Το πρωί της 15ης Ιουλίου 1965 ηρεμία επικρατούσε σε γενικές γραμμές στο παλάτι. Ασφαλώς μια περίοδος όλο και μεγαλύτερης πολιτικής έντασης βρισκόταν ήδη πλέον σε εξέλιξη. Ομως όχι και τόσης έντασης ώστε να επιβάλλει να μείνει το πρόγραμμα του βασιλέως Κωνσταντίνου εντελώς ελεύθερο για την υπόλοιπη ημέρα, από τη στιγμή και μετά που θα γινόταν δεκτός ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου. Οχι απλώς δεν είχε κριθεί αναγκαίο κάτι τέτοιο, αλλά αντιθέτως, μετά τη συνάντησή τους είχε προγραμματιστεί ο Κωνσταντίνος να φύγει για τον αθλητικό όμιλο όπου ένας από τους στενότερους και παλαιότερους φίλους του θα τον ανέμενε για ένα ματς τένις, ο οποίος ασφαλώς και ήταν εκεί στην ώρα του – και λίγο πριν.

Η πρωτότοκη Αλεξία γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου 1965 στην Κέρκυρα

Ομως, ο βασιλέας, τελικά, δεν ήταν. Και ο εν αναμονή συμπαίκτης του, που περίμενε διά μακρόν με υπομονή, γνωρίζοντας ότι μπορεί να ήταν στενότατοι φίλοι αλλά εκείνος δεν έπαυε να είναι και ο βασιλιάς της χώρας, απλώς εξακολουθούσε να περιμένει. Η ώρα περνούσε και ουδείς εμφανιζόταν. Κάποτε λοιπόν έχασε την υπομονή του. Και, με τη λευκή στολή, το κοντομάνικο και το σορτς και με τη ρακέτα στο χέρι, υπό σοβαρή ζέστη, άρχισε να ανηφορίζει προς το παλάτι. Οι φύλακες δεν τον σταμάτησαν – ήταν πρόσωπο με πλήρη πρόσβαση ανά πάσα στιγμή της ημέρας. Την ώρα όμως που περνούσε μέσα, είδε κάτι παράξενο, πέραν της κοσμοσυρροής που ήδη είχε συναντήσει και του είχε κάνει εντύπωση: τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου να εξέρχεται σκεπτικός, βλοσυρός. Ευφυής άνθρωπος, αμέσως κατάλαβε ότι δεν ήταν ώρα για διαμαρτυρίες: η καθυστέρηση προδήλως είχε συμβεί για σοβαρό λόγο.

Κωνσταντίνος Β’ και Μελίνα Μερκούρη σε δεξίωση στην αίθουσα χορού του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετάννια» στα μέσα της δεκαετίας του 1960.

Εκείνο που δεν μπορούσε ακόμα να αντιληφθεί ήταν το ποιος ήταν αυτός: ότι μόλις είχε ξεκινήσει η σοβαρότερη ίσως πολιτική κρίση στην Ελλάδα μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Και, ακόμα περισσότερο, ούτε ο ίδιος, ούτε ουδείς άλλος, θα μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή η μακρόσυρτη κρίση θα κατέληγε, δύο χρόνια αργότερα, σε κατάλυση του πολιτεύματος από επίορκους συνταγματάρχες και σε αποχώρηση, για πάντα πλέον, του στενού του φίλου, του βασιλέως της Ελλάδας, από τη χώρα και από έναν θρόνο στον οποίο ουδέποτε τελικά επέστρεψε. Οπότε δίπλα σε όλα αυτά, το γεγονός ότι εκείνο το ματς δεν έγινε τελικά ποτέ, ε, προφανώς, δεν αποτελούσε τελικά και μεγάλο πρόβλημα…

Ο βασιλικός γάμος του Κωνσταντίνου Β’ και της Άννας-Μαρίας της Δανίας τελέστηκε με πλήρη μεγαλοπρέπεια, παρουσία επισήμων και γαλαζοαίματων, στις 18 Σεπτεμβρίου 1964
Ritzau Scanpix 2023/Vagn Hansen via REUTERS

Μια διαφορετική μοναρχία

Η κρίση της 15ης Ιουλίου υπήρξε το πρώτο και καθοριστικότερο ορόσημο της βασιλείας του Κωνσταντίνου Β΄, ο οποίος ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία μόλις 24 ετών. Σε έναν θρόνο διαφορετικό από τους περισσότερους της Γηραιάς Ηπείρου. Γιατί αν η μοναρχία στην Ελλάδα λειτουργούσε όπως όφειλε, δηλαδή κατά τα κοινά ευρωπαϊκά πρότυπα, ένα κείμενο σαν αυτό δεν θα είχε θέση σε ένα αφιέρωμα στη μνήμη ενός βασιλέα που μόλις έφυγε από τη ζωή – πολλώ μάλλον του τελευταίου βασιλέα. Βέβαια, επίσης, ούτε και θα επρόκειτο για τον τελευταίο. Γιατί αν η μοναρχία λειτουργούσε όπως όφειλε, δηλαδή μακριά από την πολιτική κονίστρα, είναι λίαν αμφίβολο και το εάν αυτή θα είχε εκπέσει. Ομως δεν λειτούργησε έτσι. Και η 15η Ιουλίου είναι μία από τις πιο σοβαρές αποδείξεις της δυσλειτουργίας της. Ομως το γιατί η ελληνική μοναρχία έφτασε, σε αντίθεση με όλες σχεδόν τις άλλες, να έχει τέτοιου είδους εμπλοκές και καταστρεπτικές συσχετίσεις με την πολιτική είναι αδύνατον να γίνει κατανοητό εάν δεν πάει κανείς ακριβώς μισό αιώνα πίσω και αν δεν αφήσει για λίγο τον Κωνσταντίνο Β΄ για να ρίξει το βλέμμα στον παππού του, Κωνσταντίνο Α΄: τον πατριάρχη της ελληνικής μοναρχικής πολιτικής ανωμαλίας, ο οποίος εγκαινίασε τη συνήθεια του ελληνικού θρόνου να επεμβαίνει στα πολιτικά πράγματα της χώρας.

Κάρολος και Νταϊάνα την ημέρα της βάπτισης του πρωτότοκου γιου τους, Γούιλιαμ, τον Αύγουστο του 1982, με τους έξι αναδόχους του, μεταξύ των οποίων και ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος.
via Reuters

Οταν πέθανε ο πατέρας του Κωνσταντίνου Α΄, ο Γεώργιος Α΄, η Ελλάδα είχε βιώσει μια εξαιρετικά μακροχρόνια βασιλεία υπό έναν μονάρχη επίσης εξαιρετικά αγαπητό, στη διάρκεια της ζωής του οποίου, ακριβώς λόγω της στάσης του, το πολίτευμα δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά. Ο Κωνσταντίνος Α΄, που είχε γράψει λαμπρές σελίδες ως αρχιστράτηγος των Βαλκανικών Πολέμων ως διάδοχος με πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αποφάσισε να λειτουργήσει εντελώς διαφορετικά ως βασιλέας: έχοντας κρεμασμένα στο στήθος του πλήθος παράσημα, αξίως κτηθέντα ως στρατιώτης, δυστυχώς δεν αρκέστηκε σε αυτά, αλλά θέλησε να διαδραματίσει καίριο πολιτικό ρόλο, και μάλιστα σε κάθετη αντίθεση με τις απόψεις του νόμιμου πρωθυπουργού, στο πιο κρίσιμο θέμα για την ίδια την ύπαρξη της χώρας: στη στάση της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπερτιμώντας χωρίς καμία λογική τη συγγένειά του με τον Κάιζερ, ο Κωνσταντίνος επέμενε για ελληνική ουδετερότητα, η οποία, όμως, περίπου νομοτελειακά σήμαινε στο τέλος συμμαχία με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες. Από την άλλη, ο Βενιζέλος ήταν αποφασισμένος να μπει η Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλλων – η συμμαχία με τους οποίους υπήρξε καθοριστική στις νίκες στους Βαλκανικούς Πολέμους. Για να μην ξεφύγουμε πολύ, το διά ταύτα είναι το εξής: ο Εθνικός Διχασμός και, εν συνεχεία, μια σειρά από πολιτικές περιπέτειες με επίκεντρο τον θρόνο, ο οποίος για τις επόμενες δεκαετίες ανεβοκατέβαινε περίπου σαν ασανσέρ…

Φίλος των σπορ από νεαρή ηλικία, ο Κωνσταντίνος σε αγώνα 100μ.

Αυτή την πολιτική πραγματικότητα κληρονόμησε ο Κωνσταντίνος, όσο και αν ο πατέρας του, βασιλιάς Παύλος, ήθελε να την αλλάξει. Ηθελε, αλλά όχι απλώς δεν το κατάφερε, μα, αντιθέτως, συγκρουόμενος με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αφού πρώτα είχε συγκρουστεί και με τον Αλέξανδρο Παπάγο, έγινε μέρος της. Τώρα ο Κωνσταντίνος θα συγκρουόταν με τον τρίτο ισχυρό μεταπολεμικό πρωθυπουργό. Βεβαίως, αν θέλει κανείς να είναι απολύτως ειλικρινής και να μην πει τα «εύκολα» και τα «σωστά», πρέπει να επισημάνει κάτι που πολύ σπάνια ομολογείται: το πολιτικό σύστημα ή, τουλάχιστον, πολύ μεγάλο και κεντρικό τμήμα του ήταν «εθισμένο» σε αυτή τη λειτουργία του θρόνου. Την αποζητούσε, την ενθάρρυνε, επιδίωκε να έχει την εγγύτερη δυνατή θέση δίπλα της και να της ασκεί επιρροή και, ασφαλώς, είχε πάντοτε την αγωνία να τρέξει να προλάβει να μεταφέρει στο παλάτι όποια (αληθή ή μη) πληροφορία μπορούσε.

Επίτιμο μέλος της ΔΟΕ και χρυσός ολυμπιονίκης της ιστιοπλοΐας στη Ρώμη το 1960 στην κατηγορία Ντράγκον, ο Κωνσταντίνος συγχαίρει τη Σοφία Μπεκατώρου και την Αιμιλία Τσουλφά για το δικό τους χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στην ιστιοπλοΐα σκαφών 470 το 2004 στην Αθήνα.

Η σχέση του θρόνου με την πολιτική ήταν πλέον ξεκάθαρα αμφίδρομη και διαδραστική. Ομως, ο Παύλος, όπως και ο προκάτοχος και αδελφός του Γεώργιος Β΄, ήταν ηγεμόνες πολύπειροι, εξοπλισμένοι με εντελώς διαφορετικό επίπεδο δυνατοτήτων αντιμετώπισης των ζητημάτων που προέκυπταν. Κάτι που δεν ίσχυε ασφαλώς για τον Κωνσταντίνο, ο οποίος στην κρίση των Ιουλιανών είναι μόλις 25 ετών. Και που αυτό που επί της ουσίας συμβαίνει είναι ότι κινείται με τον παραπάνω τρόπο, αλλά χωρίς να αντιλαμβάνεται τους τρόπους και, κυρίως, τα όρια στα οποία έπρεπε να περιορίσει τον εαυτό του.

Στο Τολό τη δεκαετία του ’90 με τα τρία μεγαλύτερα παιδιά του, Αλεξία, Παύλο και Νικόλαο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου φεύγει από τα ανάκτορα, ο Κωνσταντίνος δεν είναι καν απολύτως βέβαιος για το τι ακριβώς έχει συμβεί – δεν αισθάνεται καν σίγουρος ότι τον έχει αποπέμψει. Παρ’ όλα αυτά, η ευθύνη είναι απολύτως δική του και εκείνη τη στιγμή και στους προηγούμενους εμπρηστικούς χειρισμούς, όπως άλλωστε και ο ίδιος έχει αναγνωρίσει. Και, επίσης, το νεαρό της ηλικίας, όσο κι αν είναι ένας 100% πραγματικός λόγος με ουσιαστική σημασία στα γεγονότα, δεν είναι δυνατόν να αποτελεί δικαιολογία για τις πράξεις ενός βασιλιά. Αλλά, όπως προαναφέρθηκε, παρ’ όλα αυτά, ο Κωνσταντίνος το πρωί πριν από την ακρόαση θεωρεί ότι η κατάσταση (παρά την ένταση που είχαν δημιουργήσει οι περίφημες – διαβόητες μάλλον – τρεις επιστολές του προς τον Γεώργιο Παπανδρέου), θα εξελιχθεί εν τέλει μάλλον σχετικά ομαλά και ότι θα βρεθεί κάποιος κοινός τόπος στη συζήτηση μεταξύ «παππού» και «εγγονού» – ρόλοι που δεν είχε αντιληφθεί ότι δεν μπορούν να ισχύουν σε τέτοιας τάξεως ζητήματα. Και δεν αναμένει, όπως θα όφειλε, ότι την επομένη θα καίγεται η Αθήνα.

Κωνσταντίνος και Άννα-Μαρία σε εκδήλωση για τον εορτασμό της χρυσής επετεςίου του γάμου τους στις 18 Σεπτεμβρίου 2014 στον Πειραιά, πλαισιωμένοι από τα τέσσερα από τα πέντε παιδιά τους, Παύλο, Αλεξία, Θεοδώρα, Φίλιππο, την σύζυγο του Παύλου, Μαρί Σαντάλ, και τον σύζυγο της Αλεξίας, Κάρλος Μοράλες Κιντάνα.
EPA/VLACHOS ALEXANDROS

Γιατί η αποπομπή του «Γέρου» ήταν το ένα στάδιο. Το άλλο ήταν ο ταχύτατος, έστω και εις διπλούν αποτυχημένος στη Βουλή, σχηματισμός κυβέρνησης από τους αποστάτες της Ενώσεως Κέντρου, που δείχνει καθαρά ότι παράλληλα λειτουργούσαν άλλες διαδικασίες, για τις οποίες ακόμη η Ιστορία δεν έχει καταφέρει να απαντήσει τελεσίδικα και με τεκμήρια αν και ποιος ήταν ο ακριβής ρόλος του Κωνσταντίνου, του οποίου το όνομα λ.χ. χρησιμοποίησαν, αποδεδειγμένα ερήμην του, και οι χουντικοί το πρωί της 21ης Απριλίου 1967, δύο χρόνια αργότερα. Οπως και να έχει, πάντως, η ευθύνη του τέως βασιλέως είναι δεδομένη σε όλη τη διάρκεια της μοιραίας εκείνης κρίσης. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι, πρακτικά, ο Κωνσταντίνος είναι πολύ πιο μόνος απ’ ό,τι γενικά πιστεύεται. Το παραμύθι έχει πολύ λιγότερους δράκους απ’ ό,τι σπασμένα τηλέφωνα. Και ο πρώτος που φαίνεται να το γνωρίζει αυτό καλά είναι ο ίδιος ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος σε τυχαία συνάντησή του με τον βασιλιά λίγο μόλις καιρό ύστερα από αυτά τα γεγονότα είναι θερμότατος έναντί του, όπως ήταν και πριν από αυτά – κάτι που δεν είναι ευρέως γνωστό: ο Παπανδρέου ήταν εκείνη την εποχή ο εμπειρότερος έλληνας πολιτικός και είχε απόλυτη αντίληψη του πώς ξέφυγαν τα πράγματα.

Κωνσταντίνος και Άννα Μαρία στην Πόλη του Λουξεμβούργου στις 20 Οκτωβρίου 2012, στον γάμο του διαδόχου του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, Γουλιέλμου.
EPA/YOAN VALAT

Ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν ήταν ο θύτης που ξέφυγαν οι εξελίξεις, αλλά το θύμα. Και ο ίδιος, όπως και η δημοκρατία. Αυτή είναι η πραγματικότητα, ακόμα κι αν δεχθεί κανείς ως ορθές τις αιτιάσεις του Κωνσταντίνου σχετικά με το ζήτημα του υπουργείου Αμυνας, και πάλι η κυβέρνηση είναι δουλειά του πρωθυπουργού. Βέβαια, σε αυτό ο βασιλιάς αντέτεινε – και τυπικά είχε δίκιο – ότι το (πρώτο και άμεσο μετεμφυλιακό) Σύνταγμα του 1952, το οποίο ίσχυε το 1965, του έδινε το δικαίωμα να έχει ουσιαστικό λόγο επί των μελών της κυβέρνησης. Και είναι αλήθεια. Ομως, αντιβαίνει στη δημοκρατική αρχή. Είναι όμως αλήθεια. Οπως επίσης αλήθεια είναι ότι όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιχείρησε να αναθεωρήσει τη σχετική διάταξη, το Κέντρο αντέδρασε, λαμβάνοντας θέση ουσιαστικά υπέρ του θρόνου. Πρακτικά, αν ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε στηρίξει την αναθεώρηση Καραμανλή, η κρίση του 1965 θα ήταν αδύνατον να συμβεί. Το Κέντρο γενικά στην ιστορία του ήταν τουλάχιστον εξίσου «ανακτορικό» όσο και η Δεξιά – και, εν προκειμένω, στην εν λόγω περίοδο, δηλαδή στο διάστημα της ψύχρανσης των σχέσεων Παύλου – Καραμανλή, σαφώς μακράν εγγύτερα στο παλάτι απ’ ό,τι ο τότε πρωθυπουργός. Η Ιστορία λοιπόν παίζει πολύ παράξενα παιχνίδια, με πρώτο όλων τους δύο καθοριστικούς θανάτους: του Σοφοκλή Βενιζέλου, συναρχηγού του Κέντρου και πολύ φίλιου προσώπου με τα ανάκτορα, και βέβαια του βασιλιά Παύλου, που η εμπειρία και το κύρος του ήταν εντελώς αδύνατον να αντικατασταθούν σε τόσο σύνθετες στιγμές, κάτι που και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος γνώριζε και ένιωθε ακόμα μεγαλύτερο το βάρος της απώλειας και ενός θρόνου που ούτε τον περίμενε ούτε τον ήθελε τόσο νωρίς, αφού η άνοδός του σε αυτόν προϋπέθετε τον θάνατο του πατέρα του, του ανθρώπου που λάτρεψε όσο κανέναν…

Η αρχή του τέλους

Τα Ιουλιανά υπήρξαν η αρχή των δεινών μιας βασιλείας που κράτησε λίγο λιγότερο από τέσσερα χρόνια: τόσος ήταν ο πραγματικός χρόνος που ο Κωνσταντίνος έμεινε τελικά στον θρόνο. Πριν κλείσει τα 28 του χρόνια είχε ήδη διαφύγει στην Ιταλία, έπειτα από το πολύ κακά προετοιμασμένο κίνημά του κατά της χούντας που κατέρρευσε μέσα σε λίγη ώρα. Ο Κωνσταντίνος, που έφερε βαρέως ότι δεν μπόρεσε να αποφύγει να ορκίσει τη χούντα και έτσι αυτή πέτυχε έναν βασικό της στόχο, δηλαδή να δείξει, ψευδέστατα, ότι είχε τις «ευλογίες» του, θέλησε να τη ρίξει.

Το αποτέλεσμα ήταν η αυτοεξορία του που κράτησε για δεκαετίες ως φυσικού προσώπου και για πάντα ως βασιλέα – ή μάλλον ως τέως βασιλέα. Το πρωί της 21ης Απριλίου, ο προδομένος ακόμα και από τον επικεφαλής της φρουράς του Κωνσταντίνος ζει δραματικές στιγμές όταν, περικυκλωμένος από τα άρματα του Παττακού, αναγκάζεται να δεχθεί τον ίδιο με τους Παπαδόπουλο και Μακαρέζο, που του θέτουν το δίλημμα ότι ή τους ορκίζει ή, επί της ουσίας, είναι αντίπαλός τους και συλλαμβάνεται. Αν είχε τολμήσει να επιλέξει το δεύτερο, αντί για εξόριστος θα είχε θέσει τις βάσεις για να καταστεί ένας μέγας ήρως βασιλιάς. Ομως αυτό δεν ήταν κάτι απλό και, πάντως, ο ίδιος δεν το έπραξε.

Ο Κωνσταντίνος στη Μητρόπολη Αθηνών, στον γάμο του βενιαμίν της οικογένειας, Φιλίππου, με τη Νίνα Φλορ, τον Οκτώβριο του 2021.
(ΗΛΙΑΣ ΚΟΥΤΟΥΛΟΓΕΝΗΣ / PANORAMAPRESS)

Αντί γι’ αυτό, έκανε ένα μοιραίο λάθος, που ακόμα και σήμερα έχει περάσει μάλλον απαρατήρητο: μετά την περικύκλωσή του από τη χούντα και χωρίς άλλη επιλογή αποδέχεται να την ορκίσει κυβέρνηση και αναζητεί τρόπους επικοινωνίας με δικούς του ανθρώπους με σκοπό να τους μεταφέρει την πραγματική κατάσταση πριν φτάσει η ώρα της ορκωμοσίας. Οχι μόνο δεν μπορεί να βρει κρίσιμα στελέχη του γραφείου του, που έχουν ήδη εξαφανιστεί από τον φόβο της χούντας, αλλά δεν καταφέρνει να βρει καν τηλεφωνική επικοινωνία με πιστούς του σωματάρχες για τους οποίους ήταν βέβαιος ότι αν τον άκουγαν θα συγκρούονταν με τους επίορκους πραξικοπηματίες. Τότε, μέσα στην κατάσταση απόλυτης μοναξιάς, προδοσίας, εγκλωβισμού και απελπισίας που συνιστά η επώδυνη άξαφνη κατανόηση του γεγονότος ότι όχι απλώς το παιχνίδι είχε πια χαθεί, αλλά και ότι θα χρεωθεί και ο ίδιος μια χούντα που πρακτικά τον έχει αιχμαλωτίσει, τι κάνει; Συλλαμβάνει μια ιδέα που σε πρώτο πλάνο μοιάζει λειτουργική, αλλά, με λίγο πιο ψύχραιμη σκέψη, αν είχε τη δυνατότητα να καθίσει να σκεφτεί ψύχραιμα κάτω από αυτές τις συνθήκες και με τη χούντα να απειλεί ευθέως ακόμα και την ίδια την οικογένειά του, αποφασίζει να πάει πριν από την ορκωμοσία στο Γενικό Επιτελείο Στρατού.

Γιατί; Με σκοπό να συναντήσει, με την ιδιότητα του αρχιστράτηγου, κατά μόνας τους ανώτατους αξιωματικούς στο Επιτελείο και να βολιδοσκοπήσει ποιοι εξ αυτών είναι έτοιμοι να τον στηρίξουν να πολεμήσει αντί να ορκίσει τη χούντα. Το σχέδιο όμως έχει δύο μοιραία λογικά κενά: το πρώτο είναι ότι οι χουντικοί, πανευτυχείς για την ιδέα του, του οργανώνουν την πλέον επίσημη υποδοχή: η εικόνα που εμφανίζουν έτσι, με τον βασιλιά να επισκέπτεται το Επιτελείο λίγες ώρες μετά την κάθοδο των αρμάτων στο κέντρο της Αθήνας και τις συλλήψεις των πολιτικών αρχηγών και πολλών άλλων, είναι για αυτούς ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί: είναι η εικόνα που «επιβεβαιώνει» την εμπλοκή του Κωνσταντίνου στη δικτατορία – δηλαδή κάνει κυριολεκτικά το άσπρο μαύρο. Το δεύτερο κενό είναι ότι όταν εισέρχεται στο γραφείο του στο Επιτελείο, μένει μεν μόνος με τον καθένα από τους ανώτατους αξιωματικούς όπως έχει ζητήσει, πλην όμως οι χουντικοί έχουν ήδη από πολλού χρόνου εξαφανίσει εντελώς κάθε αντιφρονούντα δημοκρατικό αξιωματικό από το Επιτελείο. Οπότε το μόνο που συμβαίνει είναι ότι συναντά ακραιφνείς χουντικούς και, τελικά, μιλώντας μαζί τους, απλώς αυτοί μεταφέρουν στους αρχηγούς της χούντας τις πραγματικές προθέσεις του βασιλιά, οι σχέσεις της με τον οποίον δεν θα αποκατασταθούν ούτε στιγμή.

Στις 28 Οκτωβρίου η χούντα ετοιμάζει την πρώτη της μεγάλη παρέλαση – και είναι αποφασισμένη να τη μετατρέψει σε ένα τεράστιο θέαμα στρατιωτικής ισχύος και ακραίας εθνοκαπηλίας, με ουκ ολίγη δόση κιτς, όπως άλλωστε ήταν πάντοτε το αγαπημένο της να κάνει. Οι ελπίδες του Κωνσταντίνου αναπτερώνονται όταν ορισμένοι πολύ έμπιστοί του στρατιωτικοί τού μεταφέρουν την ιδέα μιας επίθεσης στη χούντα από τα άρματα και τις μονάδες που θα κατέβουν στην παρέλαση. Το σχέδιο μοιάζει πολλά υποσχόμενο. Και θα ήταν αν ο Παπαδόπουλος δεν ήταν διοικητής των πληροφοριών πριν γίνει πραξικοπηματίας και ο Παττακός δεν ήταν διοικητής αρμάτων πριν γίνει ο εταίρος του. Οι χουντικοί το πληροφορούνται και όλο καταλήγει σε ένα φιάσκο, που δεν γίνεται ευρύτερα αντιληπτό επειδή εκείνοι δεν θέλουν, όμως ο ίδιος καταλαβαίνει πολύ γρήγορα τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια της παρέλασης, βυθιζόμενος σε απελπισία.

Ο επόμενος σταθμός είναι το κίνημα κατά της δικτατορίας με την παταγώδη αποτυχία του, η οποία ξεκινά από την τοποθέτηση του εντελώς ανεπαρκούς γηραιού στρατηγού Δόβα ως επικεφαλής του και τελειώνει με μια δραματική πτήση προς τη Ρώμη μερικές ώρες αργότερα. Ο εξόριστος βασιλιάς απασχολεί φυσικά τον διεθνή Τύπο και την κοινή γνώμη στην Ευρώπη, όμως αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Επεται το Λονδίνο, το τέλος του οποίου θα μπορούσε να είχε έρθει στις 24 Ιουλίου 1974 με άμεση επιστροφή στην Αθήνα όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, εάν ο Κωνσταντίνος δεν είχε αποδεχθεί τις εισηγήσεις των στελεχών του να αναμένει τηλεφώνημα του δεύτερου. Ενα τηλεφώνημα που ούτε όφειλε να γίνει ούτε και έγινε εν τέλει ποτέ. Και κάπως έτσι έκλεισε οριστικά ο πιο ταραγμένος θεσμικός και πολιτικός κύκλος της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας με πρωταγωνιστή τον τελευταίο βασιλιά των Ελλήνων, τον βασιλέα Κωνσταντίνο Β΄. Εναν άνθρωπο που, αν θέλει κανείς να πάει πέρα από τα στερεότυπα, θα πρέπει να είναι σε θέση να παραδεχθεί για εκείνον μια αδήριτη επί της ουσίας αλήθεια: ότι ασφαλώς έκανε τα μεγάλα σφάλματά του, τα οποία και πλήρωσε πολύ ακριβά, όμως, στην πραγματικότητα βρέθηκε και ο ίδιος πρώτος και μόνος ανάμεσα στις μυλόπετρες της σκληρής ελληνικής Ιστορίας.