Μικρός ένιωθε «παρείσακτος». Υστερα, ως έφηβος, συγκρούστηκε με τους γονείς του. Προτού τελειώσει το σχολείο, δημιούργησε το πρώτο του πρόγραμμα σε υπολογιστή, μια εφαρμογή τρίλιζας που επέτρεπε στους χρήστες να παίζουν παιχνίδια εναντίον του υπολογιστή.
Στις σχολικές αίθουσες γνώρισε τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερό του Πολ Αλεν (1953-2018), τον άνθρωπο με τον οποίο αργότερα ίδρυσαν από κοινού τον κολοσσό που επρόκειτο να γίνει η μεγαλύτερη εταιρεία λογισμικού στον κόσμο. Στα 17 του έλαβε το πρώτο δυνατό χτύπημα της μοίρας.
Εχασε σε ορειβατικό ατύχημα τον καλύτερό του φίλο, Κεντ Εβανς, εκείνον με τον οποίο δούλευαν στο εργαστήριο υπολογιστών του σχολείου κατά τη διάρκεια της ημέρας και στη συνέχεια «μιλούσαν στο τηλέφωνο». Επρόκειτο για μια απώλεια που τον σημάδεψε για πάντα.
Ετσι θα μπορούσε να περιγράψει κάποιος, σε αδρές γραμμές, τα πρώτα χρόνια της ζωής του πατέρα της ψηφιακής εποχής, του επιχειρηματία, του επενδυτή, του φιλάνθρωπου, του 69χρονου σήμερα Μπιλ Γκέιτς, ο οποίος εγκατέλειψε τις σπουδές του στο Χάρβαρντ για να συνιδρύσει το 1975 τη Microsoft μαζί με τον Πολ Αλεν.
Φυσικά, ουδείς καταλληλότερος από τον ίδιο για να μιλήσει με κάθε λεπτομέρεια για τα παιδικά, εφηβικά και φοιτητικά του χρόνια, εκείνα που διαμόρφωσαν τον άνθρωπο που είναι σήμερα, τον επιχειρηματία που από το 1987 φιγουράρει ασταμάτητα στη λίστα του «Forbes» με τους πλουσιότερους στον κόσμο (σήμερα βρίσκεται στη 16η θέση με περιουσία 103,4 δισ. δολάρια).
Και αυτό ακριβώς πράττει στο νέο του βιβλίο, που αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 4 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Knopf, φέροντας τον τίτλο «Source Code: My Beginnings». Στο εξώφυλλο του βιβλίου, μάλιστα, φιγουράρει μια παιδική φωτογραφία του, όπου, ως ένα ξανθό φαφούτικο αγόρι, χαμογελά αθώα στον φακό χωρίς να μπορεί να φανταστεί τα τεράστια σχέδια που είχε η μοίρα για εκείνον.
Τα απομνημονεύματα
Ο ίδιος είχε αναγγείλει την κυκλοφορία του memoir του ήδη από τον περασμένο Ιούνιο με ανάρτηση στο προσωπικό του blog (gatesnotes.com). «Πρόκειται για τα απομνημονεύματά μου για τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, από την παιδική μου ηλικία μέχρι την απόφασή μου να εγκαταλείψω το πανεπιστήμιο και να ιδρύσω τη Microsoft με τον Πολ Αλεν.
Γράφω για τις σχέσεις, τα μαθήματα και τις εμπειρίες που έθεσαν τα θεμέλια για όλα όσα ακολούθησαν στη ζωή μου. Βρίσκομαι στη δημοσιότητα από τα είκοσί μου, αλλά μεγάλο μέρος της ζωής μου πριν δεν είναι γνωστό. Με την πάροδο των χρόνων, με ρωτούν συχνά για την ανατροφή μου, τη θητεία μου στο Χάρβαρντ και τη συνίδρυση της εταιρείας. Αυτές οι ερωτήσεις με έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι οι άνθρωποι μπορεί να ενδιαφέρονται για τη διαδρομή μου και τους παράγοντες που την επηρέασαν» έγραφε χαρακτηριστικά στο blog του.
Στις 336 σελίδες του νέου βιβλίου του ο Γκέιτς δεν διστάζει να μοιραστεί και μερικά από τα πιο δύσκολα σημεία της πρώιμης ζωής του.
«Οπως το να νιώθω παρείσακτος ως παιδί, να συγκρούομαι με τους γονείς μου ως επαναστατημένος έφηβος, να αντιμετωπίζω την ξαφνική απώλεια ενός κοντινού μου προσώπου και σχεδόν να με διώχνουν από το πανεπιστήμιο. Και καλύπτω τις προκλήσεις τού να εγκαταλείψω τις πανεπιστημιακές μου σπουδές για να βάλω ένα στοίχημα σε μια βιομηχανία που δεν υπήρχε ακόμη.
Αλλά στο βιβλίο θα βρείτε επίσης τις ιστορίες των πολλών ανθρώπων που πίστεψαν σε εμένα, με πίεσαν να αναπτυχθώ και με βοήθησαν να μετατρέψω τις ιδιορρυθμίες μου σε πλεονεκτήματα. Και αναλογίζομαι την τύχη που είχα να γεννηθώ σε μια σπουδαία οικογένεια, σε μια εποχή ιστορικών τεχνολογικών αλλαγών και αισιοδοξίας, και να ενηλικιωθώ την ώρα που απογειωνόταν η επανάσταση των προσωπικών υπολογιστών» σημειώνει.
Οπως έκανε γνωστό, το βιβλίο αυτό αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, άρα θα ακολουθήσουν δύο ακόμα: το πρώτο επικεντρωμένο στα χρόνια του στη Microsoft και το δεύτερο στη φιλανθρωπία και στην κοινωνική δράση. Ολα τα έσοδα από το memoir θα διατεθούν στον μη κερδοσκοπικό οργανισμό United Way Worldwide, ένα διεθνές δίκτυο που αποτελείται από πάνω από 1.800 ΜΚΟ για τη συγκέντρωση χρημάτων, σύμφωνα με εκπρόσωπό του. Μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος είναι γνωστός για το κοινωνικό του έργο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2022 ανακοίνωσε στο Χ (πρώην Twitter) ότι σκοπεύει να δωρίσει σχεδόν το σύνολο της περιουσίας του στο ίδρυμά του, Bill & Melinda Gates Foundation (BMGF).
Πράγματι, ο άνθρωπος που αρχικά περιγραφόταν ως ένα «αδίστακτο τεχνολογικό αρπακτικό», ως «ο σπασίκλας που έγινε μεγιστάνας», με την ίδρυση του ιδρύματος Bill & Melinda Gates το 2000, και ιδιαίτερα μετά την αποχώρησή του από τη θέση του επικεφαλής της Microsoft, έστρεψε την προσοχή του στην κοινωνική δράση, δαπανώντας μέχρι στιγμής περισσότερα από 50 δισ. δολάρια για σκοπούς όπως η υγεία, η καταπολέμηση της φτώχειας και η εκπαίδευση.
Ο «τυραννικός τεχνοκράτης» μετατράπηκε σε «άγιο σωτήρα», σε αυτόν τον «δισεκατομμυριούχο τεχνοφιλανθρωπιστή» που αποθεώνεται στα εξώφυλλα των περιοδικών και είναι περιζήτητος για τις απόψεις του σε μείζονα ζητήματα όπως η παγκόσμια υγεία και η κλιματική αλλαγή.
Το ιδανικό σχολείο
Ο Γουίλιαμ Χένρι Γκέιτς γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1955 στο Σιάτλ της Πολιτείας της Ουάσιγκτον. Μοναδικός γιος του Γουίλιαμ Χ. Γκέιτς (1925-2020) και της πρώτης συζύγου του, Μέρι Μέξγουελ Γκέιτς (1929-1994), έχει δύο ακόμα αδελφές, τη μεγαλύτερη Κρίστι και τη μικρότερη Λίμπι.
Ο πατέρας του ήταν επιτυχημένος δικηγόρος και η μητέρα του τραπεζικό στέλεχος με έντονη κοινωνική δράση. Μάλιστα, ο προπάππους του από την πλευρά της μητέρας του υπήρξε πρόεδρος της National City Bank στο Σιάτλ. Ως παιδί ο Μπιλ ήταν μικρόσωμος για την ηλικία του και για αυτό είχε πέσει θύμα μπούλινγκ.
Στην οικογένειά του ενθαρρυνόταν ο ανταγωνισμός, είτε επρόκειτο για μια νίκη σε ένα παιχνίδι με χαρτιά είτε για το ποιος θα φτάσει πρώτος κολυμπώντας μέχρι την αποβάθρα, και η νίκη επιβραβευόταν, σε αντίθεση με την ήττα.
Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν έχουν κυκλοφορήσει ιδιαίτερες λεπτομέρειες για τις ιστορίες που θα περιλαμβάνει το βιβλίο του Γκέιτς. Είναι πάντως σίγουρο ότι πολλές σελίδες θα αφιερώνονται στο Lakeside, το ιδιωτικό σχολείο στο οποίο τον έγραψαν οι γονείς του στα 13 του και που καθόρισε τη μετέπειτα πορεία του. Ο ίδιος έχει αναφερθεί στο παρελθόν στα χρόνια του εκεί και στο πώς τελικά τον βοήθησαν να εξελιχθεί στον τεχνολογικό τιτάνα που όλοι γνωρίζουμε.
«Το Lakeside ήταν ένα από τα καλύτερα πράγματα που μου συνέβησαν ποτέ» έχει χαρακτηριστικά πει. Η λεπτή ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι προτού εγγραφεί στο συγκεκριμένο σχολείο δεν ήταν σίγουρος ότι θα του άρεσε – και παραλίγο μάλιστα να σαμποτάρει την εισαγωγή του, γιατί «εκείνη την εποχή, το Lakeside ήταν ένα σχολείο μόνο για αγόρια, όπου φορούσες σακάκι και γραβάτα, αποκαλούσες τους δασκάλους σου «κύριε» και πήγαινες στο παρεκκλήσι κάθε πρωί. Για λίγο, σκέφτηκα ακόμη και να αποτύχω στις εισαγωγικές εξετάσεις» θυμάται.
Ευτυχώς δεν το έπραξε, γιατί στο Lakeside μυήθηκε από νωρίς στον κόσμο των υπολογιστών – το σχολείο του κατάφερε να αποκτήσει τερματικό περίπου στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Οι υπολογιστές εκείνη την εποχή κόστιζαν χιλιάδες δολάρια, ήταν αργοί και κατανάλωναν πολύ ηλεκτρικό ρεύμα.
«Το σχολείο θα μπορούσε να είχε κλείσει το τερματικό ή θα μπορούσε να ρυθμίσει αυστηρά το ποιος το χρησιμοποιούσε» έχει δηλώσει. «Αντ’ αυτού, το άνοιξαν. Αντί να μας διδάξουν για τους υπολογιστές με τη συμβατική έννοια του όρου, το Lakeside απλά μας άφησε ελεύθερους».
Ο Γκέιτς μαγεύτηκε από αυτόν τον κόσμο και απαλλάχθηκε από τα μαθήματα των μαθηματικών για να ακολουθήσει το ενδιαφέρον του. Σύντομα δίδαξε σε άλλους μαθητές πώς να χρησιμοποιούν υπολογιστές, ψηφιοποίησε το πρόγραμμα του σχολείου και χάκαρε το σύστημα προγραμματισμού για να τοποθετήσει τον εαυτό του σε τάξεις μόνο για κορίτσια. Το Lakeside τού έκανε ένα ακόμα δώρο: στις σχολικές του αίθουσες γνώρισε και τον μετέπειτα συνιδρυτή της Microsoft, Πολ Αλεν.
Ετσι πιστώνει στο σχολείο του την αυτοπεποίθηση που απέκτησαν μαζί με τον Αλεν προκειμένου να ξεκινήσουν «μια εταιρεία βασισμένη σε αυτή την τρελή ιδέα με την οποία κανένας άλλος δεν συμφωνούσε – ότι τα chips των υπολογιστών θα γίνονταν τόσο ισχυρά ώστε οι υπολογιστές και το λογισμικό θα εξελίσσονταν σε ένα εργαλείο που θα βρισκόταν σε κάθε γραφείο και σε κάθε σπίτι».
Για τον Γκέιτς, «αν δεν υπήρχε το Lakeside, δεν θα υπήρχε η Microsoft». Η συνέχεια επί των σελίδων του βιβλίου.