Πολλοί είναι εκείνοι που αποκαλούν την Υδρα το Νησί των Καλλιτεχνών, καθώς μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης, από τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Παναγιώτη Τέτση και τον Γιώργο Σεφέρη μέχρι τους Χένρι Μίλερ, Πάτρικ Λι Φέρμορ και Τζεφ Κουνς την έχουν επιλέξει κατά καιρούς για να ζήσουν, να δημιουργήσουν ή να κάνουν διακοπές. Αυτό ήταν παραπάνω από εμφανές πριν από περίπου δύο εβδομάδες που σύσσωμος ο κόσμος της σύγχρονης τέχνης (art dealers, συλλέκτες, καλλιτέχνες και φιλότεχνοι) συνέρρευσε στο γραφικό νησί του Αργοσαρωνικού, πολλοί εκ των οποίων ταξίδεψαν απευθείας από την Art Basel της Βασιλείας, για τα εγκαίνια της έκθεσης «Dream Machines» του ιδρύματος ΔΕΣΤΕ.
Το ίδιο Σαββατοκύριακο, το ενδιαφέρον όλων στράφηκε και στα εγκαίνια της ατομικής έκθεσης της Μπέα Μποναφίνι στη διεθνούς φήμης Wilhelmina’s Art Gallery στο Mandraki Beach Resort, η οποία είχε τίτλο «(Under) Black Earth», από ένα ποίημα της Σαπφώς. Η ιταλίδα εικαστικός που γεννήθηκε το 1990 στη Βόννη και είναι απόφοιτη του λονδρέζικου Royal College of Art, εκπροσωπείται από τις επιδραστικές γκαλερί Setareh σε Βερολίνο και Ντίσελντορφ καθώς και από τη Renata Fabbri στο Μιλάνο, μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα σε Λονδίνο και Βαρκελώνη, όπου ζει και εργάζεται. Για την έκθεσή της στην Υδρα η Μποναφίνι δημιούργησε έναν «ονειρικό χορό μεταξύ ειδών, ιστοριών και μυθολογιών», όπως αναφέρουν οι διοργανωτές.
Επηρεασμένη από τα ταξίδια της στην Αίτνα στη Σικελία, καθώς και από τις επισκέψεις της στην Αθήνα και το Alkinois Project Space, χρησιμοποίησε για τα έργα της ηφαιστειακά πετρώματα, καθώς και φελλό, ένα από τα αγαπημένα της υλικά. Επίσης στην έκθεση, που θα ολοκληρωθεί στις 20 Ιουλίου, παρουσιάζονται τρία έργα που πραγματοποιήθηκαν σε συνεργασία με την Art Rug Projects της Ηλέκτρας Σουτζόγλου στην Αθήνα. Για όλα αυτά, καθώς και για το πώς βλέπει τα τεκταινόμενα στον χώρο της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα, μίλησε στο BHMAgazino.
Πώς αισθάνεστε που τα έργα τέχνης σας είναι τα πρώτα που εκτίθενται στη Wilhelmina’s Art Gallery στο Mandraki Beach Resort της Υδρας;
«Αυτή η έκθεση είναι η πρώτη διαρροή τέχνης στον κόλπο του Μανδρακίου. Είναι ένα «πλοκάμι» που εκτείνεται από το πολυσύχναστο λιμάνι, φέρνοντας την τέχνη σε αυτό το σημείο του νησιού. Ο περίπατος κατά μήκος του ελικοειδούς μονοπατιού ανάμεσα στα βράχια και τη θάλασσα μετατρέπεται σε ένα είδος προσκυνήματος. Είμαι ενθουσιασμένη που η έκθεση μπορεί να γίνει ένας προορισμός ο οποίος θα λειτουργεί ως κίνητρο για τους κατοίκους του νησιού και τους επισκέπτες να κάνουν αυτή τη διαδρομή».
Επιλέγετε συχνά για τις εκθέσεις σας τίτλους που τους εµπνέεστε από ποιητές και ποιήµατα. Στην προκειµένη περίπτωση έχετε επιλέξει τη Σαπφώ. Γιατί;
«Πάντα με ενδιέφεραν τα «θραύσματα» από φράσεις, εικόνες υλικά ή αρχαία αντικείμενα. Στα κενά, σε αυτά που δεν έχουν ειπωθεί, στα κομμάτια που λείπουν βρίσκω το μυστήριο και τη μαγεία. Η ποίηση ιδιαιτέρως παίζει ρόλο με αυτό, και ειδικά η Σαπφώ έχει αποκαλυφθεί και ανακαλυφθεί σε κατακερματισμένη μορφή. Καθώς δεν είμαστε πολύ μακριά από τη Λέσβο, όπου η Σαπφώ έγραψε τη λυρική της ποίηση, ήθελα να δανειστώ έναν όρο που χρησιμοποιεί για το έδαφος που πατά».
Μιλήστε µας για την έκθεσή σας «(Under) Black Earth». Από πού αντλήσατε έµπνευση για να δηµιουργήσετε τα έργα;
«Τα έργα που επέλεξα ξεπετάχτηκαν μέσα από τα στοιχεία, ιδιαίτερα τη φωτιά και το νερό. Ελπίζω ότι η παρουσία τους μπορεί να είναι ένας χείμαρρος εικόνων, σε στενό διάλογο με τη γη και τη θάλασσα, τα πλάσματα και τις φαντασιώσεις που κατοικούν εκεί».
Πώς προέκυψε η συνεργασία σας µε την οικογένεια Σουτζόγλου;
«Η Ηλέκτρα (Σουτζόγλου) είχε δει τη δουλειά μου ενώ εργαζόταν στον χώρο της τέχνης. Επικοινώνησε εκείνη μαζί μου όταν έστηνε το Art Rug Projects, το οποίο δίνει νέα πνοή στην οικογενειακή της επιχείρηση παραγωγής και εμπορίας χαλιών. Εγώ ήδη είχα ξεκινήσει να δημιουργώ υφαντά χρησιμοποιώντας μια τεχνική ένθεσης που ανέπτυξα μέσα στα χρόνια. Ημουν γεμάτη περιέργεια για τις νέες τεχνικές που αυτή η συνεργασία θα μου προσέφερε και ήθελα να επεκταθώ σε αυτές. Οπότε η συνεργασία μας ξεκίνησε με αφορμή την πρώτη μου ατομική έκθεση στο Βερολίνο, στο Setareh».
Τα υλικά που χρησιµοποιείτε κάθε φορά, όπως είναι ο φελλός, οι ηφαιστειακές πέτρες κ.ά., συνήθως είναι κοµβικής σηµασίας στα έργα σας. Ποια είναι τα κριτήρια για τις επιλογές σας;
«Μου αρέσει να εργάζομαι με υλικά που είναι «χυμώδη» και εύπλαστα. Θέλω να μπορώ να τα λυγίζω, να τα σκαλίζω, να τα κόβω ή να τα τεντώνω. Τα χρώματα και τα υλικά με τα οποία δουλεύω είναι εκείνα που για εμένα είναι «νόστιμα», δημιουργώ μαζί τους μια σχέση που στηρίζεται στις αισθήσεις».
Εχετε στο παρελθόν δουλέψει στην Αθήνα και τώρα στην Υδρα. Πώς ήταν η εµπειρία σας και στα δύο µέρη; Τι πιστεύετε για την καλλιτεχνική σκηνή της Ελλάδας και πώς συγκρίνεται µε εκείνες του Λονδίνου, της Βαρκελώνης, του Παρισιού και όλων των µητροπόλεων της τέχνης όπου έχετε ζήσει και εργαστεί;
«Εχω την εντύπωση ότι ο χρόνος εδώ δεν έχει επιταχυνθεί με τον ίδιο ρυθμό που παρατηρούμε σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Υπάρχει μια απλότητα στην ελληνική καλλιτεχνική σκηνή, είναι ακατέργαστη. Αισθάνεσαι κάπως σαν να ταξιδεύεις πίσω στον χρόνο κατά κάποιον τρόπο».