Η Νάγια Γιακουμάκη μιλάει με ενθουσιασμό για τα σχέδιά της για το Hellenic Centre στο Λονδίνο, τα οποία πράγματι ακούγονται άκρως ενδιαφέροντα. Οπως το πρόγραμμα «Echo», το οποίο θα διευθύνει με την Ιβόνα Μπλάζγουικ, πρώην επικεφαλής της γκαλερί Whitechapel, και στο πλαίσιό του κάθε τρίμηνο θα πραγματοποιούν μια συνομιλία με σημαντικούς καλλιτέχνες, δέκα στο σύνολό τους, αναφορικά με τη σχέση τους με τον αρχαίο κόσμο.

«Είναι ένας τρόπος να συσχετίσουμε την ιστορία της Ελλάδας με μια σύγχρονη παραγωγή διεθνών συντελεστών. Δεν θα ψάξουμε να βρούμε πώς επηρεάστηκαν μορφολογικά, εννοιολογικά, αλλά θα αναζητήσουμε την υπόγεια σύνδεσή τους».

Από τη Βρετανίδα Τάι Σάνι, η οποία έχει πραγματοποιήσει μια διαδραστική περφόρμανς με θέμα την Αντιγόνη, έως τον γλύπτη Αντονι Γκόρμλι, που έκανε την αλησμόνητη έκθεση στο νησί της Δήλου με τον ΝΕΟΝ, ή τον Αιγύπτιο Βαέλ Σόι, που εκπροσώπησε εφέτος τη χώρα του στην Μπιενάλε της Βενετίας, όλοι και όλες θα δώσουν μια πνοή φρεσκάδας στο περίφημο Hellenic Centre, την οποία σίγουρα χρειαζόταν.

Γενική άποψη του ιδιόκτητου κτιρίου του Ελληνικού Κεντρου. (Photo Credits: Darren Salanson)

Σημείο αναφοράς για την ελληνόφωνη κοινότητα, ιδρύθηκε το 1994 από ισχυρούς ανθρώπους της ελληνικής και κυπριακής διασποράς και στεγάζεται στο δικό του κτίριο στην καρδιά του Λονδίνου, στην περιοχή Marylebone. Εχει υπάρξει και συνεχίζει να είναι ένας χώρος ποικίλων πολιτιστικών εκδηλώσεων και θεσμός για τα μαθήματα ελληνικών του – μαθητές του Κέντρου έχουν υπάρξει από τη Βικτόρια Χίσλοπ ή τον πρώην πρέσβη της Βρετανίας στην Ελλάδα Τζον Κίτμερ μέχρι τον ιδρυτή του διεθνούς προγράμματος Phenomenon Anafi, Πιερτζόρτζιο Πέπε.

Η Νάγια Γιακουμάκη, με πολυετή προϋπηρεσία στην γκαλερί Whitechapel ως μέλος της επιμελητικής ομάδας της αλλά και με ένα πλούσιο βιογραφικό που περιλαμβάνει τη διεύθυνση του ΝΕΟΝ Curatorial Exchange & Award ή τον ρόλο της ως συνδιευθύντρια στην Μπιενάλε της Αθήνας (2016-17), ανέλαβε καθήκοντα στα τέλη του 2022 μαζί με το προσωπικό στοίχημα να προσαρμόσει το Κέντρο στη σύνθετη, δύσκολη όσο και ενδιαφέρουσα εποχή μας.

Τι σας ώθησε να αναλάβετε τη θέση της διευθύντριας στο Hellenic Centre και πώς έχει εξελιχθεί το όραµά σας από τότε που ξεκινήσατε;

Ήμουν πολύ χαρούμενη όταν επιλέχθηκα από την επιτροπή για αυτόν τον σημαντικό ρόλο. Προερχόμενη από έναν πολύ γνωστό οργανισμό με διεθνές βεληνεκές, όπως η Whitechapel Gallery, φυσικά καταλάβαινα ότι θα ήταν μια μεγάλη αλλαγή. Αυτό όμως που με ώθησε ήταν η επιθυμία για αλλαγή και ανανέωση που είχε επικοινωνηθεί σε όλους τους υποψήφιους ως ο μελλοντικός στόχος για το Ελληνικό Κέντρο του Λονδίνου.

Aπό την αρχή ήθελα να επεκτείνω τον ρόλο του Kέντρου, να διασφαλίσω ότι θα γίνει ένας πολύ σοβαρός συντελεστής στην πολιτιστική σκηνή του Λονδίνου και της Αγγλίας, διότι γνώριζα πολύ καλά ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη για κάτι τέτοιο.

Εχουμε μια ευκαιρία – για άλλους οργανισμούς θεωρείται περιορισμός – να εστιάσουμε στην Ελλάδα και στην Κύπρο, στους ελληνόφωνους κατοίκους του πλανήτη, θα έλεγα. Υπήρχε ανάγκη να γίνει εδώ στην Αγγλία μια επανεισαγωγή για το τι σημαίνει πολιτισμός που προέρχεται από την Ελλάδα.

Η Νάγια Γακουμάκη στην είσοδο του Ελληνικού Κέντρου. (Photo Credits: Ασημίνα Γιαγκουδάκη)

Με κριτικό βλέμμα, με κριτική ματιά, χωρίς να υπάρχει εθνικισμός ή ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα. Είναι οι Κλασικές Σπουδές, η Αρχαιότητα, η Ιστορία, η παράδοση, όμως σε όλες αυτές τις θεματικές πρέπει να αφήσουμε στο πλάι το νοσταλγικό κομμάτι. Οταν εξάγεται αυτή η πολιτιστική παραγωγή στο εξωτερικό, συνήθως αυτό που ελκύει τα πολιτιστικά κέντρα και κάποιο κοινό είναι αυτό που θυμούνταν, αυτό που θέλουν να επαναλαμβάνεται για να νιώθουμε σίγουροι και να πιστοποιούμε την ταυτότητά μας.

Δεν είμαστε σε έναν τέτοιον κόσμο πια, έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα στην καλλιτεχνική παραγωγή της Ελλάδας και της Κύπρου και – το κυριότερο – έχει αλλάξει ο κόσμος μας τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια. Υπάρχει μια τεράστια ανάγκη για συμπερίληψη, για ποικιλομορφία, με αποτέλεσμα προγράμματα που ήταν σημαντικά στο παρελθόν να φαίνονται λίγο άκαιρα πλέον. Μπορούμε να συνδέσουμε το παρελθόν με το παρόν με πιο σύγχρονο τρόπο.

Για παράδειγμα, μια ομιλία που κάναμε πέρυσι με σοβαρούς ακαδημαϊκούς ήταν για το πόσο μάς αφορά η φιλοσοφία της Αρχαίας Ελλάδας και οι εκφάνσεις της ως σύγχρονους πολίτες. Δεν το θεωρώ ριζοσπαστικό, απλώς είναι μια κατεύθυνση: πώς κάτι πολύ γνωστό σε εμάς μεταφράζεται στη σημερινή κοινωνία.

Υπάρχει ένας σαφής προσανατολισµός προς τη σύγχρονη τέχνη και καλλιτεχνική παραγωγή που αναµενόµενα συνδέεται µε το δικό σας υπόβαθρο. Πώς έχουν βοηθήσει την ορατότητα και την ενίσχυση της ταυτότητας του Κέντρου;

Πάντα γίνονταν πολύ καλές εκθέσεις στο Κέντρο, όμως τώρα τις εντάξαμε ως μέρος του προγράμματος το φθινόπωρο. Κάθε Οκτώβριο, που είναι η περίοδος του Frieze Art Fair, θα παρουσιάζουμε έναν-δύο καλλιτέχνες που πιστεύουμε ότι υπάρχει ανάγκη να τους δει το αγγλικό και το διεθνές κοινό. Πέρυσι επιλέξαμε τον Βλάση Κανιάρη, ο οποίος είχε δείξει τη δουλειά του στο Λονδίνο το 1976, στο ICA (σ.σ.: Institute of Contemporary Arts).

Ο χώρος του καφέ και η μεγάλη αίθουσα όπου φιλοξενούνται οι εκθέσεις του Ελληνικού Κέντρου. (Photo Credits: Darren Salanson)

(Photo Credits: Darren Salanson)

Ήταν μια έκθεση πολύ σημαντική για εμάς, και ήταν σημαντικό και για εμένα προσωπικά να ξεκινήσω τη θητεία μου στο Κέντρο με αυτή. Γιατί, τελικά, μέσα από συνεργασίες συλλογών – όπως της συλλογής Δασκαλόπουλου – παρουσιάστηκαν τα έργα του Κανιάρη πρώτα στο Ελληνικό Κέντρο και μετά μπήκαν στη συλλογή της Tate.

Δηλαδή το «μικρό» Ελληνικό Κέντρο είχε ξαφνικά όλους αυτούς τους καλεσμένους που έρχονταν να δουν για πρώτη φορά τον Κανιάρη, και αυτό είχε μεγάλη επίδραση σε ένα ευρύτερο κοινό. Είναι πολύ σημαντικό ως ένα μικρό Κέντρο να καταφέρνεις τέτοια άλματα που για ένα μουσείο είναι πανεύκολα.

Με ενδιαφέρει να συνδέουμε, να συνδυάζουμε, να ανατρέπουμε. Να θέλουμε το Ελληνικό Κέντρο να είναι ένας τόπος – και δεν υπάρχει μεγαλομανία πίσω από τη δήλωση – όπου ο κόσμος θα συναντά την ελληνική παραγωγή.

Το Λονδίνο είναι ακόμα ένας πολύ σημαντικός κόμβος πολιτισμού, παρά το Brexit. To Ελληνικό Κέντρο είναι το μόνο πολιτιστικό κέντρο αυτού του μεγέθους στην Ευρώπη – από όσο γνωρίζω – με κτίριο δικό του και δίχως οικονομικές εξαρτήσεις από την Πολιτεία.

Νομίζω είναι πολύ σημαντικό να έχει αυτή την ευχέρεια και την ελευθερία. Μιλάω με βρετανούς δημοσιογράφους έγκυρων μέσων και όταν ακούν για την Ελλάδα λένε: «I love Greek food, Ι love rebetiko». «Και εγώ το ίδιο, αλλά ξέρετε κάτι για τη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή;» τους ρωτάω. «Οχι» λένε. Εμείς θέλουμε να συμπληρώσουμε αυτό το κενό ουσιαστικά.

Εφέτος θα δείξετε δουλειά της Ρένας Παπασπύρου και της Μαρίας Λοϊζίδου. Ποια είναι τα κριτήρια που χρησιµοποιείτε για την επιλογή των εκθέσεων αλλά και των εκδηλώσεων που πραγµατοποιείτε στο Κέντρο;

Θέλω να μαθαίνουμε πάντα κάτι, να βλέπουμε κάτι που δεν το έχουμε ήδη σκεφτεί. Κι εγώ η ίδια θέλω να μαθαίνω, δεν θέλω να δουλεύω σε κάτι που νιώθω ότι το κατέχω ήδη.

Οσον αφορά το εικαστικό πρόγραμμα, έχω αποφασίσει προς το παρόν ότι στη μεγαλύτερη αίθουσα του Κέντρου θα παρουσιάζεται το έργο κάποιων εδραιωμένων εικαστικών σε εκθέσεις με ιστορική προσέγγιση, που δεν τους γνωρίζει καθόλου το κοινό, και η μικρότερη αίθουσα θα είναι ένας χώρος όπου οι καλλιτέχνες θα μπορούν να κινηθούν πιο ελεύθερα.

Θεωρώ πολύ σημαντικό να ενημερώσουμε το αγγλικό κοινό για καλλιτέχνες που έχουν δράση χρόνων με θεματικές που οι προσεγγίσεις τους μας αφορούν ακόμα ως πολίτες και δεν έχουν πολλές ευκαιρίες να δειχθούν σε αυτή τη χώρα. Είναι ευκαιρία το Ελληνικό Κέντρο να δράσει ως ο φορέας που αναδεικνύει αυτούς τους καλλιτέχνες.

Οσον αφορά τις Παπασπύρου και Λοϊζίδου, είναι δύο γυναίκες από διαφορετικές χώρες που βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια της καριέρας τους, και αμφότερες δεν είναι γνωστές στην Αγγλία.

Η Παπασπύρου κάνει τα έργα που γνωρίζουμε αλλά κάποιος νεότερος ίσως θα δει ότι αυτή η γυναίκα δούλευε στον δημόσιο χώρο στα χρόνια της δικτατορίας, έκανε κάτι μεταξύ περφόρμανς και action χωρίς να χρησιμοποιεί αυτούς τους όρους, και αναδημιουργούσε τη δική της εμπειρία από τον αστικό χώρο στο εργαστήριό της.

Αυτό αφορά πολύ τον σύγχρονο κόσμο. Στην περίπτωση της Λοϊζίδου συνεργαζόμαστε με το Freud Museum London και της δίνεται η ευκαιρία να κάνει ένα site specific project εκ νέου. Αυτό είναι το κριτήριο για αυτή την περίοδο, γιατί είμαι σίγουρη ότι στην πορεία τα πράγματα θα αναπτυχθούν περαιτέρω, θα διαφοροποιηθούν.

Είναι ενδιαφέρον ότι δίνετε βαρύτητα στις συνεργασίες. Πού πιστεύετε ότι θα µπορούσατε να φτάσετε µέσα από σύµπραξη µε άλλους πολιτιστικούς φορείς;

Γνωρίζω πόσο σημαντικές είναι γιατί στην προηγούμενη δουλειά μου στη Whitechapel Gallery ήταν το άλφα και το ωμέγα. Οι συνεργασίες ενδυναμώνουν και τους δύο εμπλεκόμενους φορείς, φέρνουν κοντά κοινά που είναι διαφορετικά, γι’ αυτό και αποτελούν έναν πρωταρχικό μου στόχο πέραν της ανανέωσης του προγράμματος.

Photo DanWeill

Με αυτό το σκεπτικό, συνεργαστήκαμε με τα Μουσεία Ashmolean και Freud, την γκαλερί White Cube, το University of the Arts London, EUNIC London British School at Athens, Lee Miller Archives & The Penrose Collection, Tate κ.ά. Μέσα από αυτές τις συνεργασίες προκύπτουν σχέσεις εμπιστοσύνης και ενδεχομένως περαιτέρω συνεργασίες.

Σιγά-σιγά θα θέλαμε να συνεργαζόμαστε και με ινστιτούτα στην Ελλάδα και στην Κύπρο – ήδη συνεργαζόμαστε, καθώς δανειζόμαστε έργα και έχουμε εξαιρετική σχέση με πολλούς συναδέλφους. Θα ήταν πολύ ωραίο κάποια στιγμή μια έκθεση που γίνεται στην Ελλάδα να μπορεί να έρχεται στο Ελληνικό Κέντρο.

Τι γίνεται µε τους πόρους που θα µπορούσαν να διασφαλίσουν µια τέτοια ανάπτυξη; Μπορεί να τους συγκεντρώσει σήµερα το Κέντρο;

To Hellenic Centre είναι charity, τα έσοδά μας προέρχονται από τα μαθήματα ελληνικών, από τις ενοικιάσεις χώρων και από δωρεές, που έχουν λιγοστέψει. Γιατί οι δωρεές των πρώτων χρόνων προέρχονταν από μια άλλη γενιά ανθρώπων για τους οποίους ήταν πολύ σημαντικό να συνδράμουν τον ελληνικό πολιτισμό με αυτόν τον τρόπο, μια και ενδυνάμωνε την ταυτότητά τους.

Κάποιοι έχουν μεγαλώσει, κάποιοι δεν είναι πια μαζί μας. Αν μιλάμε για έναν πιο σύγχρονο τρόπο εύρεσης πόρων, μόλις εγκαινιάσαμε το Cultural Fund, τα έσοδα του οποίου θα πηγαίνουν μόνο στα προγράμματα του Κέντρου.

Η οικονομική υποστήριξη που θα παίρνουμε θα μας βοηθήσει να είμαστε πιο φιλόδοξοι, αν και γνωρίζουμε ότι έχουμε πολλή δουλειά, γιατί είμαστε υπό ανάπτυξη σε κάποιους τομείς.

Φαντάζοµαι πως τα πράγµατα δεν θα γίνονται πιο εύκολα στη µετα-Brexit εποχή.

Μας έχει επηρεάσει το γενικότερο κλίμα, γιατί κάποιοι παλαιότεροι υποστηρικτές έχουν φύγει, αλλά ταυτόχρονα έχουν έρθει πολλοί νέοι άνθρωποι που έχουν μεγάλο πείσμα για να μείνουν και να εδραιωθούν εδώ. Εμείς έχουμε το νιώσει σε πρακτικά θέματα, τελωνειακά, ή με τις βίζες για καλλιτέχνες, αλλά επειδή είμαστε charity δεν έχουμε επηρεαστεί πολύ. Το Λονδίνο παραδόξως διατηρεί την ποικιλομορφία του, οι γκαλερί δεν έχουν κλείσει – φυσικά έχουν μειωθεί τα κονδύλια σε όλους. Κοινό όμως υπάρχει.

Υποθέτω πως ένας από τους στόχους και τις προκλήσεις είναι να προσελκύσετε και τις νεότερες, διεθνοποιηµένες πλέον γενιές της ελληνικής και κυπριακής διασποράς στο Λονδίνο. Πώς γίνεται να νιώσουν ότι η ελληνική κληρονοµιά τούς/τις αφορά µε κάποιον τρόπο;

Το πρόβλημα της διασποράς στην Αγγλία ήταν πολύ συγκεκριμένο. Ηρθαν οι πρώτοι, εδραιώθηκαν, και τα παιδιά τους, που είναι πλέον άνω των 35-40 ετών, είναι άτομα που τα έφερναν οι γονείς τους «τραβώντας» τα, είτε στο Ελληνικό Κέντρο είτε στην Εκκλησία – ήταν και παραμένει ακόμα ένας πόλος έλξης και συνάντησης.

Οταν λοιπόν μεγάλωσαν, είχαν γίνει πλέον άγγλοι πολίτες και δεν ήθελαν να σχετίζονται με τα μέρη στα οποία πήγαιναν οι γονείς τους. Τώρα έχουμε την πρόκληση να φέρουμε πίσω αυτούς τους ανθρώπους, που ουσιαστικά είχαν ξεχάσει το Κέντρο. Εχουν αρχίσει να έρχονται γιατί έχουν δει ότι υπάρχει ένα πρόγραμμα που τους αφορά. Επίσης, η νεότερη γενιά μού προκάλεσε τεράστια έκπληξη.

Με το που ξεκίνησε το νέο πρόγραμμα τον Ιανουάριο του 2023, άρχισαν να έρχονται πολλοί νέοι άνθρωποι στο Κέντρο. Δεν το περίμενα καθόλου τόσο γρήγορα, έχουμε ένα όραμα που χρειάζεται δύο-τρία χρόνια για να ξεδιπλωθεί και θέλουμε να προσεγγίσουμε και τους νέους που έχουν έρθει στο Λονδίνο για να δουλέψουν ακόμα και την τελευταία πενταετία. Εχουμε τραβήξει τις νεότερες γενιές, τώρα πρέπει να τις κρατήσουμε.