Ο ένας υπήρξε ένας γοητευτικότατος κοσµοπολίτης που λάτρεψε τις γυναίκες, την Αφρική (του αποδίδονται τα εύσηµα ότι ανακάλυψε την Ιµάν σε έναν δρόµο στο Ναϊρόµπι) και τα άγρια ζώα της και την αποτύπωσε µέσα από τον φακό του σε µια σειρά από συγκλονιστικές φωτογραφίες. Ο άλλος ήταν μπον βιβέρ και «άγριος» από μόνος του, εναποθέτοντας τις βίαιες παρορμήσεις του πάνω στους πίνακές του ή στις βίαιες συνευρέσεις του με τους εραστές του. Ο αμερικανός φωτογράφος και συγγραφέας Πίτερ Μπίαρντ (1938-2020) και ο γεννημένος στην Ιρλανδία βρετανός ζωγράφος Φράνσις Μπέικον (1909-1992), «ο πρώτος μοντέρνος ζωγράφος διεθνούς βεληνεκούς που βγήκε από τη Βρετανία», όπως έλεγε ο ιστορικός τέχνης Τζον Ρίτσαρντσον, εκτός από κορυφαίοι ο καθένας στον τομέα του, ήταν και καλοί φίλοι. Οπως αναδεικνύει η έκθεση «Wild Life: Francis Bacon and Peter Beard» στην γκαλερί Ordovas στη Σάβιλ Ρόου του Λονδίνου, οι δύο άνδρες είχαν αναπτύξει μια δημιουργική, αλληλοτροφοδοτούμενη σχέση. Η έκθεση, η οποία διοργανώνεται σε συνεργασία με το Κληροδότημα Πίτερ Μπίαρντ, στοχεύει περισσότερο να αναδείξει τη ζωή και το έργο του φωτογράφου, ο οποίος πέθανε πέρυσι με τον ίδιο επεισοδιακό τρόπο που είχε ζήσει (χτυπημένος από άνοια, αγνοούνταν για τρεις εβδομάδες και τελικά το σώμα του βρέθηκε στο δάσος κοντά στο σπίτι του). Σε αυτήν παρουσιάζονται για πρώτη φορά έργα των δύο φίλων δίπλα-δίπλα, όπως και αρχειακό υλικό – τα γράμματα και οι φωτογραφίες που είχε δωρίσει ο φωτογράφος στον ζωγράφο, όπως επίσης και τα ημερολόγια του Μπίαρντ, τα οποία αποτελούν μεγάλο μέρος του έργου ζωής του. Οι δυο τους είχαν συναντηθεί για πρώτη φορά το 1967 στα εγκαίνια έκθεσης του Μπέικον στην γκαλερί Marlborough στο Λονδίνο και τότε είχε ξεκινήσει μια φιλία που διήρκεσε πολλά χρόνια. Στον Μπέικον άρεσε να ζωγραφίζει πορτρέτα από φωτογραφίες, όπως και ανθρώπους που είχαν ωραία ζυγωματικά. Ο Μπίαρντ είχε προικιστεί με μια ομορφιά που συμπεριελάμβανε και ωραία δομή οστών, οπότε ευτύχησε να δει το πρόσωπό του σε εννέα πίνακες του Μπέικον, αλλά και σε δεκάδες άλλους στους οποίους δεν αναγνωρίζεται ο ίδιος, καθώς αποτελούσε το σημείο αφετηρίας για την υλοποίηση των έργων. Ο Μπίαρντ έστελνε και φωτογραφίες του στον Μπέικον προκειμένου να αποτελέσουν μέρος του «κομπόστ», των χιλιάδων εικόνων που ήταν σκορπισμένες στο πάτωμα του εργαστηρίου του και κάποια στιγμή γίνονταν η πρώτη ύλη για τα έργα του. Μετά τον θάνατο του Μπέικον, σε αυτό το πάτωμα βρέθηκαν εκατοντάδες φωτογραφίες του Μπίαρντ, όπως για παράδειγμα οι εναέριες λήψεις πτωμάτων ελεφάντων που είχε τραβήξει από ένα αεροπλάνο το οποίο πετούσε χαμηλά πάνω από την Κένυα, ένα υλικό που συμπεριλήφθηκε στο τελευταίο κεφάλαιο του πιο γνωστού λευκώματος του Μπίαρντ, το περίφημο «The End of the Game» (εν προκειμένω στην έκδοση του 1977), όπου καταγράφονταν οι θάνατοι των παχύδερμων εξαιτίας της λαθροθηρίας για το πολύτιμο ελεφαντόδοντο. Το συγκεκριμένο πρότζεκτ και η αγάπη για την Αφρική είχαν φέρει τους δύο καλλιτέχνες ακόμα πιο κοντά. Ο Μπέικον με τη σειρά του είχε εντυπωσιαστεί από τη χλωρίδα και την πανίδα που είχε δει στη Νότια Αφρική και στη Ζιμπάμπουε, τις χώρες που είχε επισκεφθεί όταν μετακόμισαν εκεί η μητέρα του και οι αδελφές του μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1940.
Πάντως, από ένα από τα κοντάκτ του Μπίαρντ που βρίσκονταν στο πάτωμα του εργαστηρίου του Μπέικον εικάζεται ότι προέκυψε το δίπτυχο «Two Studies for Portrait» (1976), το οποίο παρουσιάστηκε δημοσίως για πρώτη φορά από το 1977. Παρά την εικαστική παραμόρφωση, το πρόσωπο του Μπίαρντ εξακολουθούσε να είναι αναγνωρίσιμο. Από την άλλη, αυτή ήταν μια εποχή που ο Μπέικον ανακάτευε τα δικά του χαρακτηριστικά με εκείνα των προσώπων που υποτίθεται ότι ζωγράφιζε και συνέθετε παραμορφωτικές αυτοπροσωπογραφίες, εμπνευσμένες και από τα φωτογραφικά πορτρέτα των στρατιωτών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με τις τεράστιες πληγές στο πρόσωπο.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.