Στις 30 Ιανουαρίου συμπληρώνονται δώδεκα χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Κούρκουλου (1934-2007). Το λεύκωμα-βιβλίο που εκδόθηκε από το Κοινωφελές Ιδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση, υπό την αιγίδα του Εθνικού Θεάτρου, αποτελεί την πληρέστερη καταγραφή της διαδρομής του. Στις 470 σελίδες της έκδοσης με τίτλο «Ενας αυθεντικός πολίτης παντός καιρού» περιλαμβάνονται 42 ρόλοι στη σκηνή, 37 κινηματογραφικές ταινίες, 16 χρόνια στο θέατρο Κάππα, 15 χρόνια στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου και μαζί οι αποσκευές μιας πλούσιας προσωπικής και οικογενειακής ζωής.

– Κύριε Κούρκουλε, δεν έχετε µια ξεκαθαρισµένη θέση; Σχεδόν είστε µια παραφωνία. Πού ανήκετε, στο κατεστηµένο ή στην εξέλιξη;

«Θα ‘θελα να σας πως στην εξέλιξη, ξέρω όμως πως πολλοί θα διαφωνήσουν. Ισως κι εσείς. Ας πούμε λοιπόν πως ανήκω σ’ ένα κατεστημένο που εργάζεται για την εξέλιξη. Ολα γίνονται».

Κάπου στα μέσα της ζωής του, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν ήταν 36-37 χρόνων, δημοσιεύθηκε η συνέντευξή του στα «Επίκαιρα», στη δημοσιογράφο Α. Αλεξάνδρου, απ’ όπου και το απόσπασμα. Βρισκόταν τότε στο τέλος της μεγάλης κινηματογραφικής του καριέρας, που είχε συνδυαστεί με την πρώτη φάση της θεατρικής, και στην αφετηρία μιας δεύτερης στο σανίδι: Εχοντας μόλις πρωτοπαίξει τον «Ορέστη» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού (1971), ξεκινούσε, ως θιασάρχης πια, παραγωγός και πρωταγωνιστής, στο δικό του θέατρο, το Κάππα, στην οδό Κυψέλης.

Κάπου εκεί ανάμεσα ίσως και να βρίσκεται η ιδιαιτερότητα και η «παραφωνία» αυτού του ανθρώπου που αποδείχθηκε πράγματι «παντός καιρού». Μέσα από το πλούσιο φωτογραφικό υλικό της εμπεριστατωμένης αυτής έκδοσης παρακολουθούμε μια ζωή γεμάτη ταινίες και παραστάσεις, έρωτες, οικογένειες και καλλιτεχνικό έργο, από όποιο πόστο κι αν επέλεξε ή κλήθηκε να υπηρετήσει.

Ο Νίκος Κούρκουλος είχε ήδη ξεκινήσει το θέατρο όταν έγινε κινηματογραφικό είδωλο και απόλυτος σταρ της εγχώριας καλλιτεχνικής παραγωγής. Για να δουν τον ωραίο της μεγάλης οθόνης σχηματίζονταν ουρές. Οταν όμως ήρθε η ώρα να κάνει θέατρο με τους δικούς του όρους, το έκανε αφού είχε κλείσει ο κύκλος του σταρ.

Ισως γιατί πίστευε στο ένστικτό του, με το οποίο και πορεύτηκε. Ισως γιατί κατάφερε να συνδυάσει αυτό το ένστικτο με μια δική του λογική. Κι έτσι ο κύκλος της 73χρονης ζωής του χώρεσε πολλούς και διαφορετικούς ρόλους – έναν κάθε φορά. Στον καθένα από αυτούς δόθηκε με απόλυτη αφοσίωση και τον υπηρέτησε ως το τέλος, πάντα με επιτυχία. Ακολουθώντας αυτό που του είχε πει κάποτε ο δικός του πατέρας, το οποίο στη συνέχεια μετέφερε ο ίδιος στα παιδιά του: Οποια δουλειά κι αν κάνεις, φρόντισε να είσαι ο καλύτερος, να είσαι ο πρώτος…

Παράλληλα με την επαγγελματική του σταδιοδρομία, ο Νίκος Κούρκουλος διαμόρφωσε την προσωπική και οικογενειακή του ζωή: Ο νεαρός που ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής και τελικά στράφηκε στο θέατρο, έφτιαξε δύο οικογένειες και έκανε τέσσερα παιδιά. Με τη Μελίτα απέκτησε τον Αλκι και τη Μελίτα, με τη Μαριάννα την Εριέττα και τον Φίλιππο.

Από του Ζωγράφου στου Ζωγράφου

Γεννημένος στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου του 1934, μεγάλωσε στου Ζωγράφου – όπου και έγινε η κηδεία του. Πέθανε στις 30 Ιανουαρίου του 2007. Ο πατέρας του, κερκυραϊκής καταγωγής, ήταν κουρέας και ο ίδιος ξεκίνησε από νωρίς να δουλεύει για να βοηθήσει την οικογένειά του. Ο θάνατος του μεγάλου του αδελφού που χάθηκε στη θάλασσα και του άφησε ένα «κενό δυσαναπλήρωτο», όπως έλεγε, καθόρισε τα νεανικά του χρόνια και ίσως όλη του τη ζωή. Αργότερα θα χάσει κι άλλον έναν αδελφό.

Προτού συναντηθεί με το θέατρο γοητεύτηκε από τον αθλητισμό και στράφηκε στο ποδόσφαιρο. Στην αρχή έπαιζε στην Καισαριανή, μετά στον Παναθηναϊκό. Αλλωστε, ως τα δεκαεννέα του χρόνια δεν ήξερε καλά-καλά τι ήταν το θέατρο, ενώ ζήτημα είναι αν είχε παρακολουθήσει κάποιες επιθεωρήσεις. Ο ίδιος επαναλάμβανε συχνά ότι στο θέατρο μπήκε κατά τύχη. Στη σχολή του Εθνικού είχε σπουδαίους δασκάλους – τον Ροντήρη, την Παξινού, τον Σολομό, τον Βόκοβιτς, τον Τερζάκη, καθώς και τον Μάνο Κατράκη, στον οποίο αναφερόταν συχνά. Από το 1958 που πρωτοβγήκε στη σκηνή συνεργάστηκε με σημαντικούς ηθοποιούς, όπως ήταν το δίδυμο Λαμπέτη – Χορν αλλά και ο θίασος της Ελσας Βεργή, που κατά κάποιον τρόπο συνέβαλε στην κινηματογραφική του καριέρα.

Ενας «Κατήφορος» για αφετηρία

Εως το 1961 που γυρίστηκε ο «Κατήφορος» του Γιάννη Δαλιανίδη, ο Νίκος Κούρκουλος έπαιζε μικρούς ρόλους στις ταινίες, περνώντας, όπως έλεγε αργότερα, τη «φάση κομπάρσος». Κι ενώ ο Δαλιανίδης επέμενε πως ήταν ο κατάλληλος για τον ρόλο στον «Κατήφορο», ο Φίνος αντιδρούσε, επικαλούμενος την κακή του εμφάνιση σε μια άλλη ταινία, την «Κυρία δήμαρχο».

«Δεν θέλω να ακούω αυτό το όνομα» έλεγε και ξανάλεγε στον Δαλιανίδη. Μια φωτογραφία, όμως, σε εφημερίδα της εποχής, με τον ίδιο σε σκηνή από παράσταση με την Ελσα Βεργή, άλλαξε, ασυνείδητα, την άποψη του Φίνου για εκείνον. «Αυτόν θέλω» είπε στον Δαλιανίδη. Κι εκείνος του έφερε, επιτέλους, τον Κούρκουλο. Ακολούθησε μια γεμάτη δεκαετία στη μεγάλη οθόνη, με τον Κούρκουλο να «συγγενεύει» σχεδόν με τον Φίνο, τον οποίο και αποκαλούσε «Φίφη».

Εγινε ο μεγάλος πρωταγωνιστής στις ταινίες του Δαλιανίδη, του Νίκου Φώσκολου, του Βασίλη Γεωργιάδη. Κι αν ξεκίνησε «κακό παιδί», συνέχισε ως ο καλός και αγνός που αναζητεί το δίκαιο και την αλήθεια. Πάντα ωραίος και γοητευτικός, έπαιξε πλάι σε όλες τις πρωταγωνίστριες της εποχής: Ζωή Λάσκαρη, Τζένη Καρέζη, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Αννα Φόνσου, Μαίρη Χρονοπούλου, Μελίνα Μερκούρη. Με τη Μελίνα έπαιξε το 1967 στο θεατρικό «Ποτέ την Kυριακή» ή «Ιλια Nτάρλινγκ» στη Νέα Υόρκη, σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν, κερδίζοντας τότε και μια υποψηφιότητα για το Βραβείο Tony. «Ημουν υποψήφιος και ήρθα τρίτος ανάμεσα σε όλους τους αμερικανούς ηθοποιούς. Με έκανε να νιώσω πολύ όμορφα. Και μόνο να σε προτείνουν για βραβείο Τόνι… Είχα πάθει σοκ!» είχε πει μιλώντας στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη.

Ενα Κάππα για θέατρο

Με τα «Ταμπούρλα στη νύχτα» του Μπρεχτ άνοιξε το 1974 το θέατρο Κάππα και έναν χρόνο αργότερα συναντήθηκε και πάλι με τη Μελίνα Μερκούρη, όταν εκείνη επέστρεψε στην Ελλάδα μετά τη χούντα. Σε σκηνοθεσία του Ντασσέν ανέβηκε η «Οπερα της Πεντάρας» των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ.

Ηταν σαφές ότι ο Κούρκουλος είχε επιλέξει ένα ρεπερτόριο που δεν ερχόταν ως συνέχεια της καριέρας του στη μεγάλη οθόνη. Κάθε άλλο. Στο Κάππα δεν ανέβασε παραστάσεις για να εξαργυρώσει τη δημοφιλία και τη γοητεία του. Πήγε κόντρα στην εικόνα του. Επαιξε Τσέχοφ, Πίντερ, Μίλερ, Ανούιγ, Μρόζεκ, Ούγκο Μπέτι και πολλούς ακόμη σύγχρονους και κλασικούς.

«Ηθελε να σχηματίζει θιάσους με αξιόλογους ηθοποιούς, χαιρόταν να φαίνονται όλοι, να μην είναι προσωποπαγής ο θίασος. Εψαχνε έργα, σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως ήταν ο Βολανάκης, ο Ντασσέν, ήταν πρωτοπόρος για την εποχή και επέμενε σε ποιοτικά ανεβάσματα» θυμάται σήμερα συμπρωταγωνιστής του. «Γι’ αυτό και μπορεί να μην έπαιζε κάθε χρόνο. Ηθελε να ερμηνεύσει κάποιους ρόλους, αλλά περισσότερο τον ενδιέφερε το συνολικό αποτέλεσμα. Στεκόταν σαν μαθητής απέναντι στους σκηνοθέτες, λειτουργούσε συναδελφικά απέναντι σε όλον τον θίασο. Ηταν σπαθί στη συμπεριφορά του και ως καλλιτέχνης και ως παραγωγός».

Για τον κριτικό, φιλόλογο και μεταφραστή Κώστα Γεωργουσόπουλο «ο Κούρκουλος έπαιξε δράμα και ειρωνική κωμωδία, αστυνομικό θρίλερ, δικαστικό θέατρο ντοκουμέντου, ρομαντικό, ρεαλιστικό, νατουραλιστικό, συμβολιστικό, παράλογο θέατρο και τραγικό εν υπαίθρω ιδίωμα με το ίδιο κύρος, την ίδια ευθύνη, το ίδιο τεχνικό οπλοστάσιο που απαιτεί κάθε είδος, και τον ίδιο επαγγελματισμό».

Ενα όραμα για το Εθνικό

«Οταν η Μελίνα με κάλεσε να αναλάβω την ασήκωτη ευθύνη του Εθνικού, γνώριζα καλά τι σημαίνει ένα τέτοιο έργο. Απεριόριστη ήταν η αγάπη μου γι’ αυτό το θέατρο που όλοι μας θεωρούσαμε το ΘΕΑΤΡΟ νιώθοντας πόσο βαθείς και μυστικοί είναι οι δεσμοί μαζί του, πόσο θαυμασμό και δέος προκαλεί» έγραφε ο Νίκος Κούρκουλος στο προλογικό του σημείωμα στον τόμο «Βασίλης Φωτόπουλος, 100 χρόνια Εθνικό Θέατρο» (Ομιλος Λάτση, 2000).

Ηταν μια εποχή καίριων αλλαγών για την πρώτη σκηνή της χώρας και ο Κούρκουλος ήταν αποφασισμένος να τα καταφέρει. Στα δεκατρία χρόνια που ήταν καλλιτεχνικός του διευθυντής (1994-2007) εμπλούτισε και ανανέωσε το ρεπερτόριο, με κορυφαία την παράσταση «Βίρα τις Αγκυρες» σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, έκανε ανοίγματα σε νεότερες γενιές, ίδρυσε την Πειραματική Σκηνή μαζί με το Εργαστήριο Υποκριτικής και Σκηνοθεσίας και τον Αδειο Χώρο, τη Θερινή Ακαδημία Θεάτρου και το Παιδικό Στέκι, έκανε περιοδείες στο εξωτερικό και πολλά ακόμη. Επί των ημερών του πραγματοποιήθηκε και η μεγάλη ανακαίνιση του κτιρίου Τσίλλερ στην Αγίου Κωνσταντίνου. Δεν ήταν εκεί στα εγκαίνια. Είχε όμως, έτσι κι αλλιώς, αφήσει το αποτύπωμά του.

Αντί επιλόγου

Ο Κούρκουλος, λένε όσοι τον ήξεραν καλά, είχε συναίσθηση της επιτυχίας του, δεν καμωνόταν τον σεμνό. Αλλωστε οι «κρίσεις λατρείας» συνεχίστηκαν και μετά τον κινηματογράφο, στα χρόνια του Κάππα.

Ως άνθρωπος δεν ήταν ανοιχτός, ούτε εύκολος. Είχε λίγους καλούς φίλους, με τους οποίους δενόταν πολύ και, φυσικά, με τα χρόνια, πολλούς γνωστούς. Είχε την εξυπνάδα να ακούει όσους εμπιστευόταν, να ρωτάει τη γνώμη τους και να μη θεωρηθεί τον εαυτό του παντογνώστη. Ηταν όμως από εκείνους τους ανθρώπους που πιάνουν τόπο και όπως λέει μια φίλη του «θα τον παρομοίαζα με έναν μεγάλο πλάτανο με μεγάλες και βαθιές ρίζες που μπορεί να σηκώσουν όμως ακόμη και τα πλακάκια…».

Τις δύσκολες προσωπικές στιγμές της οικογενειακής του ζωής προσπάθησε να τις αντιμετωπίσει με τον δικό του τρόπο. Και όταν ένιωσε ότι αδικείται, κυρίως από τον Τύπο, μίλησε ανοιχτά για το διαζύγιο και τη νέα του ζωή. Οσο για το ευαίσθητο θέμα της υγείας του, προσπάθησε να το διαχειριστεί με γενναιότητα, κρατώντας ζωντανή την ελπίδα ότι θα τα καταφέρει. Και ήθελε να ξαναπαίξει. Δεν το είχε αποκλείσει όταν ανέλαβε τη θέση στο Εθνικό. Κατά καιρούς το επανέφερε στο μυαλό του και στην κουβέντα, το σκεφτόταν, επέλεγε και ρόλους. Οπως εκείνον του Ριχάρδου, που θα ήθελε να είχε προλάβει να ερμηνεύσει…