Νικολάκης Ζεγκίνογλου, «Ξυπνάω και κοιμάμαι σκεπτόμενος συνέχεια τη δουλειά μου»

Ο νεαρός ηθοποιός μιλάει στο BHMAgazino για την απόφασή του να ασχοληθεί με την υποκριτική, για τον ρόλο του στο «Μαύρο Ρόδο» του MEGA και για τη συνεργασία του με τον διεθνώς βραβευμένο Βασίλη Κεκάτο.

Τον γνωρίσαμε στο «Park» (2016) της Σοφίας Εξάρχου. Εχει πρωταγωνιστήσει σε αρκετές ταινίες μικρού μήκους, όπως οι «Eκτορας Μαλό: Η τελευταία μέρα της χρονιάς» (2018) και «Αλεπού» (2016) της Ζακλίν Λέντζου, «Death car» (2018) τουΑνδρέα Βακαλιού, «18» (2021) του Βασίλη Δούβλη και η βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα στο 72ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών εννεάλεπτη ταινία του Βασίλη Κεκάτου «Η απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς» (2019).

Εφέτος τον παρακολουθούμε στη δραματική σειρά του MEGA «Μαύρο Ρόδο», στην οποία υποδύεται τον Λουκά. «Μου έκανε την πρόταση για κάστινγκ η Μιράντα Ρωσταντή. Οταν πήγα συνάντησα ανθρώπους με τους οποίους είχα συνεργαστεί ξανά και είχαμε κάνει παρέα στο παρελθόν. Εμένα με ενδιαφέρει πάρα πολύ το κλίμα σε μια συνεργασία. Μου αρέσει να είμαι χαρούμενος στη δουλειά μου. Μου είπαν τα καλύτερα, οπότε έπαιξε και αυτό ρόλο. Ο Λουκάς, τώρα, είναι ένας τυχοδιώκτης. Που προσπαθεί πολύ και με κάθε τρόπο να πετύχει στη ζωή του και μάλιστα θέλει να το κάνει γρήγορα» θα περιγράψει μιλώντας στο BHMAgazino.

Ο Νικολάκης Ζεγκίνογλου δεν ονειρευόταν από παιδί να γίνει ηθοποιός: «Είχα πολλά όνειρα. Κάθε εβδομάδα με φανταζόμουν και σε κάτι διαφορετικό».
Η ιδέα της υποκριτικής προέκυψε από τους θείους του στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου και μεγάλωσε, οι οποίοι είχαν τον δικό τους θίασο: «Τους έβλεπα να κάνουν πρόβες και μετά να παίζουν μπροστά σε κόσμο και το ζήλευα». Κάποια στιγμή έκανε μια πιο ώριμη συζήτηση με τον εαυτό του για το τι θα μπορούσε να κάνει επαγγελματικά, που όμως να τον ενθουσιάζει συνεχώς: «Εκανα διάφορες δουλειές, αλλά μετά το πρώτο τρίμηνο, που περνούσε ο ενθουσιασμός και έμπαινε η φάση της ρουτίνας, άρχιζα να βαριέμαι. Αναρωτήθηκα λοιπόν τι επάγγελμα θα μπορούσα να κάνω ώστε μέσα από αυτό να ψάχνω συνέχεια καινούργια πράγματα, να γνωρίζω καινούργιους ανθρώπους, να κάνω άλλες μελέτες, να διαβάζω, να μαθαίνω. «Ηθοποιός!» ήταν η απάντηση».

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Από τη μουσική στην υποκριτική

Προτού ξεκινήσει τις σπουδές του στη σχολή θεάτρου «δήλος» της Δήμητρας Χατούπη, ο Νικολάκης είχε φοιτήσει στο Τμήμα Μουσικής Τεχνολογίας & Ακουστικής του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου στο Ρέθυμνο. Εκεί ξεκίνησαν να τον αποκαλούν με το χαϊδευτικό του, το οποίο και τον ακολουθεί έκτοτε. Ο λόγος; Υπήρχαν πολλοί συμφοιτητές με το ίδιο όνομα και έπρεπε με κάποιον τρόπο να ξεχωρίζουν μεταξύ τους. «Εμένα οι φίλοι μου μού έβγαλαν το «Νικολάκης». Επειδή ήμουν πιο μινιόν από τους υπόλοιπους».

Από μικρός δεν έβαζε συγκεκριμένους στόχους, «πήγαινα με το κύμα» θα πει. «Γενικά δεν ονειρεύομαι πράγματα. Δεν με φαντάζομαι κάπως. Πηγαίνω όπου μου αρέσει, όπου περνάω καλά, κάνω ό,τι με γεμίζει περισσότερο. Οπότε δεν ονειρευόμουν ούτε ότι θα είχα αυτή τη δουλειά ούτε ότι θα έκανα κάτι τέτοιο. Απλά πήγαινα προς τα εκεί». Είναι στον χώρο από το 2015. Σε αυτά τα οκτώ χρόνια υπήρχαν στιγμές που τον απογοήτευσε αυτή η δουλειά; «Ξυπνάω και κοιμάμαι σκεπτόμενος συνέχεια τη δουλειά μου. Ακόμη και στην αρχή, που ήταν πολύ δύσκολο να κάνω πράγματα ως ηθοποιός, δούλευα 10 και 12 ώρες σε άλλες δουλειές και τα ρεπό και τις άδειές μου τα χρησιμοποιούσα για να κάνω αυτό που γουστάρω. Αλλά το έβλεπα πάντα σαν διακοπές, σαν ξεκούραση. Oχι ότι πάω να δουλέψω. Κάπως σαν να διαστέλλεται ο χρόνος όταν δουλεύω και δεν με ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Με ενδιαφέρει απλά το γύρισμα. Γενικά την υποκριτική δεν τη βλέπω σαν δουλειά, αλλά ως εργασία. Eχει διαφορά νομίζω η δουλειά από την εργασία. Η δουλειά προκύπτει από τη λέξη δουλεία. Η εργασία από το έργο, παράγεις έργο. Και εμένα μου αρέσει να παράγω πράγματα».

Είναι από τους ηθοποιούς της νεότερης γενιάς που έχει τις περισσότερες συμμετοχές σε ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους. Αν και το εφαλτήριο για να ασχοληθεί με τον χώρο της υποκριτικής ήταν το κουκλοθέατρο των θείων του στην Κρήτη, εκείνος επέλεξε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. «Με προσελκύει το ότι μένει εσαεί. Μπορώ να δω πτυχές του εαυτού μου. Μπορώ να θυμηθώ πράγματα. Είναι σαν ένα λεύκωμα. Το ίδιο ισχύει, βέβαια, και για την τηλεόραση» εξηγεί. Παρακολουθεί σινεμά μανιωδώς. Αγαπημένη του ταινία  είναι το «Holy Motors» (2012) σε σενάριο και σκηνοθεσία του Λεός Καράξ. «Εχω πολλές αγαπημένες ταινίες, αλλά αυτή ήταν από τις πρώτες που είδα και με στιγμάτισε πάρα πολύ. Ισως επειδή έχει να κάνει πολύ και με τη δουλειά του ηθοποιού».

Ο Βασίλης Κεκάτος και το βάπτισμα των Καννών

Το 2018 φτάνει καθυστερημένα στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας. Ολοι μιλούν για την ταινία ενός νεαρού δημιουργού. Είναι «Η σιγή των ψαριών όταν πεθαίνουν» του Βασίλη Κεκάτου. Προσπαθεί να τη βρει αλλά μάταια. Επικοινωνεί με τον δημιουργό. Εκείνος τον προσκαλεί στην προβολή του φιλμ στις «Νύχτες Πρεμιέρας». «Εκεί γνωριστήκαμε και στην πορεία μού πρότεινε να συμμετέχω στην «Απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς»».

Για τον ίδιο, το πιο ενδιαφέρον σε αυτή τη δουλειά ήταν ότι «γνώρισα τον Βασίλη, τον Γιώργο Βαλσαμή, εξαιρετικό διευθυντή φωτογραφίας με δύο βραβευμένες ταινίες μικρού μήκους στις Κάννες, τον συμπρωταγωνιστή μου Ιώκο Ιωάννη Κοτίδη που γίναμε φίλοι. Νομίζω ότι το πιο ενδιαφέρον ήταν οι σχέσεις που δημιουργήθηκαν. Κέρδισα μια ομάδα η οποία με ξέρει και την ξέρω καλά. Συνεργαστήκαμε και συνεργαζόμαστε υπέροχα χωρίς πολλά πολλά». Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων δεν είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους ότι θα κερδίσουν τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών. «Oταν κάναμε την ταινία δεν κοιτούσαμε σε ποιο φεστιβάλ θα πηγαίναμε. Εμείς κοιτούσαμε την ταινία σαν ταινία. Αυτό λέγαμε και με τον Βασίλη. Αν δεν μας πάρουν πουθενά, εμείς θα ξέρουμε ότι κάναμε αυτή την ταινία, τη γουστάραμε και περάσαμε καλά». Επειτα ήρθε η συμμετοχή στο διαγωνιστικό μέρος του Φεστιβάλ. «Για εμάς ήταν μεγάλο επίτευγμα και μόνο η συμμετοχή στο διαγωνιστικό κομμάτι του Φεστιβάλ. Νομίζω ότι εκείνη τη χρονιά ήταν 4.500 οι αιτήσεις. Οπότε το να ανταγωνίζεσαι με χώρες οι οποίες χρηματοδοτούν ταινίες μικρού μήκους με 100.000 ευρώ ή και παραπάνω, ενώ εσύ έχεις μπάτζετ 1.500 ευρώ που είχαμε εμείς, ήταν τρελό επίτευγμα».

Οι συντελεστές της ταινίας γνώριζαν μία εβδομάδα πριν από τις επίσημες ανακοινώσεις ότι η ταινία τους θα συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ. Αυτό το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν μπορούσαν να μοιραστούν με κανέναν τη χαρά τους, ήταν και το πιο δύσκολο για εκείνον. «Τότε είχα μια χαρά που δεν μπορούσα να την εκφράσω σε κανέναν. Θυμάμαι, είχα βγάλει έρπη από το άγχος». Το άγχος εκείνο το διαδέχθηκε η χαρά. «Το μόνο πράγμα που θυμάμαι από τις Κάννες ήταν τη βράβευσή μας και τον ρόλο του Αντόνιο Μπαντέρας όταν πήρε το βραβείο του καλύτερου ηθοποιού».

Στον αστερισμό τού «Milky Way»

Η συνεργασία των δύο ταλαντούχων νέων συνεχίστηκε με το «Milky Way». Την πολυαναμενόμενη σειρά του Βασίλη Κεκάτου που θα δούμε από το MEGA τον προσεχή Οκτώβριο και η οποία σε λίγες ημέρες ξεκινά τη διεθνή της καριέρα. Το «Milky Way» βρίσκεται ανάμεσα στις επιλεγμένες σειρές που θα συμμετάσχουν στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα στο εφετινό Διεθνές Φεστιβάλ Series Mania, τη σημαντικότερη διοργάνωση επί ευρωπαϊκού εδάφους αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στις σπουδαιότερες τηλεοπτικές παραγωγές από όλον τον κόσμο, η οποία πραγματοποιείται στη Λιλ της Γαλλίας από τις 17 έως τις 24 Μαρτίου.

Οσοι έχουν δει υλικό από τη σειρά κάνουν λόγο για την απόλυτη κινηματογραφική δουλειά που θα δούμε προσεχώς στη μικρή οθόνη. «Είμαστε ένα παρεάκι που κάνουμε κινηματογράφο. Αυτό έχουμε μάθει. Οπότε και η διαδικασία του «Milky Way» ήταν κινηματογραφική. Είχαμε πολλά εξωτερικά γυρίσματα, πολλές λήψεις. Ηταν όλα στο maximum… Ηταν σαν να γυρίσαμε οκτώ ταινίες (σ.σ.: η σειρά θα έχει οκτώ επεισόδια). Φοβερή εμπειρία. Δεν έχω ζήσει κάτι παρόμοιο. Εχω δει υλικό από τα δύο πρώτα επεισόδια όταν φτιάχνονταν ακόμη. Μπορεί να ακουστεί πολύ υπερφίαλο, αλλά δεν περίμενα κάτι λιγότερο. Hμουν σίγουρος. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτό που κάνει ο Βασίλης και νομίζω ότι άμα το δεις θα σου αρέσει κι εσένα. Εχει βάλει την ψυχούλα του».

Οσο για τον ρόλο του; Υποδύεται τον Τάσο, ένα αγόρι που έχει περάσει όλη του τη ζωή δουλεύοντας στο μοναδικό βενζινάδικο της επαρχιακής πόλης όπου ζει. Αναπτύσσει σχέσεις με τη 17χρονη Μαρία, τελειόφοιτη Λυκείου, η οποία ονειρεύεται να γίνει χορεύτρια. Οι ονειροπολήσεις της σταματούν απότομα, όταν μένει έγκυος από εκείνον. «Ο χαρακτήρας του Τάσου είναι πολύ challenging για εμένα. Είναι ένα παιδί το οποίο έχει συμβιβαστεί με τη ζωή στην επαρχία. Τα όνειρά του περιορίζονται στα όρια της πόλης του, δεν ονειρεύτηκε ποτέ κάτι μεγαλύτερο. Αμφιταλαντεύεται πολύ μέσα σε ένα toxic masculinity και κάτι πιο μαλακό και ευγενικό. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα πρόβλημα που έχουν και πολλά αγόρια στην εποχή μας. Εχουν μεγαλώσει με έναν τρόπο και προσπαθούν να πάνε κόντρα σε αυτό, αλλά είναι πολύ δύσκολο».

«Για ελληνική σειρά…»

Καθώς συζητάμε για τη σειρά και τη διεθνή της διαδρομή και μου περιγράφει σημεία της πλοκής αλλά και στιγμές από τα γυρίσματα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν θα χαρακτήριζε το «Milky Way» ως μια ελληνική σειρά. «Ακούω συνέχεια τη φράση «για ελληνική σειρά είναι μια χαρά». Αυτό υποβιβάζει κάπως τη δουλειά όλων. Τι σημαίνει «για ελληνική σειρά…». Δηλαδή θα ανοίξεις το Netflix και θα μου πεις για γαλλική σειρά να δω αυτό ή για κορεατική σειρά να δω το άλλο; Θα μου πεις «μου άρεσε αυτή και η άλλη σειρά», ανεξαρτήτως τού από ποια χώρα προέρχεται. Το «Milky Way» δεν θα το χαρακτήριζα ως μια «ελληνική σειρά» αλλά ως μια σειρά. Αυτό για εμένα είναι πολύ σημαντικό». Υπάρχει μια ξενολαγνεία, με λίγα λόγια; «Προφανώς υπάρχει μια ξενολαγνεία. Oταν ο Γιώργος Λάνθιμος έκανε τον «Κυνόδοντα» και πήγε στις Κάννες, στην Ελλάδα τον έκραξαν. Oταν πήγε όμως με την «Ευνοούμενη» στα Οσκαρ και η ταινία ήρθε στην Ελλάδα «από το εξωτερικό», ξαφνικά έγινε «ο Λάνθιμος, ο φίλος μας ο αγαπημένος». Αυτό συμβαίνει όμως παντού. Oχι μόνο στην τέχνη.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο έγινε ο «Γιάννης ο Ελληνας», ο «Greek Freak», όταν πήγε στο NBA. Οσο ζούσε στην Ελλάδα δεν του έδιναν σημασία, ούτε την υπηκοότητα».

Η ταμπέλα του «κακού παιδιού»

Μέχρι τώρα οι ρόλοι που υποδύεται είναι εκείνοι του κακού παιδιού. Μια και είναι στην αρχή της καριέρας του, δεν τον προβληματίζει μήπως ταυτιστεί με αυτούς τους ρόλους; «Oχι, δεν με προβληματίζει. Ισα-ίσα, μου αρέσουν κιόλας οι χαρακτήρες που είναι διαφορετικοί από εμένα. Δεν με ενδιαφέρει αν με πουν φασίστα επειδή στο «18» έκανα τον Ηλία που ήταν φασίστας. Οφείλω να καταλάβω γιατί έχει αυτή τη συμπεριφορά. Γιατί, ας πούμε, έγινε φασίστας; Πόσο του έχει λείψει η μητρική στοργή και η αγάπη στη ζωή του; Γιατί έχει ασπαστεί το μίσος και προχωράει με αυτό; Με ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα και δεν νομίζω ότι θα με ακολουθεί κάτι τέτοιο στη ζωή μου. Ασε που εγώ δεν μπορώ να κρίνω τους ρόλους μου, γιατί η δουλειά μου είναι να τους δικαιολογώ στο κεφάλι μου και να τους κάνω να υπάρχουν» καταλήγει.

INFO

«Μαύρο Ρόδο»: Κυριακή με Πέμπτη, στις 22.50, στο MEGA.

* Η φωτογράφιση πραγματοποιήθηκε στο café-restaurant Athénée (Βουκουρεστίου 9 & Πανεπιστημίου).

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.