Ενα µουσείο στις εγκαταστάσεις όπου κάποτε υπήρχε η δηµοτική πισίνα της πόλης. Σε τέτοιου είδους παράδοξα είναι πρώτοι οι Γάλλοι, αν αναλογιστεί κανείς ότι και το Ορσέ, το περίφηµο µουσείο των Παρισίων, λειτουργεί µέσα σε έναν πρώην σιδηροδροµικό σταθµό. Το La Piscine – Musée d’art et d’industrie André Diligent de Roubaix, ελληνιστί Λα Πισίν, Μουσείο Τέχνης και Βιοµηχανίας του Ρουµπέ, δεν είναι βέβαια εξίσου γνωστό, αν και είναι τουλάχιστον εφάµιλλα εντυπωσιακό και απρόσµενο, έτσι όπως αναπτύσσεται γύρω από την πισίνα όπου κάποτε αναζητούσε την ίαση, τη χαλάρωση και την ψυχαγωγία η εργατική τάξη της πόλης. Πλήρως ανανεωµένο από το 2018 µε την αρχιτεκτονική σφραγίδα του Ζαν-Πολ Φιλιπόν (υπεύθυνου και για τη µετατροπή του Ορσέ από σταθµό σε µουσείο) προκειµένου να αντεπεξέλθει στην ολοένα αυξανόµενη επισκεψιµότητά του – το 2001, χρονιά που πρωτοάνοιξε τις πύλες του για το κοινό, υποδέχθηκε 200.000 ανθρώπους, ένα νούµερο που υπερέβαινε κατά πολύ την αρχική πρόβλεψη για 60.000 άτοµα -, το µουσείο φιλοξενεί µια συλλογή έργων από γλύπτες όπως ο Ογκίστ Ροντέν, ο Αριστίντ Μαγιόλ, ο Αλµπέρτο Τζιακοµέτι και κυρίως ο Αλφρέντ Μπουσέ (επιστήθιος φίλος του Ροντέν), την οποία στεφανώνουν κεραµικά καλλιτεχνών όπως ο Πάµπλο Πικάσο, ο Μαρκ Σαγκάλ, ο Eντουάρ Πινιόν, όπως και πλείστες πορσελάνες Σεβρών, που κοσµούν τους χώρους όπου κάποτε βρίσκονταν τα αποδυτήρια στο 30s art deco κτίριο της πισίνας.
«Χτίζοντας» τις συλλογές
Το Λα Πισίν είναι ένα µουσείο σηµαντικό, το οποίο δεν απολαµβάνει πλήρως τη δηµοφιλία που του αξίζει, τουλάχιστον εκτός των συνόρων της Γαλλίας όπου δοξάζεται όπως του αρµόζει. Ή και στην ελληνική περιφέρεια, καθώς ένα γλυπτό από φαγεντιανή, «Η αρπαγή της Ευρώπης» του Zαν Ρενέ Γκογκέν, υιού του Πολ, παρουσιάζεται αυτή την περίοδο στην έκθεση µε τίτλο «Bath Time! Σώµα – Νερό – Διάλογοι» στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων (έως τις 5 Σεπτεµβρίου), στο πλαίσιο της συνεργασίας του µε το MuCEM της Μασσαλίας αλλά και µε άλλα γαλλικά µουσεία. Το Λα Πισίν βρίσκεται βέβαια σχετικά απόκεντρα, στη Βορειοδυτική Γαλλία, κοντά στα σύνορα µε το Βέλγιο, στη µητροπολιτική περιοχή της Λιλ, µε την οποία συνδέεται ποικιλοτρόπως (τραµ, µετρό, τρένο). Το συγκεκριµένο κοµµάτι της χώρας είναι από τα πιο ευρέως αποβιοµηχανοποιηµένα ήδη από τη δεκαετία του ’70. Ειδικά η µικρή πόλη Ρουµπέ των 100.000 κατοίκων υπήρξε στο παρελθόν ένα από τα µεγαλύτερα βιοµηχανικά κέντρα της Γαλλίας, ένα τοπικό «Μάντσεστερ» µε έµφαση στην κλωστοϋφαντουργία, µε τους εµπόρους του να φηµίζονται για την ποιότητα των υφασµάτων που παρήγαγαν.
Εκεί οφείλει άλλωστε το Λα Πισίν τη δηµιουργία του, καθώς η ιστορία του ξεκινά το 1835, µε την ίδρυση ενός βιοµηχανικού µουσείου που παρουσίαζε ως επί το πλείστον σηµαντικά δείγµατα της κλωστοϋφαντουργικής παραγωγής της πόλης. Το 1861 άρχισαν να προστίθενται στη συλλογή του και έργα τέχνης, ενώ περίπου είκοσι χρόνια αργότερα έγινε το Εθνικό Μουσείο του Ρουµπέ. Από τις αρχές του 20ού αιώνα και µετά οι συλλογές άρχισαν να εµπλουτίζονται µε έµφαση και στις εφαρµοσµένες και διακοσµητικές τέχνες. Τότε είναι που άρχισαν να αγοράζονται έργα τέχνης της εποχής από καλλιτέχνες όπως οι ιµπρεσιονιστές ζωγράφοι της «σχολής» της Ρουέν, αποκτήθηκαν και πολλές πορσελάνες Σεβρών, ενώ παράλληλα ένας µεγαλέµπορος υφασµάτων δώρισε στο µουσείο την προσωπική του συλλογή µε έργα τέχνης και αντικείµενα από καλλιτέχνες όπως ο Ζαν Ογκίστ Ντοµινίκ Ενγκρ, o Στανισλά Λεπίν, ο Ζαν-Λεόν Ζερόµ κ.ά. Μετά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο οι συλλογές του φιλοξενούνταν στο ENSAIT (Ανωτάτη Εθνική Σχολή Τεχνών και Κλωστοϋφαντουργίας).
Το σύνολο των έργων του µουσείου, όπως και η συλλογή του ντόπιου ζωγράφου Ζαν-Ζοζέφ Βερτς παρουσιάζονταν κατά περιόδους σε αίθουσες στο Δηµαρχείο της πόλης, µια λύση όµως που και αυτή µε τη σειρά της εγκαταλείφθηκε «από αδιαφορία», όπως διαβάζει κανείς στην ιστοσελίδα του µουσείου. Μέχρι που το 1988 το σπουδαίο µουσείο του Λούβρου αποφάσισε να πάρει από το Ρουµπέ τον πίνακα «St. Thomas» του ζωγράφου του µπαρόκ Ζορζ ντε λα Τουρ. Τότε ήταν που το ενδιαφέρον αναζωπυρώθηκε για την ανασύσταση του ξεχασµένου µουσείου και έπεσε η ιδέα να ξεκινήσει τη νέα του ζωή στην επίσης παροπλισµένη δηµοτική πισίνα της πόλης, η οποία παρέµενε µε τη σειρά της κλειστή από το 1985. Ηταν ένα φιλόδοξο πρότζεκτ που ξεκίνησε στα 90s µε τη σφραγίδα του Ζαν-Πολ Φιλιπόν και τελικά παραδόθηκε στο κοινό το 2001, εµπλουτισµένο στο περιεχόµενό του µε έργα που ήρθαν από άλλα εθνικά µουσεία όπως το Ορσέ ή το Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Η δε πρόσφατη αρχιτεκτονική επέκταση σε ένα γειτονικό κτίριο, πρώην µύλο, επίσης από τον Φιλιπόν, έδωσε την ευκαιρία να εκτεθούν 2.000 επιπλέον έργα από τις συλλογές του.
Η ίδια η πισίνα έχει και από µόνη της ειδικό ενδιαφέρον. Την είχε σχεδιάσει ο Αλµπέρ Μπερ, αρχιτέκτονας από τη Λιλ, προσαρµόζοντας τη διάταξη των κιστερκιανών αβαείων σε ένα πιο «νεοβυζαντινό πνεύµα», σύµφωνα µε την περιγραφή της ιστοσελίδας του µουσείου. Ετσι, η µεγάλη δεξαµενή της, η µόνη ολυµπιακών διαστάσεων σε µια αστική περιοχή εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων, µαζί µε τα δηµοτικά λουτρά οργανώθηκε γύρω από έναν κλειστό κήπο, ως µια βασιλική που φωτίζεται από βιτρό και στην οποία η πισίνα αποτελεί τον κυρίως «ναό». Εξάλλου, όταν άνοιξε το 1932 από τον σοσιαλιστή δήµαρχο Ζαν Μπατίστ Λεµπά (µέλος της γαλλικής αντίστασης που πέθανε σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης) αποτελούσε κάτι σαν «ιερό τόπο» που συνέδραµε στην καλή υγιεινή των ανθρώπων της εργατικής τάξης και λειτουργούσε ως ένα µέσο καταπολέµησης της φυµατίωσης, σε µια πόλη µε µεγάλες ταξικές διαφορές, τα παιδιά της οποίας συγχρωτίζονταν και συναγελάζονταν στα διαθέσιµα σε όλους νερά της. Ισως δεν είναι τυχαίο ότι σήµερα στο Ρουµπέ ζει µία από τις µεγαλύτερες κοινότητες µουσουλµάνων στη χώρα, φιλική ή τουλάχιστον όχι εχθρική απέναντι στη µαντίλα, για παράδειγµα.
Χωνευτήρι πολιτισµών, προπύργιο µόδας
Με αυτό που φαντάζει από µακριά ως ανοιχτό πνεύµα, το Ρουµπέ πορεύεται στον 21ο αιώνα και αντιµετωπίζει τις προκλήσεις του. Είτε πρόκειται για τον µικρό πυρήνα ακραίων ισλαµιστών που παρεισφρέουν στην κοινότητα ή αναδύονται από αυτήν, όπως αποκάλυπτε επεισόδιο της γαλλικής σειράς ντοκιµαντέρ «Zone Interdite», είτε αφορά το νέο µοντέλο οικονοµίας που πρέπει να υιοθετηθεί για να ορθώσει ανάστηµα από οικονοµική άποψη. Στο Ρουµπέ µε τα παλιά µεγαλοπρεπή κτίρια να µαρτυρούν την ηγετική θέση της πόλης στον τοµέα της κλωστοϋφαντουργίας λειτουργεί εδώ και είκοσι χρόνια ένα από τα πέντε παρακλάδια της καλύτερης σχολής µόδας της Γαλλίας, της ESMOD, ενώ ένα νέο εργοστάσιο γεννήθηκε εν µέσω πανδηµίας για να παράσχει στους πολίτες το απόλυτο αξεσουάρ της περιόδου, τις µάσκες προφύλαξης εναντίον της COVID-19.
Mέχρις ότου βρει τον βηµατισµό του στη νέα εποχή, το µουσείο θα στέκει στη θέση του, µε τα έργα τέχνης αλλά και µε τη µεγάλη του συλλογή εφαρµοσµένων τεχνών από τον 19ο και τον 20ό αιώνα. O τρόπος παρουσίασής τους είναι επίσης ιδιαίτερος, καθώς καταρρίπτει τη συνήθη ιεραρχία µεταξύ τους. Εργα της συλλογής γλυπτών από καλλιτέχνες όπως ο Ροντέν, ο Τζιακοµέτι, ο Γκουστάβ Μικλός, o Αντουάν Μπουρντέλ κ.ά., τοποθετούνται θεµατικά ανάλογα µε το είδος τους και τον τρόπο µε τον οποίο έχουν εκτεθεί κατά το παρελθόν (για παράδειγµα, αν πρόκειται για δηµόσιες ή ιδιωτικές αναθέσεις, για µνηµεία ή πορτρέτα), αλλά και µε βάση σηµαντικές ηµεροµηνίες των διεθνών εκθέσεων του 1925, του 1931 και του 1937. H συλλογή υφασµάτων, η οποία περιλαµβάνει δείγµατα από την Κοπτική Αίγυπτο µέχρι το σήµερα, παρουσιάζεται µαζί µε τις προτοµές σηµαντικών προσωπικοτήτων της συγκεκριµένης βιοµηχανίας στην ευρύτερη περιοχή, ενώ οι συλλογές µόδας και κοσµηµάτων βρίσκονται µαζί µε πορτρέτα µελών της υψηλής κοινωνίας της εποχής τους. Η έκθεση των έργων σύγχρονης τέχνης αντικατοπτρίζει το γούστο των συλλεκτών της πόλης τον 19ο αιώνα και στο πρώτο µισό του εικοστού. Εργα που επικεντρώνονται γύρω από τον Ενγκρ και περιλαµβάνουν δείγµατα δουλειάς καλλιτεχνών όπως ο Ζερόµ, ο Ροντέν, η Κλοντέλ αλλά και οι Εντουάρ Βιγιάρ, Πιέρ Μπονάρ, Πιτ Μοντριάν, Φελίξ Βαλοτόν, Ταµάρα ντε Λεµπίτσκα, Ρέµπραντ Μπουγκάτι κ.ά.