Οι παραστάσεις που είχαν ξεκινήσει τον Φεβρουάριο του 2020 διακόπηκαν ξαφνικά λόγω της πανδημίας. Εφέτος η Εθνική Λυρική Σκηνή επιστρέφει «Into the Woods», στα δάση, για να συνεχίσει το παραμύθι που είχε ξεκινήσει να διηγείται στο κοινό της τότε.
Ενα παραμύθι σκοτεινό, συμβολικό και υποβλητικό, αλλά και ανάλαφρο και αστείο, όπως τα περισσότερα παραμύθια με τα οποία μεγαλώσαμε. Επενδεδυμένο με τη θαυμάσια μουσική του Στίβεν Σόντχαϊμ, ενός από τουςσημαντικότερους εκπροσώπους του μουσικού θεάτρου διεθνώς.
Το μιούζικαλ «Into the Woods» ζωντανεύει ξανά από την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ στην εκδοχή για πιάνο και κρουστά (στο πιάνο ο Χρήστος Σακελλαρίδης, στα κρουστά οι Θοδωρής Βαζάκας και Κώστας Σερεμέτης), σε μουσική διεύθυνση-διδασκαλία του Στάθη Σούλη, μετάφραση-σκηνοθεσία του Δημήτρη Αγιοπετρίτη-Μπογδάνου και με έναν αξιόλογο θίασο ηθοποιών-τραγουδιστών – Xαρά Κεφαλά, Αποστόλης Ψυχράμης, Μαρία Γράμψα, Λευτέρης Καλπακτσίδης, Νικόλας Καραγκιαούρης, Θάνος Λέκκας, Λητώ Μεσσήνη, Δανάη Μουτσοπούλου, Δημήτρης Αγιοπετρίτης-Μπογδάνος, Ολγα Παπακωνσταντίνου και Λυδία Τζανουδάκη –, με τη Νάντια Κοντογεώργη, μία από τις ηθοποιούς που τα τελευταία χρόνια διαπρέπουν (και) στον χώρο του μιούζικαλ, να ερμηνεύει τον απαιτητικό ρόλο της Μάγισσας.
Πρόκειται, αν δεν απατώμαι, για τη δεύτερη φορά στην καριέρα σας που ερμηνεύετε επί σκηνής μουσική του Στίβεν Σόντχαϊμ;
Πράγματι. Η πρώτη ήταν ο «Σουίνι Τοντ» που είχαμε κάνει μαζί με την Καμεράτα – Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής. Τότε βούτηξα στα βαθιά και παρά την αγωνία και το τρακ μου, γοητεύτηκα πολύ. Και το κείμενο και το λιμπρέτο και η μουσική στα μεγάλα έργα του Σόντχαϊμ είναι ηδονικά για τον καλλιτέχνη!
Ξέρετε, ο Σόντχαϊμ ήταν ένας συνθέτης που ασχολήθηκε πολύ, πάρα πολύ, με τη λεπτομέρεια. Δίνει λοιπόν και στον καλλιτέχνη την ευκαιρία να ασχοληθεί με τη λεπτομέρεια: Γιατί επιλέχθηκε αυτή η νότα; Γιατί επιλέχθηκε αυτό το μουσικό διάστημα; Γιατί επιλέχθηκε αυτή η λέξη; Και όταν καταπιάνεσαι με κάτι όπου η λεπτομέρεια είναι τόσο σημαντική, μπορείς και εσύ και αισθητικά και συναισθηματικά και τεχνικά να γίνεις καλύτερος. Ακόμα και να αγγίξεις το υψηλότερο δυνατό σημείο.
Ποιο είναι αυτό;
Ας πούμε πως είναι το σημείο στο οποίο ο καλλιτέχνης μπορεί να βιώσει τη ροή της ενέργειας, αίσθηση που κάνει την όλη διαδικασία συναρπαστική. Αυτό είναι αποδεδειγμένο και επιστημονικά. Και τότε, εκείνη τη στιγμή, μπορεί να συναντηθεί και με το κοινό σε αυτό το υψηλό επίπεδο.
Γι’ αυτό αγαπώ τόσο πολύ τον Σόντχαϊμ και τα έργα του. Οχι μόνο επειδή ο ίδιος ήταν άριστος γνώστης του μουσικού θεάτρου, αλλά και επειδή φαινόταν να γνωρίζει τη ζωή ή τουλάχιστον να προσπαθεί με εμπνευσμένο και με σημαντικό τρόπο να την εξηγήσει. Εν προκειμένω αυτό το έκανε με το πιο οικείο για εμένα όχημα, το μιούζικαλ. Ο Σόντχαϊμ ήταν, είναι από μόνος του ένα πολύ ξεχωριστό είδος δημιουργού.
«Ομως, σε έναν κόσμο φτιαγμένο από σκοτάδι, καλό είναι η τέχνη να φωτίζει. Και ειδικά το μιούζικαλ, φωτίζει ακόμα και μέσα από την απελπισία».
Για να επιστρέψουμε στην παραγωγή της ΕΛΣ με το «Into the Woods», τι σας αρέσει περισσότερο στο έργο;
Αυτό το τόσο βαθιά υπαρξιακό και φιλοσοφικό πνεύμα που το διατρέχει. Ο πλούτος του. Συμβαίνει όμως και κάτι άλλο, που κάνει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εμπειρία την παράστασή μας: Ξαναπιάνουμε το έργο έπειτα από περίπου τέσσερα χρόνια, περίοδο μέσα στην οποία έχουμε όλοι, θα έλεγα, κάπως «μετακινηθεί», έχουμε αλλάξει, έχουμε (θέλω να πιστεύω) εξελιχθεί.
Eτσι, βλέπουμε και τους ρόλους μας, το έργο, την παράσταση, εντελώς αλλιώς. Αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας και τον κόσμο αλλιώς. Είναι όπως και στην πραγματική ζωή: Oταν συναντιέσαι με έναν φίλο που έχεις να δεις χρόνια και συνειδητοποιείς πως έχετε αλλάξει και οι δύο.
Την ίδια στιγμή, αυτή την ευκαιρία, να ανακαλύψουμε ξανά τους εαυτούς μας, να κοιτάξουμε λίγο προς τα μέσα, μας τη δίνει και ο ίδιος ο Σόντχαϊμ μέσα από το έργο: Βάζοντάς μας να ορίσουμε ποιες είναι οι ευχές μας, ποιες είναι οι επιθυμίες μας για τη ζωή, και να αποφασίσουμε πώς πρέπει να ζει κανείς.
Αναφερθήκατε στη δημιουργική εμμονή του Σόντχαϊμ με τη λεπτομέρεια. Εχοντας παρακολουθήσει τη δουλειά σας, νομίζω πως είστε και εσείς μια ηθοποιός που ασχολείται πολύ με τη λεπτομέρεια.
Για εμένα η τεχνική αρτιότητα ήταν ανέκαθεν ζητούμενο. Γι’ αυτό και από τα χρόνια στη σχολής προσπαθούσα να βρω και εκτός σχολής χίλιες δύο πηγές για να μάθω περισσότερα, για να εξελιχθώ. Γιατί ήξερα πως το μιούζικαλ, ένα είδος που αγαπώ ιδιαίτερα, δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις και να το εξελίξεις όπως του αξίζει και όπως του αρμόζει αν εσύ δεν εξελίξεις τα τεχνικά σου μέσα. Είναι ο μόνος τρόπος για να το υπηρετήσεις.
Μικρή όμως αγορά η Ελλάδα για το κοστοβόρο και απαιτητικό μιούζικαλ. Δεν σας κρύβω πως τους έλληνες ηθοποιούς που ασχολούνται με το είδος τούς θεωρώ λίγο Δον Κιχώτες. Η προσπάθεια που πρέπει να καταβάλλουν έχει τελικά αντίκρισμα;
Με συγκινείτε με την παρατήρησή σας, γιατί όντως έτσι είναι. Ομως αυτό είναι και μία πυξίδα για τη ζωή, για την πραγματική ζωή.
Τι εννοείτε;
Πως ακόμα και αν κάποιος δεν βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να χτίσει, καλό είναι να σπέρνει όσο μπορεί. Εγώ είχα πάντα βαθιά πίστη στο όνειρό μου. Και αν δεν έβρισκα τον δρόμο μου εδώ, θα τον έβρισκα αλλού.
Θα το προσπαθούσα, όποιες και αν ήταν οι συνθήκες. Ομως, έτυχε; Ή το είχα ψυχανεμιστεί; Μάλλον έτυχε. Υπάρχουν και πράγματα στη ζωή που ποτέ δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε, βρέθηκα όμως σε μια εποχή που οι συνθήκες ήταν πρόσφορες ώστε να μπορέσει το μιούζικαλ σιγά-σιγά να ανθήσει και στην Ελλάδα. Την ίδια εποχή που έκαναν την εμφάνισή τους άνθρωποι με την ίδια αγάπη και τον ίδιο σεβασμό για αυτή την τέχνη.
Με το κοινό όμως τι γίνεται; Αναφέρομαι κυρίως στο ελληνικό κοινό.
Νομίζω πως ακόμα, στην Ελλάδα, δεν έχουμε εκτιμήσει ιδιαίτερα τι σημαίνει μιούζικαλ. Αλλά στο εξωτερικό, και στις χώρες όπου υπάρχει παράδοση, ενίοτε αντιμετωπίζουν τα μιούζικαλ απλώς ως θεάματα, οπότε κάποιος επικεντρώνει στο θεαματικό και στο διασκεδαστικό κομμάτι χωρίς να αντιλαμβάνεται τον βαθιά αισθητικό και συναισθηματικό πλούτο που έχει το μουσικό θέατρο.
Γιατί τα κλασικά μιούζικαλ – αναφέρω ενδεικτικά τα έργα των Ρίτσαρντ Ρότζερς και Οσκαρ Χάμερσταϊν και του Κόουλ Πόρτερ – είναι σπουδαία έργα! Για να επιστρέψω στην Ελλάδα, ευτυχώς τώρα πια υπάρχει η γενιά που μπορεί να ασχοληθεί ουσιαστικά με τέτοια έργα, υπάρχουν και οι συνθήκες που μπορούν να τα υποστηρίξουν.
Ανέκαθεν θεωρούσα τη «Μελωδία της ευτυχίας» (ένα μιούζικαλ που έχετε και εσείς ερμηνεύσει) κάτι πιο σημαντικό από ένα γλυκανάλατο ερωτικό ρομάντζο, γιατί έτσι το βλέπουν πολλοί…
Μα είναι ένα πολύ σημαντικό έργο, έχετε απόλυτο δίκιο. Οπως είναι σημαντικό να ανεβαίνουν τέτοια έργα. Πράγματι, υπάρχουν θεωρίες που μιλούν για την αναίτια χαρά του μιούζικαλ. Αυτό όμως συμβαίνει επειδή είμαστε πια καχύποπτοι απέναντι στη χαρά και στην αισιοδοξία.
Δεν μπορούμε να την αντέξουμε και να τη χωρέσουμε στις ζωές μας. Ομως, σε έναν κόσμο φτιαγμένο από σκοτάδι, καλό είναι η τέχνη να φωτίζει. Και ειδικά το μιούζικαλ, φωτίζει ακόμα και μέσα από την απελπισία.
Για να φτάσει κανείς να τραγουδήσει σημαίνει πως δεν μπορεί να μιλήσει πια, του έχουν τελειώσει τα λόγια, κάνει μια υπέρβαση. Και όπως όταν μιλάμε σε υψηλές συχνότητες, έτσι και όταν τραγουδάμε συμβαίνει κάτι στο σώμα μας, κάτι έντονο, κάτι πιθανώς πρωτόγνωρο και ρηξικέλευθο. Μια αίσθηση υπέρβασης που ενίοτε ακουμπά την τραγωδία.
Ετσι είναι η όπερα. Ετσι είναι το μιούζικαλ, σε μικρότερες όμως εντάσεις. Το θέατρο μπορεί να αγγίξει τα βάθη της ψυχής μας, και αυτό μέσα από τη μουσική γίνεται ακόμα πιο άμεσο.
Παίζετε στο θέατρο και στην τηλεόραση, τραγουδάτε, δοκιμάσατε τον ρόλο της παρουσιάστριας σε τηλεοπτική εκπομπή… Είστε ένας τολμηρός στις επαγγελματικές επιλογές σας άνθρωπος;
Οι ηθοποιοί έχουμε τη δυνατότητα– ένα, τολμώ να πω, με όλον τον ναρκισσισμό μου, κομματάκι ευφυΐας – να αντιλαμβανόμαστε περνώντας από ρόλο σε ρόλο πως ο χρόνος της ζωής είναι μικρός, τόσος δα. Λόγω επαγγέλματος μπορούμε να χαρίσουμε στους εαυτούς μας τη δυνατότητα να απολαύσουν πολλές ζωές μέσα σε αυτόν τον λίγο χρόνο και να ασχοληθούν με πολλά πράγματα.
«Για εμένα η τεχνική αρτιότητα ήταν ανέκαθεν ζητούμενο. Γι’ αυτό και από τα χρόνια στη σχολής προσπαθούσα να βρω και εκτός σχολής χίλιες δύο πηγές για να μάθω περισσότερα, για να εξελιχθώ».
Και στην πραγματική ζωή για εμένα είναι χαρά να μπορώ να δοκιμάζω με διαφορετικούς τρόπους, προς διαφορετικές κατευθύνσεις, με διαφορετικούς ανθρώπους και με τρόπους που παλαιότερα ούτε καν φανταζόμουν για τον εαυτό μου. Οσο έχω τη δυνατότητα επιλογής, γιατί και αυτό είναι μεγάλη τύχη και ευλογία, θα τολμώ και θα δοκιμάζω. Γιατί μέσα από τους διαφορετικούς ανθρώπους και από τους διαφορετικούς ρόλους καταλαβαίνουμε τα κομμάτια μας.
Αλλιώς μένουμε στην ασφάλεια τού «αυτός είμαι» και ούτε εξελισσόμαστε ούτε τίποτε. Πεθαίνουμε δεκαπεντάχρονοι στα ενενήντα κάτι μας! Ο,τι αντέχει, βεβαίως, ο καθένας. Ως εκεί που του επιτρέπουν τα προσωπικά όριά του. Αλλά σημασία έχει και ποιο είναι το αίτημά του από τη ζωή.
Το δικό σας αίτημα ποιο είναι; Τι θέλετε να βρείτε μπροστά σας; Τι ονειρεύεστε;
Ονειρεύομαι να έχω εσωτερική ηρεμία και να μου έχω εμπιστοσύνη. Ονειρεύομαι ότι θα είμαι εδώ και θα με στηρίζω στα καλά και στα άσχημα. Και πως θα μπορώ να ανοίγω την ψυχή μου και την καρδιά μου σε όλο και περισσότερη αγάπη.
Αγάπη απέναντι στον εαυτό μου, στον σύντροφό μου, στους φίλους μου, στην τέχνη μου. Ελπίζω να μη χάσω ποτέ την παιδική χαρά που έχω για τη ζωή. Να μη χάσω ποτέ τη λαχτάρα μου να βουτάω στα νερά, και να καταλαβαίνω μετά αν είναι κρύα ή ζεστά. Αλλά να βουτάω, πάντα.
INFO
«Into the Woods»: Εναλλακτική Σκηνή ΕΛΣ, Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στις 17, 20, 21, 22, 23, 24, 27, 28, 29, 30, 31 Δεκεμβρίου και στις 2, 3, 4, 5, 7 Ιανουαρίου.