«Αισθάνομαι λίγο κουρασμένη, είμαι όμως χαρούμενη και ευτυχισμένη» λέει η Ναντίν Σιέρα στην αρχή της τηλεφωνικής επικοινωνίας μας. Η κούραση ήταν εύλογη, καθώς εκείνη την περίοδο η διάσημη αμερικανίδα υψίφωνος βρισκόταν στο Παρίσι για δώδεκα παραστάσεις της «Τραβιάτα» του Βέρντι. Η χαρά και η ευτυχία ήταν αποτελέσματα αφενός της θερμής υποδοχής της ερμηνείας της από κοινό και κριτικούς, αφετέρου της παρουσίας στο Παρίσι των γονιών της που «ταξίδεψαν ως εδώ για να με δουν στη σκηνή και για να περάσουν μερικές ημέρες μαζί μου».
Η αγάπη της για την οικογένειά της και για το τραγούδι είναι, όπως η ίδια αποκαλύπτει, οι δύο βασικές κινητήριες δυνάμεις της ζωής της. Ενός ταξιδιού που ξεκίνησε πριν από 36 χρόνια από το Φορτ Λόντερντεϊλ της Φλόριδας για να τη φέρει στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου ως μια από τις πλέον περιζήτητες σήμερα λυρικές κολορατούρες. Και στις στάσεις του οποίου περιλαμβάνεται και το Ηρώδειο, όπου τον ερχόμενο Ιούλιο η Ναντίν Σιέρα θα κάνει το ελληνικό ντεμπούτο της ερμηνεύοντας την «Τραβιάτα» του Βέρντι στην παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Οι αγαπημένοι ρόλοι
Συναντιέστε συχνά τελευταίως με την ηρωίδα του Βέρντι. Είναι τελικά η «Τραβιάτα» ένας από τους αγαπημένους σας ρόλους;
«Οσο την τραγουδώ γίνεται ένας από τους αγαπημένους μου ρόλους. Ο πιο αγαπημένος εξακολουθεί όμως να είναι η Τζίλντα από τον «Ριγκολέτο»».
Γιατί;
«Η Τζίλντα μπήκε στη ζωή μου πριν από τουλάχιστον μία δεκαετία. Την έχω τραγουδήσει πολλές φορές, τη γνωρίζω πολύ καλά. Αισθάνομαι πως έχω βαθιά σύνδεση με τον χαρακτήρα της και με τη μουσική του «Ριγκολέτο». Με συγκινούν η γλύκα και η αθωότητά της, ο τρόπος με τον οποίο ωριμάζει και φυσικά η μεγαλειώδης θυσία της. Η «Τραβιάτα», πάλι, είναι μια διαφορετική, πιο έμπειρη, θα έλεγα, γυναίκα… Ναι, αυτή τη στιγμή η Τζίλντα είναι η αγαπημένη μου ηρωίδα, με την «Τραβιάτα» να έρχεται δεύτερη».
Ταυτίζεστε με τις ηρωίδες που ερμηνεύετε; Οσο τουλάχιστον μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο… Πώς τις προσεγγίζετε;
«Προσπαθώ να τις καταλάβω, να κατανοήσω τις αντιδράσεις τους. Και να τις συμπαθήσω. Αυτό ήταν εξαιρετικά εύκολο στην περίπτωση της Τζίλντα».
Ενας άλλος σημαντικός ρόλος σας θεωρείται η «Λουτσία Ντι Λάμερμουρ»…
«Ω, αυτή είναι μια πολύ σκοτεινή όπερα. Και η κεντρική ηρωίδα φέρει, κατά τη γνώμη μου, όλο αυτό το σκοτάδι στο τραγούδι της».
Το λέτε σαν να μην τη συμπαθείτε πολύ ή κάνω λάθος;
«Οχι, τη συμπαθώ. Και τη λυπάμαι, κυρίως τη λυπάμαι. Είναι καταδικασμένη να ζήσει όλη της τη ζωή στη φυλακή που έχει φτιάξει η οικογένειά της για εκείνη. Αυτή ήταν η μοίρα των γυναικών τότε. Απλώς, για να παίξω τη Λουτσία, για να αποδώσω όσο γίνεται πιο πειστικά την παράνοιά της με τον τρόπο που εγώ την καταλαβαίνω, πρέπει να καταβυθιστώ συναισθηματικά σε ένα δυσοίωνο, σκοτεινό και ανήλιαγο μέρος. Και αυτό την κάνει πιο δύσκολη. Για να μην αναφερθώ και στις φωνητικές δυσκολίες!».
Θεωρείται από τους δυσκολότερους ρόλους του ρεπερτορίου της σοπράνο…
«Μα είναι! Είναι φοβερά δύσκολη. Και αν και έχω τις υψηλές νότες, υπάρχει πάντα ο παράγοντας χρόνος: Οσο μεγαλώνω η φωνή μου αλλάζει, γίνεται πιο λυρική, πιο γεμάτη στα κέντρα, οπότε κάθε φορά που πρέπει να τραγουδήσω τη Λουτσία καλούμαι να ξαναβρώ τους πιο νεανικούς ήχους. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να κάνω έξτρα δουλειά με τη φωνή μου, κάτι που δεν είναι απαραίτητο σε άλλους ρόλους».
«Από τότε που ήμουν παιδί, που πρωτοάρχισα να τραγουδώ μόνη, ποτέ δεν ξεχώρισα τη μελωδία από το δράμα.»
Οταν μελετάτε έναν νέο ρόλο, ξεκινάτε από το κείμενο ή από τη μουσική;
«Νομίζω πως αυτά τα δύο στην όπερα πάνε μαζί. Από τότε που ήμουν παιδί, που πρωτοάρχισα να τραγουδώ μόνη, ποτέ δεν ξεχώρισα τη μελωδία από το δράμα. Και τα δύο ήταν ένα μέσα στο μυαλό μου. Βεβαίως δεν παραβλέπω τη θεατρική διάσταση του κάθε ρόλου, η οποία συχνά με εμπνέει για να επιλέξω την επόμενη όπερα που θα τραγουδήσω».
Υπάρχουν δηλαδή ρόλοι όπου σας αρέσει η μουσική αλλά δεν σας αρέσει το κείμενο, ο χαρακτήρας;
«Ναι, όπως η Ροζίνα, από τον «Κουρέα της Σεβίλλης». Αναγνωρίζω ότι είναι ένας ρόλος γοητευτικός, με θαυμάσια μουσική. Την απολαμβάνω όταν την ερμηνεύουν επί σκηνής διάφορες συνάδελφοί μου, όμως δεν είναι ένας ρόλος που θέλω να ερμηνεύω και να τραγουδώ εγώ. Δεν νιώθω σύνδεση με τον χαρακτήρα της. Ισως με έλκουν οι πιο πολύπλοκοι χαρακτήρες, όπως η Τζίλντα και η Βιολέτα. Οι πιο δραματικοί χαρακτήρες».
Ο έρωτας για την όπερα
Τι σας οδήγησε στην όπερα;
«Πολλά πράγματα. Ερωτεύτηκα την όπερα όταν ήμουν δέκα ετών. Με συγκλόνισε κάτι που δεν ξέρω αν θα καταφέρω να σας το περιγράψω σωστά: Το πόσο πιστευτό, κατανοητό και συναρπαστικό ήταν για εμένα όλο αυτό που συνέβαινε, ακόμα και αν δεν παρακολουθούσα παράσταση αλλά απλώς άκουγα έναν δίσκο. Ακόμα και αν δεν γνώριζα την υπόθεση. Τα συναισθήματα με κατέκλυζαν μόνο και μόνο χάρη στη μουσική. Αισθανόμουν πως η μουσική ήταν αρκετή για να καταλάβω τα πάντα. Ηταν, ξαφνικά, σαν να ανακάλυψα μια νέα γλώσσα την οποία κατανοούσα απόλυτα και διά της οποίας μπορούσα να επικοινωνήσω».
«Συχνά αισθάνομαι πως μπορώ να εκφράσω τις σκέψεις μου καλύτερα τραγουδώντας, παρά όταν παίρνω μέρος σε μια συζήτηση.»
Είστε εδώ και χρόνια επαγγελματίας σε έναν αρκετά απαιτητικό χώρο. Εξακολουθείτε να αντιμετωπίζετε το λυρικό τραγούδι με τον ρομαντισμό και την αγνότητα που το αντιμετωπίζατε όταν ξεκινούσατε; Υπάρχουν στιγμές που απλώς πρέπει να γίνει η δουλειά;
«Η δουλειά πρέπει να γίνει ούτως ή άλλως. Ομως, για εμένα πάντα η μουσική, η όπερα, είναι ένα είδος θεραπείας. Πώς κάποιοι άνθρωποι κάνουν μουσικοθεραπεία, χρησιμοποιούν δηλαδή τις ευεργετικές ιδιότητες της μουσικής για να αντιμετωπίσουν διάφορες ασθένειες; Ετσι και εγώ μέσα από τη μουσική ζω μια διαρκή διαδικασία θεραπείας. Η μουσική είναι ένας από τους ομορφότερους τρόπους που έχει βρει ο άνθρωπος για να εκφράζεται. Συχνά αισθάνομαι πως μπορώ να εκφράσω τις σκέψεις μου καλύτερα τραγουδώντας, παρά όταν παίρνω μέρος σε μια συζήτηση».
Ακουγαν κλασική μουσική στην οικογένειά σας;
«Ναι! Ακουγαν πολλή όπερα, κυρίως η οικογένεια από την πλευρά της μητέρας μου. Η μητέρα μου κατάγεται από την Πορτογαλία, από τη Λισαβόνα. Ο πατέρας της αγαπούσε πολύ το θέατρο και παρακολουθούσε παραστάσεις. Η μητέρα της, δηλαδή η γιαγιά μου, είχε υπέροχη φωνή και όταν ήταν νέα το όνειρό της ήταν να σταδιοδρομήσει στην όπερα. Δεν ήταν όμως το πεπρωμένο της. Ο πατέρας της δεν θα της επέτρεπε ποτέ να κάνει μια τέτοια καριέρα. Ηταν άλλα χρόνια εκείνα, καταλαβαίνετε. Για να είσαι καλό κορίτσι έπρεπε να παντρευτείς, να φροντίζεις τον σύζυγό σου, να κάνεις παιδιά και ως εκεί. Ετσι εκείνη δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει το όνειρό της. Να που κατάφερα να το πραγματοποιήσω εγώ τώρα».
Εχουν, πράγματι, αλλάξει πολύ τα πράγματα από την εποχή της γιαγιάς σας, όμως ο κόσμος της όπερας εξακολουθεί να είναι ένας μάλλον ανδροκρατούμενος κόσμος. Οχι;
«Για να είμαι δίκαιη, θα ήθελα να παρατηρήσω πως σήμερα οι γυναίκες λυρικές τραγουδίστριες, αυτές που κάνουν διεθνή καριέρα, είναι περισσότερες από τους άνδρες λυρικούς τραγουδιστές. Το ίδιο παρατηρώ και στις νεότερες γενιές, είναι περισσότερες οι γυναίκες που ασχολούνται με το είδος, που σπουδάζουν λυρικό τραγούδι, από τους άνδρες. Οπότε δεν υπάρχουν τα προβλήματα που υπήρχαν παλιά, από τις οικογένειες που δεν επιθυμούσαν μια τέτοια πορεία για τα κορίτσια τους κ.λπ. Τώρα, όσον αφορά το σχόλιό σας για τον ανδροκρατούμενο κόσμο, ακόμα και αν αυτό ισχύει έως έναν βαθμό, για να σας μιλήσω με βάση τη δική μου εμπειρία, εγώ ποτέ δεν αισθάνθηκα πως η ισχύς των ανδρών δημιούργησε πρόβλημα στην καριέρα μου. Καλούμαι πότε-πότε να αντιμετωπίσω κάτι περίεργες, σοβινιστικές συμπεριφορές από ορισμένους άνδρες μαέστρους, αλλά αυτό μόνο. Σε εμένα – και το λέω με κάθε ειλικρίνεια – ο χώρος έχει φερθεί πολύ καλά, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν και συνάδελφοι που έχουν αντιμετωπίσει προβλήματα».
Η καθημερινή ζωή
Φίλους, πραγματικούς φίλους, έχετε κάνει σε αυτόν τον χώρο;
«Οι περισσότεροι δάσκαλοι φωνητικής με τους οποίους έχω μελετήσει είναι άνδρες, και μάλιστα γκέι άνδρες, οι οποίοι στην πορεία της ζωής μου έγιναν σχεδόν μέλη της οικογένειάς μου. Κάποιοι λειτουργούν ακόμα και σήμερα ως πατρικές φιγούρες για εμένα, οπότε δεν μιλάμε απλώς για φίλους αλλά για κάτι περισσότερο. Είμαι πολύ τυχερή που έχω γνωρίσει τέτοιους ανθρώπους και που τους έχω συμπαραστάτες μου σε αυτόν τον καθημερινό αγώνα. Γιατί είναι μια πολύ σύνθετη κατάσταση η καθημερινότητα ενός λυρικού τραγουδιστή».
Πώς το εννοείτε;
«Πρέπει να ταξιδεύεις διαρκώς, να μελετάς και να εξασκείσαι διαρκώς, να προστατεύεις τον εαυτό σου από κρυώματα, από μικρόβια, από ταλαιπωρίες, από άγχη και ανησυχίες. Οπως οι αθλητές που όταν έχουν αγώνες προσέχουν τα πάντα, έτσι πρέπει να είμαστε και εμείς καθημερινά σε άριστη φυσική κατάσταση. Ε, δεν είναι εύκολο!».
Ανήκετε στους καλλιτέχνες που μελετούν καθημερινά;
«Οχι! Αυτό το έκανα στην αρχή, όταν δεν είχα ένα τόσο γεμάτο πρόγραμμα και μια τόσο απαιτητική καριέρα. Τότε μελετούσα κάθε ημέρα. Εξακολουθώ πάντα να συνεργάζομαι με τον προγυμναστή μου, με τον οποίο μελετώ και φροντίζω την υγεία της φωνής μου. Αν όμως η μελέτη ήταν καθημερινή, θεωρώ ότι και τη φωνή μου θα κούραζα και θα κουραζόμουν ψυχολογικά. Οταν π.χ. το πρόγραμμά μου περιλαμβάνει έναν μήνα δοκιμών, αυτό σημαίνει καθημερινή δουλειά για έξι ημέρες την εβδομάδα και ρεπό μόνο μία ημέρα. Αν και εκείνη τη μία ημέρα μελετήσω, δεν θα μείνει καθόλου χρόνος για ξεκούραση. Επειτα αρχίζουν οι παραστάσεις, ανάμεσα στις οποίες έχουμε συνήθως δύο ημέρες ρεπό, απαραίτητες για να ξεκουραστούμε, κυρίως για να ξεκουράσουμε τη φωνή. Επειτα από μια παράσταση π.χ. της «Τραβιάτα», όπου έχω δώσει το 150% της ενέργειάς μου, έχω απόλυτη ανάγκη από ξεκούραση. Πολύ συχνά, κατά τη διάρκεια αυτών των δύο ημερών που μεσολαβούν από παράσταση σε παράσταση, αποφεύγω ακόμα και να ακούω κλασική μουσική. Γιατί και όταν ακούω αισθάνομαι ότι οι μύες στο κεφάλι, στο πρόσωπο, στο σώμα μου κινητοποιούνται, θέλουν να ανταποκριθούν (σ.σ.: γελάει). Πρέπει όμως να τους ξεκουράσω».
Και τι κάνετε όταν δεν εργάζεστε;
«Πολύ απλά πράγματα. Ας πούμε τώρα που έχουν έρθει στο Παρίσι οι γονείς μου για να με δουν στην «Τραβιάτα» και για να περάσουν λίγες ημέρες μαζί μου, κάνουμε βόλτες, πηγαίνουμε σε ωραία εστιατόρια, παίρνω τη μαμά μου και κάνουμε παρέα λίγα ψώνια σε αυτά τα υπέροχα μαγαζιά. Αυτά που κάνει όλος ο κόσμος. Αλλά και μόνη όταν είμαι, περπατώ, πηγαίνω για έναν καφέ, κάνω περάσματα από τα βιβλιοπωλεία, χαλαρώνω παρακολουθώντας κάποιο σίριαλ στο Νetflix…».
Είδατε κάτι καλό τώρα τελευταία;
«Ναι, είδα τo «The Empress» και μου άρεσε πολύ! Τώρα περιμένω να αρχίσει η προβολή του δεύτερου κύκλου. Είναι ό,τι πρέπει για τα ήρεμα βράδια».
Πάντως το πρόγραμμά σας παραμένει πιεστικό. Μετά την «Τραβιάτα» του Παρισιού σας περιμένουν ο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Γκουνό στη Νέα Υόρκη, η «Λουτσία Ντι Λάμερμουρ» στο Λονδίνο, το ντεμπούτο σας στη «Λουίζα Μίλερ» του Βέρντι στη Νάπολι και μετά η «Τραβιάτα» με τη δική μας Εθνική Λυρική Σκηνή στην Αθήνα τον Ιούλιο…
«Μου είπαν πως ειδικά εκείνον τον μήνα κάνει φοβερή ζέστη στην Αθήνα, είναι αλήθεια;».
Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στη Φλόριδα, κατάγεστε από τη Λισαβόνα, οπότε μην ανησυχείτε, ξέρετε από ζέστη! Σας διαβεβαιώνω, η ζέστη του Μαϊάμι είναι ίσως χειρότερη από εκείνη της Αθήνας.
«Τέλεια, πολύ καθησυχαστικό αυτό που μου λέτε (σ.σ.: γελάει)».
Στο μεταξύ, συνεχίζετε και τα κοινά ρεσιτάλ που εγκαινιάσατε πέρυσι με μια άλλη διάσημη συνάδελφό σας; Με την υψίφωνο Πρίτι Γιέντε;
«Απολαμβάνω ιδιαίτερα τη συνεργασία με την Πρίτι, η συνύπαρξή μας είναι μια ευτυχισμένη και εξαιρετικά δημιουργική στιγμή για εμένα».
Και ο περίφημος ανταγωνισμός ανάμεσα στις σοπράνο; Οταν μάλιστα, όπως στη δική σας περίπτωση, μοιράζονται ακριβώς το ίδιο ρεπερτόριο;
«Ευτυχώς στη δική μας περίπτωση δεν υπάρχει κάτι τέτοιο (σ.σ.: γελάει). Εξάλλου αποφασίσαμε να συνεργαστούμε ακριβώς επειδή γνωρίζαμε πως δεν υπάρχουν ανταγωνισμοί και αντιπαλότητες. Είμαστε φίλες, δεν θα μπορούσαμε να είμαστε κάτι άλλο από τη στιγμή που μοιραζόμαστε τόσα πράγματα».
Τι εννοείτε;
«Μοιραζόμαστε τους ίδιους ρόλους στη σκηνή, συχνά στην ίδια παραγωγή, κυρίως όμως μοιραζόμαστε το ίδιο lifestyle, τον ίδιο τρόπο ζωής. Και οι δύο περνάμε πάρα πολύ χρόνο μόνες. Ταξιδεύουμε διαρκώς μακριά από τα σπίτια μας. Δεν έχουμε παντρευτεί και δεν έχουμε κάνει παιδιά. Οταν μοιράζεσαι τόσα πράγματα με τον άλλον, έρχεσαι πιο εύκολα κοντά του, αναπτύσσεται ένα είδος αμοιβαίου σεβασμού. Γιατί καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο είναι αυτό που κάνει και πόσα πράγματα έχει θυσιάσει σε αυτή τη διαδρομή. Στην καθημερινή ζωή μας χρειάζεται να καταβάλλουμε τόσο μεγάλη προσπάθεια που η διάσπαση της προσοχής μας με αντιπαλότητες, διαφωνίες, καβγάδες κ.λπ. είναι, πώς να το πω… Οι ανταγωνισμοί είναι σπατάλη ενέργειας. Νομίζω πως η Πρίτι κι εγώ τα καταλαβαίνουμε αυτά και συμφωνούμε, οπότε δεν μπορούμε παρά να έχουμε μια καλή σχέση, να αγαπάμε η μία την άλλη. Είναι πολύ σημαντικό να βρίσκεις φίλους εκεί έξω. Πάντα θεωρούσα πως η αγάπη είναι η πιο ισχυρή ενέργεια στο Σύμπαν».
Τα καλλιτεχνικά όνειρα
Ωραίο ακούγεται, την ίδια στιγμή η ζωή είναι μια αρένα που σε υποχρεώνει να αγωνίζεσαι και να πολεμάς, όχι;
«Ακόμα και έτσι, πρέπει να βρίσκεις την αγάπη μέσα σου και να τη δίνεις στους άλλους. Αυτό είναι πιο σημαντικό από οτιδήποτε άλλο. Πιο σημαντικό από τα χειροκροτήματα, πιο σημαντικό από τη φήμη, πιο σημαντικό από τα χρήματα. Σας το λέω πολύ ειλικρινά».
Ποια είναι τα καλλιτεχνικά όνειρά σας;
«Αδημονώ να τραγουδήσω για πρώτη φορά τη «Λουίζα Μίλερ» στη Νάπολι. Θέλω επίσης να κάνω τη «Μαρία Στουάρντα» και τη Μιμί από την «Μποέμ»».
Τι σας κάνει ευτυχισμένη στη ζωή σας εκτός από το τραγούδι;
«Αυτή τη στιγμή που μιλάμε κάθεται δίπλα μου η μητέρα μου. Αυτό είναι χαρά. Εχω οικογένεια, εκτός από τους γονείς μου έχω και τις αδελφές μου που είναι δίπλα μου σε ό,τι κάνω. Ο,τι αρνητικό και αν φέρει η κάθε ημέρα – έπειτα, ας πούμε, και από μια παράσταση όπου δεν ένιωθα καλά και δεν τραγούδησα όπως ήθελα –, η οικογένειά μου θα είναι εκεί για εμένα. Ξέρω πως πολλοί λυρικοί καλλιτέχνες αγωνίζονται ολομόναχοι επειδή δεν έχουν οικογένειες ή επειδή οι οικογένειές τους δεν υποστηρίζουν τον τρόπο ζωής τους και τις επιλογές τους, γι’ αυτό αισθάνομαι εξαιρετικά τυχερή που έχω αυτή την οικογένεια. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, περισσότερο από την καριέρα μου (για την οποία εννοείται πως είμαι ευτυχής και ευγνώμων!), σημασία έχει η οικογένειά μου, που πάντα με εμψυχώνει και με στηρίζει. Είναι η μεγαλύτερη τύχη μου και η μεγαλύτερη ευτυχία μου».