Κανείς δεν µπορεί να αρνηθεί ότι µέρος της γοητείας που ασκούν στο παγκόσµιο κοινό εδώ και 60 χρόνια οι επί της µεγάλης οθόνης περιπέτειες του Τζέιµς Μποντ οφείλεται και στο µουσικό θέµα τους, ένα από τα πιο αναγνωρίσιµα στην ιστορία του σινεµά. Τη διάσηµη σύνθεση τη δηµιούργησε ο µουσικός Μόντι Νόρµαν (γνωστός κυρίως για τη δουλειά του σε µιούζικαλ όπως το «Γλυκιά µου Ιρµα»), ο οποίος έφυγε από τη ζωή στα 94 του χρόνια τον περασµένο Ιούλιο. Εχοντας περάσει χρόνο στην Τζαµάικα, όπου έγιναν τα γυρίσµατα της ταινίας «Τζέιµς Μποντ, πράκτωρ 007: Εναντίον δόκτορος Νο», αποφάσισε τελικά να αντλήσει έµπνευση από το τραγούδι «Good Sign, Bad Sign» που είχε γράψει για τη µουσικοθεατρική µεταφορά του βιβλίου «Eνα σπίτι για τον κύριο Μπίσβας» του Β. Σ. Νάιπολ. Χωρίς φυσικά τη δυναµική, νευρώδη, πρωτοποριακή ενορχήστρωση του Τζον Μπάρι, το αποτέλεσµα δεν θα ήταν το ίδιο καθηλωτικό.
Σίρλεϊ Μπάσεϊ και Λούις Αρµστρονγκ
Ο Μπάρι συνδέθηκε όσο κανείς µε τη µουσική επένδυση των ταινιών µε ήρωα τον ακαταµάχητο βρετανό πράκτορα αλλά και µε τα τραγούδια τους. Eνα πολύ ενδιαφέρον ντοκιµαντέρ µε τίτλο «The Sound of 007», που έγινε πριν από λίγες εβδοµάδες διαθέσιµο για streaming στο Prime Video της Amazon, ασχολείται σχολαστικά µε αυτή τη διάσταση του φιλµικού σύµπαντος του Τζέιµς Μποντ. Χάρη στην παραγωγή µε σκηνοθέτη τον Ματ Γουάιτκρος πληροφορούµαστε πολλές χαριτωµένες λεπτοµέρειες. Στην ηχογράφηση του «Diamonds are Forever», για παράδειγµα, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ χρειάστηκε να αφαιρέσει έναν πολύ στενό στηθόδεσµο που φορούσε προκειµένου να πιάσει µια ψηλή νότα. Η συγκεκριµένη ντίβα έχει σχεδόν ταυτιστεί µε τον 007, αφού έχει ερµηνεύσει τρία Bond songs: πέραν του προαναφερθέντος άσµατος από το οµότιτλο φιλµ του 1971, έχει επίσης τραγουδήσει το εµβληµατικό «Goldfinger» αλλά και το καθόλου αξιοµνηµόνευτο «Moonraker» – το οποίο µάλιστα δεν έχει πει ποτέ ζωντανά σε προσωπική συναυλία της, αφού δεν το συµπάθησε ποτέ.
Τι άλλο θα άξιζε να αναφέρουµε; Οτι η Νάνσι Σινάτρα ήταν τόσο αγχωµένη για τη συνεργασία της µε τον Τζον Μπάρι που χρειάστηκε να πει 31 φορές στο στούντιο το «You Only Live Twice» προκειµένου να γίνει στο τέλος ένα αξιοπρεπές ηχητικό µοντάζ – σε αντίθεση µε τον Τοµ Τζόουνς που ηχογράφησε το «Thunderball» πρίµα βίστα. Οτι οι Bono και The Edge από τους U2 ήθελαν διακαώς να γράψουν τραγούδι για τον Μποντ και αυτοπροτάθηκαν στην παραγωγή. Ο ιρλανδός σταρ του ροκ έστειλε µάλιστα ένα άθλιο ντέµο στην Τίνα Τέρνερ, η οποία τελικά έκανε δικό της µε την τόσο χαρακτηριστική φωνή της το «GoldenEye», το οποίο επισφράγισε το 1995 την πρώτη παρουσία του Πιρς Μπρόσναν στον ρόλο του σκληροτράχηλου κατασκόπου. Στα 80s είχε γίνει πάντως η πρώτη απόπειρα να χρησιµοποιηθούν σταρ της ποπ της εποχής και το πείραµα αποδείχθηκε εξόχως επιτυχηµένο. Οι Duran Duran χάλασαν κόσµο µε το «A View to a Kill», παρ’ όλο που ο Σάιµον Λε Μπον και o Τζον Τέιλορ δεν θα ξεχάσουν ποτέ πόσο δύσκολος ήταν ο Μπάρι στη συνεργασία. Η συνταγή επαναλήφθηκε µε τους A-Ηa και το «The Living Daylights», χωρίς όµως την ίδια απήχηση. Η Γκλάντις Νάιτ, ωστόσο, τα πήγε περίφηµα µε το τόσο χαρακτηριστικό «Licence to Kill».
Θα άξιζε να πούµε δυο λόγια για τα τραγούδια που θεωρούνται τα καλύτερα. Ενα από αυτά σίγουρα είναι το υπέροχο «Nobody Does It Better» που ερµηνεύει η Κάρλι Σάιµον. Το έχει γράψει ο µύθος Μάρβιν Χάµλις (ο οποίος θα είχε κερδίσει την υστεροφηµία και µόνο για το πολυβραβευµένο «The Way We Were»). Το «Live and Let Die» του Πολ Μακ Κάρτνεϊ και των Wings παραµένει ένα διαχρονικό, απολαυστικό τραγούδι, παρά το αψυχολόγητο ρέγκε ξέσπασµα κάπου στη µέση του. Πολύ καλή, και σχετικά υποτιµηµένη, η προσπάθεια των Garbage µε το «Tomorrow Never Dies» – και µε µια πολύ καλή ερµηνεία από τη Σίρλεϊ Μάνσον. Δεν θα µπορούσαµε να µην αναφέρουµε το «We Have All the Time in the World» που ερµήνευσε ο Λούις Αρµστρονγκ και ακούγεται σε µια σπαραξικάρδια σκηνή του φιλµ του 1969 «Στην Υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος». Η τραγική ειρωνεία είναι πως ο θρύλος της τζαζ το τραγούδησε σοβαρά άρρωστος και γνωρίζοντας πως δεν του απέµενε πολύς χρόνος ζωής – «έφυγε» το 1971.
Radiohead και Εϊµι Γουάινχαουζ
Αρκετά κοντά είχαµε φτάσει στο να ακουστεί το βρετανικό συγκρότηµα των Radiohead σε φιλµ του 007, όµως το συγκρότηµα θέλησε να δώσει αρχικά το «Man of War», ένα κοµµάτι που είχε ήδη κυκλοφορήσει σε live ηχογράφηση, και η παραγωγή αρνήθηκε να το χρησιµοποιήσει καθώς υπάρχει η απαίτηση να γράφεται κάθε φορά το εκάστοτε τραγούδι ειδικά για την ταινία. Τα τελευταία χρόνια πολύ σοφά έχουν προσεγγιστεί δηµοφιλείς εκπρόσωποι της νέας γενιάς. Η Μπίλι Αϊλις έκανε εξαιρετική δουλειά µε το «No Time to Die», στο ντοκιµαντέρ µάλιστα τονίζει πόσο συγκινηµένη ένιωσε όταν άκουσε τα φωνητικά της σε ορισµένες από τις πιο δραµατικές σκηνές της οµώνυµης ταινίας, της τελευταίας µε πρωταγωνιστή τον Ντάνιελ Κρεγκ. Ο Σαµ Σµιθ έχει κάνει µια υπέροχη ερµηνεία στο «Writing’s on the Wall» για το «Spectre», το πρώτο κοµµάτι από ταινία του Μποντ που κατέκτησε την κορυφή των βρετανικών charts, ενώ η Adele χάρισε µε τη φωνή της απαιτούµενη συναισθηµατική δύναµη στο «Skyfall», κερδίζοντας Οσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού – έτσι εορτάστηκε µε ιδανικό τρόπο η 50ή επέτειος από τη µεταφορά του χάρτινου ήρωα του Ιαν Φλέµινγκ στο σινεµά. Δεν είναι τυχαίο που τα τρία αυτά tracks µετρούν µερικές εκατοντάδες εκατοµµύρια streams στο Spotify.
Υπάρχει ωστόσο και µια συγκινητική ιστορία την οποία αφηγείται on camera η παραγωγός των ταινιών Μποντ, Μπάρµπαρα Μπρόκολι. Προτού καταλήξουν τελικά στην Adele στις αρχές της δεκαετίας του 2010, οι συντελεστές του κινηµατογραφικού franchise έκαναν µια συνάντηση µε την Εϊµι Γουάινχαουζ, την οποία ήθελαν διακαώς. Κατά τη διάρκεια του meeting, η πρόωρα χαµένη τραγουδίστρια είχε µαζί της ένα σηµειωµατάριο στο οποίο έγραφε συνεχώς. Το άφησε πίσω της όταν έφυγε και η Μπρόκολι είδε ότι είχε απλώς γεµίσει τις σελίδες του µε τη λέξη «Μπλέικ», το όνοµα του µοιραίου συντρόφου της. Τότε κατάλαβε ότι η συνεργασία δεν έµελλε να προχωρήσει.