριο. Ο Κάμπελ αποδείχθηκε ένας πολύ δοτικός σκηνοθέτης, όπως και η Γκριν. Κάναμε πρόβα. «Θα ξεκινήσουμε από τα κοντινά της Εύα για να λυθείς» μου είπε. Τα πράγματα κύλησαν άψογα. Στο τέλος με πλησίασε. «Εκανες εξαιρετική δουλειά», μου είπε, «θα συνεργαστούμε ξανά». Ηταν τόσο γενναιόδωρο αυτό το «μπράβο». Εμείς στην Ελλάδα δεν το λέμε συχνά. Πόσω μάλλον σε ηθοποιούς που δεν είναι οι πρωταγωνιστές της ταινίας».
Δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω και για τη συνεργασία του με τον Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ στο εφετινό «Killer Heat». Μιλάει για έναν επίσης απίστευτα δοτικό ηθοποιό. «Καταλήξαμε να δείχνουμε ο ένας στον άλλον φωτογραφίες των παιδιών μας» λέει γελώντας. «Ηταν βέβαια ένα περιπετειώδες γύρισμα. Από ένα λάθος του βοηθού σκηνοθέτη διαπιστώσαμε στο σετ ότι δεν είχε έρθει ποτέ στα χέρια μου μία σκηνή. Ολοι πανικοβλήθηκαν. «I will be amazing» προσπαθούσα να τους καθησυχάσω. Καθίσαμε με τον Λέβιτ και κάναμε την πρόβα. Υποδυόμουν έναν Ελληνα. Κάναμε μάλιστα και διορθώσεις σε λέξεις στο σενάριο. «Αυτό δεν θα ήταν κάτι το οποίο θα έλεγε ένας Ελληνας, δεν νομίζεις;» μου είπε. Και είχε δίκιο».
Την ίδια στιγμή, μπορεί κανείς να τον απολαύσει στη σουηδική σειρά «Επιθεωρητής Μπέκστρομ», που προβάλλεται από το Ertflix, ενώ στο βιογραφικό του μεταξύ άλλων βρίσκεται και η συμμετοχή του στην ταινία «Η χαμένη κόρη» (2021) της Μάγκι Τζίλενχαλ, με πρωταγωνιστές τους Ολίβια Κόλμαν, Τζέσι Μπάκλεϊ, Ντακότα Τζόνσον, Πίτερ Σάρσγκαρντ και Εντ Χάρις.
Τα καλά νέα, βέβαια, δεν σταματούν. Γιατί ο ίδιος υπογράφει το σενάριο, μαζί με τον Φίλιππο Τσίτο, μιας διεθνούς συμπαραγωγής που ήδη εξασφάλισε χρηματοδότηση για το development από το ΕΚΚΟΜΕΔ. «Είμαστε σε συνομιλίες με γερμανούς και βούλγαρους παραγωγούς. Εχουμε ξένα κανάλια που ενδιαφέρονται. Πρόκειται για ένα «dramedy». Σκεφτείτε ένα «Breaking Bad» με θέμα την αρχαιοκαπηλία».
Προσεχώς αναμένεται και η τηλεοπτική του επιστροφή. Υπογράφει το σενάριο μιας πρωτότυπης σειράς, ενός «Σέρλοκ Χολμς» σε ελληνικά μέτρα και σταθμά, με πρωταγωνιστή τον Μάκη Παπαδημητρίου και τον ίδιο. Τα καλύτερα έπονται.
INFO
«Ο Πουπουλένιος»: Σύγχρονο Θέαατρο (Ευμολπιδών 45, Αθήνα), από Τετάρτη έως Κυριακή.