Αποτελεί αναμφισβήτητα ένα από τα διασημότερα ναυάγια των ελληνικών θαλασσών. Η εικόνα του έχει τυπωθεί σε χιλιάδες καρτ ποστάλ και έχει γίνει φόντο στις καλοκαιρινές μας φωτογραφίες. Ο λόγος για την πιο διάσημη παραλία της Ζακύνθου, εκείνη που έλαβε την ονομασία «Ναυάγιο» εξαιτίας ακριβώς του σκαριού «Παναγιώτης», το οποίο εδώ και 44 χρόνια και συγκεκριμένα από τα ξημερώματα της 2ας Οκτωβρίου του 1980 «αναπαύεται» στην αμμουδιά της, όταν ο καπετάνιος του, έπειτα από μηχανική βλάβη και εν μέσω θύελλας, με ανέμους 8 μποφόρ, το έριξε εκεί, στον όρμο του Σπυριλή.
Φυσικά, δεν επρόκειτο για ένα απλό ναυτικό ατύχημα, καθώς το «Παναγιώτης» έκρυβε μια συναρπαστική ιστορία. Συγκεκριμένα, το μικρό αυτό φορτηγό πλοίο εκείνο το διάστημα χρησιμοποιούνταν σε ναύλους λαθραίων τσιγάρων, σε μια κινηματογραφική σχεδόν ιστορία όπου εμπλεκόταν η ιταλική Μαφία και περιλάμβανε ομηρείες, διαφωνίες στο μοίρασμα των κερδών και λαθραίες κούτες με εμπόρευμα που ξεβράζονταν στις ακτές, από τη Ζάκυνθο ως την Κυλλήνη, ημέρες μετά το ναυάγιο.
«Ο «Παναγιώτης», προτού καταλήξει να σχετίζεται με έκνομες ενέργειες, ονομαζόταν «Saint Bedan» και ήταν ένα ηρωικό σκαρί, το οποίο είχε συμμετάσχει το 1940, στην επιχείρηση της Δουνκέρκης και στην απόβαση στη Νορμανδία».
Ολα αυτά, βέβαια, είναι λίγο πολύ γνωστά. Η πληροφορία που αγνοούσαμε μέχρι και πριν από λίγους μήνες είναι ότι ο πολυφωτογραφημένος «Παναγιώτης», προτού καταλήξει να σχετίζεται με έκνομες ενέργειες, ονομαζόταν «Saint Bedan» και ήταν ένα ηρωικό σκαρί, το οποίο είχε συμμετάσχει το 1940, στην επιχείρηση της Δουνκέρκης, στην εκκένωση του βρετανικού νησιού Τζέρσεϊ – βρίσκεται στη Θάλασσα της Μάγχης, στα ανοιχτά των γαλλικών ακτών της Νορμανδίας – από χιλιάδες άμαχους βρετανούς πολίτες, εν μέσω βομβαρδισμών των γερμανικών δυνάμεων, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα πήρε μέρος και στην απόβαση στη Νορμανδία.
Πρόκειται για άγνωστες πληροφορίες που ήρθαν για πρώτη φορά στο φως χάρη στην έρευνα που εκπονήθηκε από το Εργαστήριο Αστικού Περιβάλλοντος της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ), η οποία αποτελεί τμήμα της ευρύτερης επιστημονικής πρωτοβουλίας για τη διάσωση του «Ναυαγίου» της Ζακύνθου, την οποία ανέλαβε αφιλοκερδώς το Ιδρυμα.
«Εναυσμα για την εμπλοκή του ΕΜΠ στην προσπάθεια διάσωσης του σκαριού και της παραμονής του στον χώρο προσάραξής του, δηλαδή στον όρμο του «Ναυαγίου», υπήρξε η πληθώρα των δημοσιευμάτων στην αρχή του χρόνου, τα οποία ήταν δηλωτικά του κινδύνου ολοκληρωτικής απώλειας του σκάφους, κυρίως λόγω της δράσης των κυματισμών και του νερού που εισέρρεε στην ακτή προσβάλλοντας τη γάστρα του» αναφέρει μιλώντας στο ΒΗΜΑgazino ο πρύτανης του ΕΜΠ Ιωάννης Χατζηγεωργίου, καθηγητής της Σχολής Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών.
«Με δική μας πρωτοβουλία επικοινωνήσαμε με τους τοπικούς φορείς της Ζακύνθου, δηλώνοντας την πρόθεσή μας να συνδράμουμε αφιλοκερδώς, εκτελώντας τις μελέτες που απαιτούνται για τη διάσωσή του. Η πρωτοβουλία μας έγινε δεκτή μετ’ επαίνων από τους αρμόδιους φορείς της Ζακύνθου, οι οποίοι αγκάλιασαν, πράγματι, την προσπάθεια του ΕΜΠ, που, αξίζει να σημειωθεί, έχει μακρά παράδοση κοινωνικής προσφοράς.
Το επόμενο χρονικό διάστημα, 39 ερευνητές του Ιδρύματος εργάστηκαν εντατικά και συντονισμένα για την ολοκλήρωση των μελετών και των προτάσεών μας για τη διάσωση του «Παναγιώτη» και την ασφαλή επισκεψιμότητα στον χώρο.
Ανεξάρτητα από την καθαρά επιστημονική διάσταση του εγχειρήματος, η αναζήτηση πληροφοριών σχετικά με το σκάφος ανέδειξε την ιδιαίτερη ιστορία του, παρέχοντας τεκμήρια για τη συμμετοχή του στην επιχείρηση εκκένωσης νησιών της Μάγχης και της απόβασης στη Νορμανδία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν περιγράφουν μια ιδιαίτερα ελκυστική, και σε κάποιον βαθμό ρομαντική, πλευρά της ιστορίας του «Παναγιώτη» που αξίζει να αναδειχθεί».
Ετσι αποκαλύφθηκε λοιπόν η πορεία του «Παναγιώτη», μια πορεία ειρήνης και πολέμου, νομιμότητας και παρανομίας, που τεκμηριώθηκε από τους ειδικούς του ΕΜΠ, οι οποίοι ανέτρεξαν στα βρετανικά εθνικά αρχεία του Kew, στα αρχεία του Lloyd’s Register Foundation και της εταιρείας των Gardner, της αρχικής ιδιοκτήτριάς του, ώστε να συγκεντρώσουν πληροφορίες.
Συνδέοντας τα κομμάτια του παζλ
Την ευθύνη της έρευνας – ιστορικής τεκμηρίωσης είχαν ο καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών και διευθυντής του Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος Νίκος Μπελαβίλας και η ερευνήτρια MSc αρχιτέκτων – πολεοδόμος Πολίνα Πρέντου.
«Οταν ξεκινήσαμε την έρευνα για τον «Παναγιώτη», ομολογώ ότι δεν γνώριζα τίποτα για την ιστορία του» αναφέρει ο Νίκος Μπελαβίλας μιλώντας στο ΒΗΜΑgazino. «Ολα ξεκίνησαν όταν μαζί με τον αναπληρωτή καθηγητή της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Κωνσταντίνο Κίζη αναλάβαμε το κομμάτι το οποίο είχε να κάνει με τη θέαση του «Nαυαγίου» από ψηλά, μέσω της διαμόρφωσης μιας ζώνης επισκεπτών, στην οποία σκεφτήκαμε εξαρχής να τοποθετηθεί ένα μικρό info point.
Στο πλαίσιο αυτό, καθώς πολλές έρευνές μου είχαν σχέση με τη ναυτική ιστορία, σκέφτηκα να αναζητήσω μέσω των δημόσιων βρετανικών αρχείων τα στοιχεία του πλοίου. Αυτά βρέθηκαν καθώς οι Αγγλοι διατηρούν εκπληκτικά αρχεία».
Τι έδειξε λοιπόν η έρευνα;
Το πλοίο γενικού φορτίου «Παναγιώτης», το σκαρί του οποίου βρίσκεται σήμερα στον γκρεμό του όρμου «Ναυάγιο» στη βορειοδυτική Ζάκυνθο, ξεκίνησε τον βίο του με το όνομα «Saint Bedan» στα νερά της Σκωτίας.
Συγκεκριμένα, η ναυπήγησή του έγινε το 1937 για την εταιρεία J. & A. Gardner and Co. Ltd. στα ναυπηγεία της Scott & Sons της Γλασκώβης.
Αυτό όμως που κάνει την ιστορία του ακόμα πιο ενδιαφέρουσα ήταν μια αναφορά την οποία ανακάλυψε τυχαία στο ελληνικό Internet ο Νίκος Μπελαβίλας, σύμφωνα με την οποία το σκαρί «χρησιμοποιήθηκε ηρωικά κατά τη διάρκεια των περίφημων εκκενώσεων της Δουνκέρκης».
Πρόκειται για τη διάσημη επιχείρηση με την κωδική ονομασία «Δυναμό», όταν το βράδυ της 26ης Μαΐου του 1940 ο τότε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Ουίνστον Τσόρτσιλ διέταξε να τεθεί σε κίνηση η επιχείρηση της εκκένωσης βρετανικών και γαλλικών στρατευμάτων από το λιμάνι και τις παραλίες της Δουνκέρκης.
Η επιχείρηση αποδείχθηκε επιτυχής εξαιτίας ενός συνδυασμού παραγόντων, στους οποίους περιλαμβάνονταν η κακοκαιρία στη Μάγχη και η ανεξήγητη μάλλον μέχρι σήμερα εντολή του Χίτλερ να μην προχωρήσουν άμεσα οι γερμανικές χερσαίες δυνάμεις. Μαζί με τα πολεμικά πλοία, ναυτικοί, ψαράδες, επαγγελματίες ή ερασιτέχνες, απλοί πολίτες, με κάθε τύπου πλεούμενο, κατόρθωσαν ένα «θαύμα» εν μέσω βομβαρδισμών. Συνολικά μεταφέρθηκαν σε βρετανικό έδαφος 338.226 άνθρωποι.
«Η πληροφορία για τη συμμετοχή του «Παναγιώτη» κατά τη διάρκεια των περίφημων εκκενώσεων της Δουνκέρκης φυσικά μου κίνησε το ενδιαφέρον» αναφέρει ο Νίκος Μπελαβίλας. «Σκέφτηκα ότι μια τόσο συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα μπορούσε να είναι fake news. Tο πρώτο βήμα μας, λοιπόν, ήταν να ανατρέξουμε στα αγγλικά αρχεία και να αναζητήσω το σύνολο των πλεούμενων που έλαβαν μέρος στην εκκένωση της Δουνκέρκης. Προς μεγάλη μου απογοήτευση, το όνομα του «Saint Bedan» δυστυχώς δεν ήταν καταγεγραμμένο. Κάτι μέσα μου όμως μου έλεγε να συνεχίσω την έρευνα.
Σκέφτηκα λοιπόν να ανατρέξω στα ημερολόγια του πλοίου, αναζητώντας πού βρισκόταν τις κρίσιμες αυτές ημέρες που διήρκεσε η εκκένωση της Δουνκέρκης, δηλαδή από τις 26 Μαΐου έως τις 4 Ιουνίου του 1940. Διαπιστώνω λοιπόν ότι ενώ το «Saint Bedan» τους πρώτες μήνες του 1940 έκανε δρομολόγια στα σκωτσέζικα και ιρλανδικά λιμάνια, αιφνιδίως, από τις 29 Μαΐου έως τις 18 Ιουνίου, εμφανίζεται να πηγαινοέρχεται στην κεντρική και στη δυτική πλευρά του Καναλιού και όχι στην ανατολική, όπου βρίσκεται η Δουνκέρκη.
Παρατήρησα λοιπόν ότι μέσα σε ελάχιστες ημέρες πραγματοποίησε ταξίδια προς το μικρό βρετανικό νησί Τζέρσεϊ των ακτών της Νορμανδίας, επιστρέφοντας στα απέναντι λιμάνια, Πόρτσμουθ, Σαουθάμπτον και Νιου Χέιβεν. Αμέσως ανέτρεξα στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παράλληλα με την επιχείρηση διάσωσης των αποκλεισμένων βρετανικών στρατευμάτων από τη Δουνκέρκη είδα ότι περίπου τις ίδιες ημερομηνίες στήθηκε μια επίσης μεγάλη επιχείρηση με την οποία μεταφέρθηκαν χιλιάδες άμαχοι βρετανοί πολίτες από τα νησιά της Μάγχης (σ.σ.: Channel Islands)».
Οπως διαβάζουμε στην έκθεση της έρευνας – τεκμηρίωσης που συνέταξε το ΕΜΠ και που το ΒΗΜΑgazino έχει στα χέρια του, από το νησί Γκέρνζι διέφυγαν 17.000 κάτοικοι, από το νησί Τζέρσεϊ 6.000, ενώ 2.000 άνθρωποι διέφυγαν από το νησί Αλντερνεϊ. Τα πλοία τούς έφεραν στις ακτές της Αγγλίας, ενώ η γερμανική αεροπορία Luftwaffe βομβάρδιζε τα στενά. Τελικά οι Γερμανοί κατέλαβαν το νησιωτικό σύμπλεγμα στο τέλος Ιουνίου του 1940.
Ανάμεσα στους άμαχους πολεμικούς πρόσφυγες υπήρχαν 5.000 παιδιά, εκ των οποίων 1.000 προέρχονταν από το Τζέρσεϊ. «Τα παιδιά φαίνεται να έφυγαν οργανωμένα σε σχολικές τάξεις μαζί με τους δασκάλους τους και τους γονείς τους» αναφέρει ο καθηγητής Νίκος Μπελαβίλας. «Ουσιαστικά, το «Saint Bedan» μέσα σε τρεις εβδομάδες φαίνεται να πέρασε 16 φορές τη Μάγχη, ταξιδεύοντας συνολικά περίπου 2.600 ναυτικά μίλια, μεταφέροντας τους πρόσφυγες, σώζοντας έτσι τις ζωές τόσων ανθρώπων».
Απόβαση στη Νορμανδία
Οπως αναφέρει ο καθηγητής, από τα μέσα Ιουνίου του 1940 και έπειτα το πλοίο φαίνεται να επιστρέφει στα συνηθισμένα ταξίδια του, μεταφέροντας επιβάτες και φορτία για λογαριασμό της Burns & Laird Ltd. μεταξύ της Βορειοδυτικής Αγγλίας και της Ιρλανδίας.
Η εποποιία του όμως δεν περιορίστηκε στην εκκένωση του Τζέρσεϊ. Οπως διαπίστωσε ο Νίκος Μπελαβίλας εξετάζοντας δημοσιευμένα αρχεία της εταιρείας, το πλοίο επιτάχθηκε και συμμετείχε και στην απόβαση της Νορμανδίας, όπου από τα 7.000 πλοία που συμμετείχαν μόνο τα 1.200 ήταν στρατιωτικά και αποβατικά, ενώ τα υπόλοιπα συγκροτούσαν έναν στόλο που επικουρούσε την επίθεση με μεταφορές, τροφοδοσία, ακόμη και ως πλωτά φράγματα ή λιμενοβραχίονες.
Το «Saint Bedan», λοιπόν, μαζί με άλλα τέσσερα πλοία της εταιρείας Gardner επιτάχθηκαν για να στηρίξουν την απόβαση. Τα εμπορικά πλοία έφτασαν στις γαλλικές ακτές όχι την «D-Day», την ημέρα της απόβασης, δηλαδή στις 6 Ιουνίου του 1944, αλλά τέσσερις ημέρες αργότερα, συμμετέχοντας στον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων.
«Η πρότασή μας για τη θέαση του «Ναυαγίου» από ψηλά περιλαμβάνει την κατασκευή μιας στοάς με μια μουσειακή έκθεση, βυθισμένης στο έδαφος, που ξεπροβάλλει σε έναν εξώστη με θέα τον γκρεμό και το «Nαυάγιο». »
Για να συγκεντρώσει τα στοιχεία αυτά ο καθηγητής Νίκος Μπελαβίλας, δεν χρειάστηκε να ταξιδέψει μέχρι το Ηνωμένο Βασίλειο. «Ευτυχώς ζούμε στην εποχή που όλες αυτές οι επικοινωνίες με τα αρχεία, τις συλλογές και τα μουσεία μπορούν να γίνουν ηλεκτρονικά. Οι Βρετανοί ήταν πολύ πρόθυμοι στη συνεργασία μαζί μας. Πολύτιμη υπήρξε φυσικά και η βοήθεια φίλων και συναδέλφων ναυπηγών με γνώση των πηγών και των ναυτικών αρχείων. Βέβαια, εάν προχωρήσουν οι προτάσεις του Πολυτεχνείου, σίγουρα θα χρειαστεί επιτόπια έρευνα για τη συγκέντρωση περισσότερου τεκμηριωτικού υλικού.
Οπως σας είπα, η πρότασή μας για τη θέαση του «Ναυαγίου» από ψηλά περιλαμβάνει την κατασκευή μιας στοάς με μια μουσειακή έκθεση, βυθισμένης στο έδαφος, που ξεπροβάλλει σε έναν εξώστη με θέα τον γκρεμό και το «Nαυάγιο». Είμαι σίγουρος ότι εάν προχωρήσει η έρευνα στη Βρετανία, θα βρούμε πρωτότυπο υλικό. Μαρτυρίες ανθρώπων που μεταφέρθηκαν με το «Saint Bedan», φωτογραφίες κ.λπ.».
H ελληνική περιπέτεια
Το 1964 η J. & A. Gardner & Co. Ltd. πουλά το πλοίο, το οποίο αγοράζεται στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη. «Το «Παναγιώτης» θα το βρούμε καταγεγραμμένο ξανά, για πρώτη φορά από την πώλησή του το 1964, ως ναυάγιο στη Ζάκυνθο το 1980» αναφέρει ο κ. Μπελαβίλας. «Δυστυχώς από τη στιγμή που πέρασε στα ελληνικά νηολόγια υπάρχει ένα κενό 24 ετών για τις δραστηριότητές του.
Και πάλι μέσω των βρετανικών αρχείων μάς έγινε γνωστό ότι άλλαξε τέσσερα ονόματα και έξι ιδιοκτήτες, χωρίς κανένα άλλο όμως στοιχείο σχετικά με το τι μετέφερε, τι διαδρομές πραγματοποιούσε κ.λπ. Και εδώ διαφαίνεται η κολοσσιαία διαφορά μεταξύ των βρετανικών αρχείων και των ελληνικών. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το σκαρί αυτό του 1937 καταλήγει το 1980, ως «απόμαχος πλέον μαχητής», «τσιγαράδικο» της Μαφίας, να πλέει στα νερά της Αδριατικής».
Το τελευταίο ταξίδι του «Παναγιώτη» ξεκίνησε όταν απέπλευσε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1980 από το λιμάνι του Αργοστολίου, με ψεύτικη δήλωση απόπλου και δήθεν προορισμό τον Πειραιά. Ουσιαστικά λειτουργούσε ως λαθρεμπορικό «τσιγαράδικο», έχοντας εκείνη την ημέρα πενταμελές πλήρωμα και τέσσερις επιβάτες. Οι επτά ήταν Ελληνες και οι δύο Ιταλοί. Οι Ιταλοί συνόδευαν το φορτίο για λογαριασμό των αγοραστών. Μετά τον απόπλου του, μέσα στη νύχτα, το πλοίο άλλαξε ρότα και κινήθηκε νοτιοδυτικά – κατά την ανάκριση για την Τυνησία, κατά τον καπετάνιο για τη Μάλτα.
Ο πλοιοκτήτης είχε έρθει σε επαφή με άτομα της ιταλικής Καμόρα για να παραλάβει μια μεγάλη ποσότητα λαθραίων τσιγάρων ανοιχτά του πελάγους, τα οποία στη συνέχεια θα ξεφόρτωναν σε ταχύπλοα σκάφη των Ιταλών ανοιχτά της Νάπολι. Σύμφωνα με την κατάθεση του καπετάνιου του πλοίου, το «Παναγιώτης» συνάντησε το πλοίο «San Georgio» με σημαία Ισπανίας και φόρτωσε 1.895 κούτες τσιγάρα ξένης προέλευσης με αξία που πλησίαζε τις 200.000 δολάρια.
Σύμφωνα με τις ανακριτικές καταθέσεις, τελικά ο πλοίαρχος και ο πλοιοκτήτης αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα προκειμένου να πουλήσουν οι ίδιοι τα λαθραία τσιγάρα. Βασικό στοιχείο της αλλαγής προκύπτει ότι είναι η ασυνέπεια των Ιταλών, οι οποίοι δεν είχαν πληρώσει τον απαιτούμενο ναύλο. Μάλιστα, καπετάνιος και πλήρωμα συνέλαβαν με χρήση όπλου τους ιταλούς συνοδούς του φορτίου και τους έκλεισαν σε μια καμπίνα, όπου παρέμειναν κλειδωμένοι για 13 ημέρες, με το πλοίο να επιστρέφει στο Ιόνιο.
Εκεί ο πλοιοκτήτης ήρθε στο «Παναγιώτης» με ένα ψαροκάικο και το συνάντησε μάλλον στον όρμο Κατελειό, στα νότια της Κεφαλλονιάς, όμως το πλοίο, που ήδη αντιμετώπιζε πρόβλημα, είχε ξεμείνει και από καύσιμα. Ο καπετάνιος προειδοποίησε τον ιδιοκτήτη καθώς ανέμενε επιδείνωση του καιρού, εκείνος επέστρεψε στο Αργοστόλι για να του στείλει μαζούτ, αλλά δεν το έπραξε. Τελικά, μέσα σε θύελλα με ανέμους έντασης 8 μποφόρ έμεινε ακυβέρνητο και ύστερα από νέα βλάβη στη μηχανή τα ξημερώματα της 2ας Οκτωβρίου ο καπετάνιος το έριξε στην αμμουδιά, στη βάση του γκρεμού στον όρμο του Σπυριλή.
Η μυθιστορηματική υπόθεση του λαθρεμπορικού «τσιγαράδικου» απασχόλησε για αρκετό καιρό τον Τύπο, κανείς όμως δεν μπορούσε τότε να φανταστεί ότι αυτό το ναυάγιο θα εξελισσόταν ως ένα από τα πιο γνωστά τοπόσημα για τον ελληνικό τουρισμό.
Εφέτος, η παραλία «Nαυάγιο» θα παραμείνει για μία ακόμη χρονιά κλειστή, σύμφωνα με κοινή υπουργική απόφαση, όλα όμως συνηγορούν ότι επιτέλους βρισκόμαστε στον σωστό δρόμο ώστε να διασωθεί ένα από τα πιο διάσημα αξιοθέατα της χώρας μας.